Γεννήθηκε στην περιοχή της Τσάλκας και σήμερα ζει στην Καβάλα. Είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος. Ζωγραφίζει ανθρώπους και τοπία της πατρίδας που άφησε και της πατρίδας όπου ρίζωσε.
Ο Αντώνης Κουτσουρίδης του Βασιλείου είναι γεννημένος στη Γεωργία, στις 15 Φεβρουαρίου του 1950, στο χωριό Ταρσόν της Τσάλκας. Οι γονείς του ήταν αγρότες και ο Αντώνης είναι ο μεγαλύτερος από τα άλλα επτά αδέρφια του.
Οι Έλληνες του Πόντου άρχισαν να εμφανίζονται και σταδιακά να πληθαίνουν στην Τσάλκα με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1828-1829. Το χωριό Ταρσόν ήταν ένα από τα τέσσερα χωριά της Τσάλκας, που οι κάτοικοί του είχαν το προνόμιο να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο, ενώ τα υπόλοιπα 24 ήταν τουρκόφωνα.
Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος μιλώντας στο pontosnews.gr διηγείται τις δυσκολίες που συναντούσε κάθε Ελληνόπουλο στην επαρχία του Καυκάσου.
«[…] Σε ηλικία επτά ετών πήγα στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Το σχολείο ήταν σε γεωργιανική γλώσσα. Εκεί σπούδασα πέντε χρόνια. Για την έκτη τάξη με πήγανε στο ρωσικό σχολείο, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να μπω στα πανεπιστήμια της Γεωργίας. Ρωσικά δεν ήξερα σχεδόν τίποτα, αλλά σε δύο χρόνια τα έμαθα, γιατί διάβαζα πολύ […]».
Τα καλοκαίρια ο μικρός Αντώνης βοηθούσε τους γονείς του στις δουλειές. Εκεί ο μελλοντικός ζωγράφος είχε τα πρώτα του αισθητικά ερεθίσματα, καθώς το χωριό του βρισκόταν σε γραφική τοποθεσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Ταρσόν, πριν να κατοικηθεί και να γίνει χωριό, ήταν παρχάρι (τόπος παραθερισμού και βοσκής) του κοντινού χωριού Κιουμπέτ. Οι καλύβες και τα σταλία (ξύλινα σπιτάκια στην ποντιακή) αντικατέστησαν σταδιακά κανονικές οικίες και έγιναν χωριό. «[…] Το χωριό μας ήταν πολύ γραφικό και είχε πολλή πρασινάδα. Μ’ άρεζε να ανεβαίνω πάνω στον λόφο, να βλέπω γύρω τη φύση με μεγάλο ενθουσιασμό.»
Μετά το σχολείο ο Αντώνης μετέβη στη Ρωσία, όπου σπούδασε Μαθηματικά. Μετά την αποφοίτηση εργάστηκε σε Ινστιντούτο Χημικής Τεχνολογίας, σε βιομηχανία Τεχνολογίας Ακτινοβολίου (laser). Αργότερα πήρε την απόφαση να πάει για περαιτέρω σπουδές στο Ινστιτούτο Φυσικής και Τεχνολογίας της Μόσχας, για να εξειδικευθεί περαιτέρω στις τεχνολογίες Laser, από όπου αποφοίτησε επιτυχώς. Πολύ σύντομα διορίστηκε προϊστάμενος στο Εργοστάσιο Ανάπτυξης Νέων Τεχνολογιών Ακτινοβολίου. Εργάστηκε εκεί επί 15 χρόνια, ώσπου γι’ αυτόν –όπως και για τον υπόλοιπο Ελληνισμό της Ρωσίας– άρχισε μια οδύσσεια η οποία δεν έχει βρει ακόμα τον Όμηρό της. «[…] Το 1991 η επιχείρηση έκλεισε και ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε. Στην Ελλάδα ήρθα το 2000. Δούλευα όπου έβρισκα δουλειά. Πιο πολύ στις οικοδομές […]»
Η ιστορία του Πόντιου επιστήμονα είναι τυπική και ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε με την έλευση των λεγόμενων «παλιννοστούντων» –ένας χαρακτηρισμός ατυχής, καθώς παλιννοστούντες θα ήμαστε μόνο όταν επιστρέψουμε στις κοιτίδες μας στον Εύξεινο Πόντο.
Η τότε ελλαδική[1] κυβέρνηση είχε σχέδιο να εγκαταστήσει τους Πόντιους της Ρωσίας στη βόρεια Ελλάδα για λόγους εθνικούς αλλά και κυρίως – όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων – ψηφοθηρικούς.
Ενώ το φαγοπότι από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, οι παράνομες ελληνοποιήσεις, οι εκβιαστικές αρνήσεις ιθαγένειας σε Έλληνες που δεν είχαν «φακελάκι» και η φοβέρα «Αν ψηφίσετε αντιπολίτευση και βγει, θα σας διώξει πίσω» ήταν σε εξέλιξη, οι Πόντιοι και οι Βορειοηπειρώτες προσπαθούσαν ταυτόχρονα να προσαρμοστούν, να μάθουν τη νεοελληνική και να βρουν εργασία.
Το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου κεφαλαίου των ανεπιθύμητων (όπως και το 1924) Ποντίων έμεινε ανεκμετάλλευτο, καθώς επιστήμονες σε κλάδους κορεσμένους ή που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, απορροφήθηκαν σε άσχετη ευκαιριακή εργασία, προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην. Αυτό εξιστορεί και ένα γνωστό τραγούδι των αδερφών Γεωργιάδη (Κιόλιαλη).
Χιλιάδες άνθρωποι με χαρίσματα, πτυχία, διπλώματα και διδάκτορες κατέληξαν να στηρίζουν την εθνική οικονομία δραστηριοποιούμενοι στο παζάρι και στην οικοδομή.
Ακόμα χειρότερα, πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν στις βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Ένας από τους πολλούς ομογενείς λοιπόν, ο Αντώνης Κουτσουρίδης στράφηκε στη βιοπάλη, παραμένοντας όμως πιστός στην αγάπη του για την τέχνη. «[…] Όπου και να δούλευα, πάντα είχα στο νου μου την ζωγραφική […]».
Σήμερα μένει στην περιοχή Περιγιάλι της Καβάλας. Έχει δυο παιδιά και πέντε εγγόνια. Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος άρχισε να ζωγραφίζει τακτικότερα και μεθοδικότερα από το 2007 και μέχρι σήμερα έχει κάνει επτά εκθέσεις. Η θεματολογία του περιλαμβάνει ανθρώπους διάσημους και μη, τοπία της πατρίδας του και της Καβάλας κ.ά.
Ο χρωστήρας του ζωγράφου αποδίδει με μαεστρία τοπία δύσκολα στην απόδοση. Οι μορφές της προσωπογραφίας του είναι ζωντανές και ταυτόχρονα τοποθετούνται σε άλλον κόσμο ιδεατό.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι μορφές των Ποντίων γυναικών της πατρίδας του, οι οποίες φορούν την ποντιακή τάπλα.
Είναι γεγονός πως στα χωριά της Τσάλκας οι γυναίκες φορούσαν την ποντιακή ζιπούνα για μεγαλύτερο διάστημα από τις ανταλλάξιμες που έφυγαν από τον Πόντο στην Ελλάδα.
Μέχρι τα τέλη του 1990 (!) στην Τσάλκα υπήρχαν ηλικιωμένες γυναίκες που φορούσαν στην καθημερινότητά τους την τάπλα με σύγχρονα ρούχα.
Τέτοιες και άλλες παρόμοιες μορφές της ζωντανής Ρωμιοσύνης του Καυκάσου έχει απαθανατίσει το πινέλο του Αντώνη Κουτσουρίδη.
Σπάρτακος Τανασίδης
[1] Ελλαδική, διότι είναι κυβέρνηση της Ελλάδος, καθώς και η Κυπριακή κυβέρνηση είναι ελληνική.
⇒Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη.
Πηγές