Στα δυσπρόσιτα βουνά του Πόντου αναγκάζονταν να βρουν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι από την οθωμανική αυθαιρεσία πρόγονοί μας προκειμένου να μην υποκύψουν στη φρίκη του εξισλαμισμού. Πάνω στα βουνά του Πόντου έδιναν αγώνα επιβίωσης, ελλείψει τροφίμων, κρυμμένοι σε σπηλιές, αντέχοντας το δριμύ ψύχος και αντιμετωπίζοντας τα άγρια θηρία. Κάλιο αντιμέτωποι με τα άγρια θηρία, παρά με τη θηριωδία των τουρκικών Αρχών.
Ο ρόλος των ανταρτών του Πόντου ήταν πολυδιάστατος.
Αφενός έδιναν σκληρές μάχες με τις τουρκικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις, αφετέρου είχαν ρόλο προστατευτικό προς τον άμαχο πληθυσμό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ολόκληρα χωριά κατέφευγαν στα βουνά για να σωθούν. Οι αντάρτες φρόντιζαν για την ασφάλεια των γυναικόπαιδων και για τη διατροφή τους. Όταν γινόταν αναγκαία η μετακίνηση των ανταρτών επειδή οι Τούρκοι είχαν εντοπίσει τη θέση τους, το έργο τους δυσκόλευε περισσότερο αφού έπρεπε να φροντίσουν και για την ασφαλή μετάβαση του άμαχου πληθυσμού από το ένα μέρος στο άλλο.
Στην περιφέρεια της Αμισού-Πάφρας για 18 ολόκληρες ημέρες 15 αντάρτες έδωσαν σκληρή μάχη για να προστατεύσουν 95 γυναικόπαιδα από τους Τούρκους διώκτες τους. Όταν τελείωσαν τα πολεμοφόδιά τους και ήρθαν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να πιαστούν όλοι αιχμάλωτοι, οι ίδιες οι γυναίκες ζήτησαν από τους αντάρτες να τις θανατώσουν μαζί με τα παιδιά τους για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Μέσα σε αφόρητη πίεση από τη δραματική εξέλιξη των γεγονότων οι αντάρτες αφαίρεσαν τν ζωή από τις γυναίκες και τα παιδιά με τα μαχαίρια τους.
Πολλές από αυτές ήταν αδελφές τους, άλλες μάνες τους, όσο για τα παιδιά… Σαν να επρόκειτο για αρχαία ελληνική τραγωδία! Αφού έσπασαν τα άχρηστα πια όπλα τους στα βράχια για να μην μείνουν λάφυρο στον εχθρό, πήδηξαν στο γκρεμό ακολουθώντας και αυτοί τα γυναικόπαιδα στο δρόμο για την αθανασία.
Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης δεν ήταν το μοναδικό τραγικό συμβάν. Τον Απρίλη του 1917 έλαβε χώρα η μάχη της «Ματωμένης Σπηλιάς» στο Οτ Καγιά του Νεπιέν πλησίον της μονής Παναγίας της Μάαρας. Τον Μάρτιο του 1921 ακολούθησαν τα τραγικά γεγονότα στο κάστρο Κιζ Καλεσί και ένα χρόνο αργότερα έγινε η μεγαλύτερη φονική μάχη πλησίον του χωριού Μαησλού της Πάφρας.
Οι αντάρτες του Δυτικού Πόντου που αντιστάθηκαν με γενναιότητα απέναντι στην τουρκική θηριωδία είχαν απέναντί τους 10.000 άντρες του τακτικού τουρκικού στρατού υπό τη διοίκηση του Νουρεντίν Ιμπραήμ και άλλους τόσους υπό την διοίκηση του Λιβά Τζεμίλ Τσαβίτ. Σαν να μην έφταναν αυτοί, τα παλικάρια του Δυτικού Πόντου είχαν να αντιμετωπίσουν και τους παρακρατικούς, τους τσέτες του στυγνού εγκληματία Τοπάλ Οσμάν, του Ταλίπ Τσαούς, του Μολλά Αχμέτ, του Τσακίρογλου, του Μεμέτ Αλί, του Σουπχή, του Κάλφα και άλλων πολλών περιθωριακών εγκληματιών ων ουκ έστιν αριθμός.
Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν βοήθεια από την ελληνική κυβέρνηση η οποία όμως έδειξε προκλητική αδιαφορία. Ο Βλάσης Αγτζίδης γράφει πως σε επιστολή των ανταρτών προς την ελληνική κυβέρνηση τον Αύγουστο του 1919 αναφέρεται: «Ενεργώντας κατόπιν εντολής των αρχηγών των αντάρτικων ομάδων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας που αγωνίζεται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Πόντου σε ανεξάρτητη Ελληνική Δημοκρατία σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα: Ως γνωστόν από πενταετίας ήδη επαναστάτησαν τα τέκνα του Πόντου και αγωνίζονται κατά του τουρκισμού με δικούς τους αρχηγούς. Επιβάλλεται η ανάγκη προμήθειας σ’ αυτούς ενδυμάτων και σκεπασμάτων. Εκτός αυτού υπάρχει ανάγκη αποστολής φαρμάκων, επιδέσμων και λοιπών χρειωδών για τους τραυματίες. Έχουμε επίσης μεγάλη ανάγκη όπλων, πολυβόλων και μυδραλιοβόλων με όλα τα εξαρτήματα […].
Την χρονική περίοδο που ο Μουσταφά Κεμάλ έστειλε εναντίων των Ποντίων ανταρτών την 3η στρατιά του τουρκικού στρατού, ένα πλοίο με όπλα και πυρομαχικά φορτώθηκε στον Πειραιά με προορισμό την Αμισό, όμως… δεν ξεκίνησε ποτέ. Δεν δόθηκε ποτέ απάντηση για τη ματαίωση της αποστολής.
Το Ποντιακό αντάρτικο και κάθε ελπίδα αντίστασης απέναντι στις τουρκικές γενοκτονικές πολιτικές, καταδικάστηκε από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση.
Ολόκληρος ο ελληνισμός της Μικρασίας είχε αφεθεί στην «τύχη του». Ο Πόντος «έκειτο μακράν»!
Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, ο Νουρεντίν εμφανώς «αναβαθμισμένος» μετρούσε στο στράτευμά του 25.000 στρατιώτες. Έως τις 6 Φεβρουαρίου του 1923 ο ποντιακός ελληνισμός δέχεται τα τελευταία χτυπήματα για το ξεκλήρισμά του. Οι τρεις με τέσσερεις χιλιάδες άντρες του ποντιακού αντάρτικου παρά την ηρωική τους δράση, χωρίς βοήθεια από πουθενά δεν μπόρεσαν να αντέξουν περισσότερο. Ο Πόντος εάλω…
Αλεξία Ιωαννίδου
Πηγές