Όλοι κοιμούνται κ’ εγνεφούν κι όλοι αποκοιμούνται
κ’ εσύ κοιμάσαι μέρμερα κ’ εγνέφισμα δεν έχεις.
Αυτό το ποντιακό μοιρολόι παραθέτει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο λήμμα «μέρμερα», στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, και εξηγεί:
Το επίρρημα μέρμερα προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό «μέρμηρα (η)», που είναι ο πρωινός ύπνος, κοντά στην αυγή.1 Στο μοιρολόι φυσικά έχει την έννοια του θανάτου, αλλά χρησιμοποιείται και με την έννοια της ληθαργικής κατάστασης.