Καρναβάλια στον Πόντο; Μα φυσικά, στα Κοτύωρα. Για την πατρίδα της μητέρας του, στην οποία και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχει γράψει ο Ξενοφών Άκογλου, ο λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός που είναι γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας.
Το έργο του Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων κυκλοφόρησε το 1939 στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα θεωρείται πολύτιμο λαογραφικό ντοκουμέντο, διότι αποτυπώνει την καθημερινότητα των Ελλήνων.
≈ ≈
Με την αρχή του Τριωδίου (Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου) άρχιζαν τα καρναβάλια και συνεχίζονταν την Κυριακή του Ασώτου, των Απόκρεω –της Κρεατινής–, της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα. Αραιά στην αρχή και ομαδικότερα τις τελευταίες δύο Κυριακές.
Κυρίως ντύνονταν οι νέοι και οι νέες με τις εγχώριες ενδυμασίες (ζούπκας και ζουπούνας). Αυτοί δεν βάζαν μουτσούνες (προσωπίδας). Τα κορίτσια ντύνονταν και χανούμισσες με τσαρτσάφια και φερετζέδες.
Άλλοι έβαζαν διαφορετικές ενδυμασίες, γίνονταν γέροι και γριές, διάβολοι με ουρά και κέρατα με μονοκόμματες ενδυμασίες από την κορυφή ως τα νύχια, χωριάτες, ατσίγγανοι και τα λοιπά.
Κλασικοί τύποι ήταν ο γιατρός και η γιάτρισσα που θα ήταν πάντα αλαμπρατσέτα. Ο γιατρός φορούσε ρετιγκότα παλιά, είχε άσπρο γιλέκο και ένα πελώριο κρεμμύδι σε τσεπίτσα, με σπάγκο δεμένο. Κρατούσε μπαστούνι – συνήθως σκελετό παλιάς ομπρέλας. Φορούσε μόνο σκελετό από γυαλιά καμωμένο κάποτε από χόρτα της σκούπας, και καπέλο πομπέ. Όταν δεν είχε τέτοιο, έβαζε το καλάθι που χρησιμοποιούσαν για να γεννούν μέσα οι κότες. Η γιάτρισσα βαστούσε βεντάγια, συνήθως από παλιό λείψανο σκούπας, και κάθε τόσο αεριζόταν. Είχε στήθη φουσκωτά, τεχνητά.
Επίσης ντύνονταν και με ευρωπαϊκά αντρίκια και γυναικεία, για να σατιρίσουν εκείνους που παρακολουθούσαν τη μόδα. Όλοι αυτοί, εκτός από τον διάβολο και τους ατσίγγανους που ήταν μαυρισμένοι με φούμο (μανέαν), χρησιμοποιούσαν μουτσούνες, κυρίως χάρτινες και λίγοι από σύρμα (τελένα).
Επίσης, λίγοι ντύνονταν και με φουστανέλες –την ενδυμασία αυτή την λέγαν αλβανίτικα ή ευζωνικά–, και μερικές σαν βλάχες χωρίς προσωπίδα, ή με προσωπίδα από σύρμα. Ντύνονταν επίσης άντρες με τα γυναικεία και οι γυναίκες με τα αντρικά ρούχα.
Συνήθως γίνονταν παρέες-παρέες και γύριζαν έχοντας μαζί τους και μουσική στα συγγενικά και τα φιλικά τους σπίτια. Τραγουδούσαν, χόρευαν και έκαναν διάφορα αστεία.
Ο γιατρός εξέταζε δήθεν το σφυγμό των σπιτικών κρατώντας το χέρι ή και το πόδι τους, και έχοντας βγαλμένο το κρεμμυδοκέφαλο όπου παρακολουθούσε τα λεπτά. Το έβγαζε επίσης κάθε τόσο που τον ρωτούσαν την ώρα. Η γιάτρισσα έκανε τα σκερτσάκια της και έπαιρνε τον αέρα της με τη βεντάγια. Ο πιερότος –ο ιπίης– με το σκουπόξυλο στο χέρι όλο και καθάριζε τάχα τις αράχνες από τις γωνίες των τοίχων.
Ο γέρος με τη γριά του όλο και πειράζονταν μεταξύ τους. Οι ντυμένοι ευρωπαϊκά κρατούσαν ατσαλάκωτη τη σοβαροφάνειά τους, έχοντας ανοιγμένες τις ομπρέλες τους και έξω στο ύπαιθρο και μέσα στα σπίτια, και δεν χόρευαν παρά μόνο ευρωπαϊκά.
Όλοι οι άλλοι χόρευαν και ντόπιους χορούς, και κάποτε όλοι μαζί για αστεία και ευθυμία χόρευαν έναν ιδιόρρυθμο… αρκουδιάρικο χορό που χαρακτηρίζεται και συνοδεύεται απαραίτητα με το παρακάτω δίστιχο σε τουρκική γλώσσα:
Ταταρούσκα εβλεντί, εβλεντί τα ποκ γετί
(Η Ταταροπούλα παντρεύτηκε, παντρεύτηκε κ’ έφαγε σκ…).
Την Καθαρή Δευτέρα έκαναν κυρίως αστεία των πρωί μόνο, συμβολικά για τη νηστεία. Πουλούσαν δήθεν χορταρικά τσουκνίδες, σαλιγκάρια και τα λοιπά φορτωμένα σε γάιδαρο που καβαλούσαν ανάποδα, είχαν τη σκούπα και το σκουπόξυλο ή τη βούρτσα του σουβατζή για καθάρισμα και για άσπρισμα, κ.ά. Πάντως η Καθαρή Δευτέρα δεν γιορταζόταν όπως εδώ τα Κούλουμα. Κανένας δεν γινόταν για δεκαρολογία, ούτε και δεχόταν χρήματα, εκτός από κεράσματα σε μεζέδες και πιοτά.
Για συνθήματα οι ντυμένοι χρησιμοποιούσαν τις εκφράσεις «Πέντε πας» και «Φως ποίσον», τις οποίες τους ανταπέδιδαν οι μη ντυμένοι, και μάλιστα την πρώτη και μετά τη σχετική χειρονομία.
Στα παλιότερα χρόνια οργάνωνε και η Κοινότητα ομάδα καρναβαλιών με ανάλογες ενδυμασίες, που είχε δικές της, για τις παραπάνω εκπροσωπήσεις: Για έναν γιατρό και μια γιάτρισσα, για έναν Αλβανίτη, έναν διάβολο, έναν πιερότο, έναν γέρο και μια γριά. Οι χοροί, τα αστεία και τα παιχνίδια ήταν περίπου ίδια, που αναφέρουμε παραπάνω. Είχαν μαζί τους τη μουσική που τους συνόδευε άντυτος και ο εφοροταμίας της Κοινότητας με το δίσκο. Γύριζαν σε όλα τα σπίτια των οπωσδήποτε εύπορων που έδιναν τον οβολό τους για την ενίσχυση του ταμείου των σχολείων.