Η παραλία του Θερμαϊκού στο ύψος του Ποσειδώνιου εκείνο το βράδυ γέμισε με κάθε είδους πλεούμενα. Αγκυροβολημένα μπροστά από το παραλιακό κέντρο «Λουξεμβούργον», πολλές δεκάδες μεγάλα αλιευτικά, βαρκούλες, λάντζες, πλοιάρια και βαρκάκια ναυτοπροσκόπων. Πάνω τους άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, οικογένειες ολόκληρες, με ούζα, λακέρδες και μεζεδάκια απλωμένα πρόχειρα.
Όταν όμως ακούστηκε η βαθιά, στεντόρεια φωνή από τη στεριά, όλοι σώπασαν. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο δικός τους Στέλιος τραγουδούσε.
Αυτή η ιδιότυπη θαλάσσια συναυλία με χιλιάδες θεατές, απέκτησε θρυλικές διαστάσεις στην πάροδο των σχεδόν επτά δεκαετιών που μεσολάβησαν. Αποτελεί τον τεράστιο δείκτη της αγάπης των Θεσσαλονικέων προς τον εμβληματικό τραγουδιστή.
Μπορεί να μην τραγούδησε πολλές φορές στα κέντρα της, ωστόσο η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε έναν από τις πιο αγαπημένους τόπους του Στέλιου Καζαντζίδη. Την θεωρούσε πατρίδα του, γιατί εκεί ερωτεύτηκε, περπάτησε στα στενά της, γέλασε, δάκρυσε μαζί με τους κατοίκους της, εκεί γαλήνευε σε κάθε γωνιά της.
Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα
Ο Μανώλης Χιώτης, γεννημένος στην Θεσσαλονίκη, ηχογραφεί στις 16 Ιουνίου 1956 μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη ένα τραγούδι-ύμνο για τη Νύμφη του Θερμαϊκού, που εκφράζει όσο κανένα τη σχέση του λαϊκού βάρδου με την πόλη. Βαθιά επηρεασμένος από την επαφή του με τον Χιώτη, αρχίζει να ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και να τραγουδά περιστασιακά στα κέντρα της πόλης: «Χορτατζήδες», «Λουξεμβούργον» και αλλού.
Ένα ιδιωτικό Μουσείο για τον Στέλιο Καζαντζίδη σε ένα μεγάλο ημιυπόγειο στου Χαριλάου δημιούργησε ο Νικόλας Κιορσάββας.
Μέσα σε 250 τετραγωνικά μέτρα, ο Στελάρας βρίσκεται παντού, όπου κι αν κοιτάξεις. Δεκάδες προσωπικά αντικείμενά του, από την τηλεόραση που έβλεπε ειδήσεις έως το πανωφόρι και τα πολλά γούνινα καπέλα του, σήμα κατατεθέν του τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Γύρω στις 300.000 φωτογραφίες, από την παιδική ηλικία του έως λίγο πριν το τέλος, αποτυπώνουν ουσιαστικά την απλότητα ενός ινδάλματος που δεν δίστασε να φωτογραφηθεί με όποιον το ζητούσε.
«Το τραγούδι αυτό το εννοούσε», μας λέει, «γιατί αισθανόταν σπίτι του τη Θεσσαλονίκη, ήξερε ότι τον αγαπάνε και ανταπέδιδε. Πήγαινε σε φτωχόσπιτα, χτυπούσε την πόρτα χωρίς να ειδοποιήσει και κοιμόταν το βράδυ. Γαλήνευε εδώ…».
…όπου κι αν πάω σ’ έχω πάντα στην καρδιά
Η επαφή με τον απλό κόσμο ήταν αυτό που απολάμβανε ο Καζαντζίδης, επιδιώκοντας να έχει φιλικά πρόσωπα κοντά του.
Χαρακτηριστική η πρώτη του επαφή του με Νικόλα Κιορσάββα το 1966: «Παίζαμε μπάλα στην αλάνα όταν μας είπαν ότι ο Στέλιος βρισκόταν στο καφενείο του Καμπάκη στην παραγκούπολη της Κάτω Τούμπας. Έφτασα τρέχοντας, κι όταν κατόρθωσα να χωθώ μπροστά από τους μεγάλους και με είδε μπροστά του, 13 χρονών πιτσιρίκο, με πήρε αγκαλιά και με ρώτησε τι ομάδα είμαι».
Από τότε συναντήθηκε πάρα πολλές φορές μαζί του σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και άρχισε να δημιουργεί με κόπο αυτόν το «ναό» στον Καζαντζίδη, τρία χρόνια μετά το θάνατό του το 2004.
…ποτέ δε σ’ απαρνιέμαι είσ’ η πατρίδα μου, το λέω και καυχιέμαι
«Τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ όσο τη θάλασσα», είχε δηλώσει ο Καζαντζίδης, λέγοντας ότι «εδώ βρίσκεται η ράτσα μου, ο Εύξεινος Πόντος».
Ο Γιώργος Λιάνης, ο δημοσιογράφος που του πήρε τις περισσότερες συνεντεύξεις, έγραψε ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης ήθελε να ζήσει στη Θεσσαλονίκη, επειδή είχε κοσμοφοβία στην Αθήνα.
Όπως αποκάλυψε ο κουμπάρος του Βασίλης Βασιλικός στο βιβλίο του Στέλιος Καζαντζίδης 1931-2001, λίγο έλειψε να γίνει βουλευτής Θεσσαλονίκης, όταν του πρότειναν να κατέβει υποψήφιος στην Α’ Θεσσαλονίκης με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981, αλλά δεν δέχθηκε επειδή δεν έβαλαν έναν φίλο του υποψήφιο στο ψηφοδέλτιο της Πέλλας.
…με τα τόσα σου μεράκια βγάζεις τα πιο όμορφα κορίτσια στον ντουνιά
Συνυφασμένη με τον έρωτα ήταν η πόλη για τον Στέλιο Καζαντζίδη και με τους δύο γάμους του στην Ελλάδα.
Κάτω από τη Νέα Ελβετία, στο κέντρο «Πανόραμα» στου Κούμπου, πρωτοείδε τον έρωτα της ζωής του, την Κίτσα, Κυριακή Παπαδοπούλου τότε, την Μαρινέλλα όπως την ξέρουμε σήμερα. «Με τη Μαρινέλλα γνωριστήκαμε όταν πρωτοδούλεψα στη Θεσσαλονίκη το ’56, δεθήκαμε», είχε εξομολογηθεί, καθώς είχε ανέβει στην πόλη για να ξεσκάσει αφού χώρισε την Καίτη Γκρέυ.
Κι όταν λίγο αργότερα είπαν στην Γκρέυ ότι είναι με μια πιτσιρίκα στη Θεσσαλονίκη, ο θρύλος λέει ότι πήγε στο «Λουξεμβούργον» όπου εμφανίζονταν και τα έκανε γυαλιά καρφιά.
Μαζί με τη Μαρινέλλα θα είχαν σίγουρο το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1965, με το τραγούδι «Μες στη μπόρα μες στον ήλιο» (ή «Τα χέρια του εργάτη») όπως είχε αποκαλύψει ο συνθέτης του Γιώργος Κατσαρός (στιχουργός ο Πυθαγόρας). Ωστόσο, μια αθετημένη συμφωνία προς τον ερμηνευτή (ένα φορτηγό τυρί φέτα για μια εμφάνισή του) είχε σαν αποτέλεσμα να το ηχογραφήσουν μεν στις 5 Οκτωβρίου 1965, αλλά να μην ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να το τραγουδήσουν στο Φεστιβάλ.
Παντρεύτηκαν τον Μάιο του 1964 και μετά από 8 χρόνια δεσμού χώρισαν το 1966.
Στη Θεσσαλονίκη πρωτοείδε και την τελευταία σύντροφο και γυναίκα του, τη Βάσω Κατσαβού, το 1978. Δέθηκαν περισσότερο και η αγάπη τους μετουσιώθηκε σε μια σχέση που κατέληξε τέσσερα χρόνια μετά στο γάμο το 1982.
Την αποκαλούσε «θησαυρό» του και αυτή στάθηκε πιστά στο πλάι του έως το θάνατο του σε ηλικία 70 ετών, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001.
…βράδια μποέμικα τραγούδια στα σοκάκια γλέντια ξενύχτια μες στην κάθε γειτονιά
Μέσα στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, στα σοκάκια της, κατέληγε για να πνίξει τον πόνο του από τους χωρισμούς με την Γκρέυ και τη Μαρινέλλα, από το κυνηγητό των δισκογραφικών, τις διαμάχες με τον Νικολόπουλο.
Ταβερνούλες, μικρά εστιατόρια και σπίτια φίλων, μετατρέπονταν σε νυχτερινά κέντρα, στα οποία είχε σταματήσει να εμφανίζεται από το 1966. Απλοί Θεσσαλονικείς είχαν την τύχη να ακούσουν τα μποέμικα τραγούδια του σε διάφορες γειτονιές της πόλης, διαμορφώνοντας το μύθο του Στελάρα.
Άγαλμα και οδός Στέλιου Καζαντζίδη στην Πυλαία
Στη νοτιοδυτική άκρη των Κοιμητηρίων της Θέρμης βρίσκεται ένα εντυπωσιακό άγαλμα του Στέλιου Καζαντζίδη, που εμπνεύστηκε ο ιδιοκτήτης του απέναντι ανθοπωλείου. Πίσω του ένας μικρός κήπος («της Γεσθημανής» προς τιμήν της μητέρας του και μια μικρή βρύση με ονόματα των Κούδα, Χατζηπαναγή κ.ά.)
Ο Νικόλας Κιορσάββας συμμετείχε ενεργά στην κατασκευή του μέσα σε 4 μήνες, ενώ εγκαινιάζεται 30 Σεπτεμβρίου 2006: «Πολύς κόσμος βοήθησε, με προσωπική εργασία, στα μάρμαρα, για να τοποθετήσομε δίπλα τη βάρκα. Ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, μας έδωσε την άδεια να το βάλουμε εκεί. Η βάρκα δεν είναι η δική του, αλλά θυμίζει τη μεγάλη του αγάπη για το ψάρεμα».
Το τμήμα του δρόμου που περνά μπροστά από το άγαλμα έως τον οικισμό Λήδα Μαρία μετά από αγώνα που έδωσαν οι φίλοι του στη Βουλή ονομάστηκε τελικά οδός Στέλιου Καζαντζίδη (και όχι λεωφόρος όπως ήθελαν).
Ούζο «Υπάρχω» στην Κανάρη
Με τη συνταγή των «καζαντζιδικών» αδερφών Χριστοδούλου, ουζοπαραγωγών από την Πάτρα, οινόπνευμα α’ ύλη από Γερμανία και εμφιάλωση στον Βόλο, ο Καζαντζίδης το 1978 επιλέγει τη Θεσσαλονίκη ως έδρα στην επιχειρηματική προσπάθεια του με το Ούζο «Υπάρχω». Τα γραφεία της «Στέλιος Καζαντζίδης ΕΠΕ» βρίσκονταν στην οδό Κανάρη 69.
Ξεπουλά μαζικά καθώς το ομώνυμο τραγούδι σαρώνει εκείνη την εποχή, όμως στην πορεία «χωρίς να το ξέρει ο Στέλιος το νοθέψανε κι ο κόσμος άρχισε να σχολιάζει» αναφέρει ο Νικόλας Κιορσάββας, με αποτέλεσμα να το σταματήσει ο Καζαντζίδης μέσα σε 2,5 χρόνια, αφού όπως είπε ο ίδιος: «Πέσαν τα σκαθάρια και με φάγανε».
Σήμερα ένα άθικτο μπουκάλι κοστίζει εκατοντάδες ευρώ.
Κτήμα στο Καλοχώρι
Η μοναδική ιδιοκτησία του στη Θεσσαλονίκη ήταν ένα κτήμα που είχε αγοράσει στο Καλοχώρι την περίοδο που είχε παντρευτεί την Μαρινέλλα, που είχε μέσα ξηραντήρια για δαμάσκηνα, ένα κτήμα μεγάλο, με τον ιδιοκτήτη μάλιστα να του χαρίζει δυο ελεφαντόδοντα.
Όμως ο χωρισμός με τη Μαρινέλλα είχε σαν αποτέλεσμα να το πουλήσει αμέσως.
Καντάδα στα Βασιλικά
«Μετά τη Μαρινέλλα πολύ παλιά στα Βασιλικά ο Στέλιος είχε μια σχέση με μια δασκάλα», αφηγείται ο Νικόλας Κιορσάββας.
«Ένα βράδυ πάει και της κάνει καντάδα από ένα χωράφι και κάποιος φωνάζει το «100». Φτάνει ο αστυνομικός, βλέπει έκπληκτος τον Καζαντζίδη και τον ρωτά: «Είσαι αυτός που βλέπω;», «Βλέπεις κανέναν άλλον;», του απαντά. Και ο αστυνομικός φεύγει γελώντας.
Ο Στέλιος σε 5 σκηνές
Με τον Χρήστο τον βενζινά: Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οδηγοί που έκπληκτοι είδαν τον Στέλιο να τους βάζει βενζίνη σε ένα πρατήριο καυσίμων στην οδό Νικ. Πλαστήρα, απέναντι από τη Ρώσικη Εκκλησία. Ιδιοκτήτης ήταν ο πολύ φίλος του, ο Χρήστος ο βενζινάς, και συχνά έπιανε τη μάνικα και γέμιζε τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων.
Μαύρα σπόρια, άσπρα στραγάλια: Τον έβρισκες στα πιο απλά μέρη και ιδιαίτερα εκεί όπου τιμούσε τις νοστιμιές της Θεσσαλονίκης. Στο Πατσατζίδικο «Κωνσταντινούπολη» και στον «Ηλία» στην Εγνατία, ή στον Λέανδρο στου Χαριλάου να τρώει τα αγαπημένα του σιροπιαστά: ροξ και φοινίκια. Σε ξηροκαρπάδικα στα Δυτικά και σε πλανόδιους, να παίρνει μαύρα σπόρια και άσπρα στραγάλια, τα οποία λάτρευε.
Τα «βρόμικα» και ο «Μαύρος»: Μπορεί να τρελαινόταν για τα ψάρια, αλλά τιμούσε και τα ψητά. Η καντίνα του «Μαύρου» στη Σταυρούπολη ήταν διάσημη για τα «βρόμικα» της και όπως είχε πει ο ιδιοκτήτης της ο Στέλιος τον φώναζε Κυριακές εκεί που τραγουδούσε όταν έβγαλε το «Υπάρχω», για να τα ψήνει μπροστά του.
Σε μια προπόνηση του Άρη: Όσοι τον γνώριζαν από κοντά ήξεραν ότι ο Καζαντζίδης δεν υποστήριζε καμία ομάδα. Δημιούργησε τον ύμνο της ΑΕΚ και τραγούδησε μαζί με τον ηγέτη της Παπαϊωάννου, είπε ότι ήταν τα 3 Π: «Πόντιος, ΠΑΟΚ, ΠΑΣΟΚ» και ότι αγαπούσε τον Ολυμπιακό, με αδερφό Παναθηναϊκό. Ωστόσο, μια-δυο φορές παρακολούθησε… προπονήσεις του Άρη, πριν από το 1960, επειδή τότε έπαιζε στους κιτρινόμαυρους ο μπατζανάκης του (παντρεμένος με τη Λούλα, αδερφή της Μαρινέλλας), Βασίλης Γρηγοριάδης.
Ο κουρέας και το δίπλωμα: Συνήθιζε να κουρεύεται στον Βασίλη Καλαμπούκα στην Πυλαία. Αυτός λένε ότι μεσολάβησε με τις άκρες του για να του βγάλουν δίπλωμα σε χρόνο ρεκόρ, όταν έμαθε ότι ο Στέλιος στην αρχή οδηγούσε χωρίς άδεια οδήγησης την περίφημη Mercedes του.
Οι αφηγήσεις των Θεσσαλονικιών
Στο βιβλίο του για τον Στέλιο Καζαντζίδη ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης πριν από 20 χρόνια συγκέντρωσε 390 μαρτυρίες, και από απλούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, (περιπτερά, αχθοφόρο, ιερόδουλη, υπάλληλοι καθαριότητας).
«Οι μεγάλες προλεταριακές μάζες τον αγάπησαν», λέει ο συγγραφέας, «και ο Καζαντζίδης ήταν μουσκεμένος από το άρωμα της Θεσσαλονίκης. Της πρωτεύουσας των προσφύγων. Είχε πιστούς, “μουτζαχεντίν”, σε μια αγάπη βαμπιρικού τύπου και τον έβλεπες παντού. Στην Επανομή να ψαρεύει, στη Νέα Μηχανιώνα σε ένα καφενείο να παίζει χαρτί και να πίνει ούζο».