«Γκιουρούμτζε, χωρίον μικρόν χριστιανικόν. Εν πετρώδει τόπω». Αυτό σημείωνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος το 1815 για το χωριό που το 1924 αριθμούσε 128 τουρκόφωνες ελληνικές οικογένειες, με απώτερη καταγωγή από την περιοχή της Κιλικίας. Γεωγραφικά τοποθετείται 84 χλμ. νοτιοανατολικά της Καισάρειας και και περίπου 32 χλμ. βορειοανατολικά των Φαράσων, στην Καππαδοκία.
Μέχρι και σήμερα το χωριό διατηρεί το παλιό του όνομα, Gürümze – κατά μια εκδοχή είναι παραφθορά της λέξης Ουρούμκιοϊ, δηλαδή Ρωμιοχώρι, καθώς σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν Ρωμιοί σε μια περιοχή γεμάτη με τουρκικά χωριά¹.
Το Γκιουρούμτζε θα ήταν μια απλή υποσημείωση στην ιστορία των Ελλήνων της Καππαδοκίας, εάν στις 22 Φεβρουαρίου του 1923 δεν εκτυλισσόταν ένα απάνθρωπο και βάρβαρο σχέδιο, πλήρως οργανωμένο.
Εκτελεστές του σχεδίου των Νεότουρκων ορισμένοι ορεσίβιοι Κούρδοι, στους οποίους έταξαν τις ελληνικές περιουσίες, ενώ παράλληλα έδωσαν έωλες υποσχέσεις για την παραχώρηση εδαφών για τη δημιουργία αργότερα αυτόνομου κουρδικού κράτους.
Πράξη πρώτη: Τελάλης κάλεσε τους Ρωμιούς κατοίκους του χωριού, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να συγκεντρωθούν στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία, τονίζοντας ότι η άρνηση παρουσίασης ισοδυναμούσε με την ποινή του θανάτου.
Πράξη δεύτερη: Με τη βία και πυροβολώντας στον αέρα –αφήνοντας όμως πίσω και κάποιους νεκρούς– συγκέντρωσαν όσους χωρούσαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, εκεί όπου είχαν τοποθετήσει δεμάτια με άχυρα και τριφύλλι που είχαν αρπάξει από τους στάβλους του χωριού.
Πράξη τρίτη: Κούρδοι (ή κατ’ άλλες μαρτυρίες Τσέτες) έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς μέσα στον Άγιο Γεώργιο 125 κατοίκους του Γκιουρούμτζε. Αιτία; Ο παραδειγματισμός των υπολοίπων. Μεταξύ των νεκρών ο μουχτάρης της κοινότητας Χρυσόστομος Κιοσόγλου και οι τρεις ιερείς της ενορίας που βρέθηκαν με κομμένα τα χέρια από τους ώμους.
Ο απολογισμός των νεκρών θα ήταν μεγαλύτερος, αν κάποιοι δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν μια πόρτα και να βγουν από την καιόμενη εκκλησία. Η Φωτεινή Λαζαρίδου ήταν μία από τις γυναίκες που γλίτωσαν· ο δίχρονος γιος της Σωκράτης βρέθηκε ημιθανής κάτω από καμένα πτώματα. Η Αναστασία Κιοσόγλου βγήκε γεμάτη εγκαύματα· τη μικρότερη κόρη της την βρήκε η μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία τραβώντας την κάτω από τα πτώματα της προκάλεσε εξάρθρωση στα κάτω άκρα. Ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης έχασε τη μητέρα του και το ένα μάτι του από σφαίρα.
Σύμφωνα με διήγηση αυτόπτη μάρτυρα, σε διαφορετικό χρονικά περιστατικό, οι Τσέτες έσυραν δεμένο στο σπίτι του τον π. Ευστάθιο απαιτώντας να τους δώσει τις λίρες που υποτίθεται ότι είχε κρύψει. Καθώς ο ιερέας αδυνατούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή τους, του έκοψαν αρχικά τα χέρια με τσεκούρια και στη συνέχεια κομμάτιασαν το άψυχο σώμα. Τα πάντα τα είδε ο 5χρονος γιος του Χρυσόστομος, ο οποίος ήταν κρυμμένος σε ένα κοφίνι.
Όταν τον ανακάλυψαν οι Τσέτες τον ξυλοκόπησαν σε βαθμό που του έμειναν μόνιμα σημάδια. Κατά τραγική ειρωνεία οι δράστες ήταν γνώριμοι της οικογένειας, καθώς έμεναν σε γειτονικά χωριά και αρκετές φορές είχαν καθίσει στο τραπέζι του π. Ευστάθιου.
Με τη σφαγή στο Γκιουρούμτζε οι Νεότουρκοι πέτυχαν απόλυτα το στόχο τους. Όσοι απέμειναν ζωντανοί, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, αλαφιασμένοι και ρακένδυτοι εγκατέλειψαν το χωριό τους. Κατά μία εκδοχή οι τελευταίοι έφυγαν στις 15-20 Αυγούστου 1923, αφότου είχε εκπνεύσει η τριήμερη προθεσμία που είχε δώσει ο Νικόλαος Κωτσόγλου, μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, κατόπιν αυστηρής εντολής από τους Τούρκους.
Για τη διάσωση των ορφανών σημαντικό ρόλο έπαιξε η Μαρία Αλεξανδρίδου, καθηγήτρια ελληνικής και αγγλικής γλώσσας με σπουδές στο Κολέγιο Ανατόλια, στις εγκαταστάσεις της Μουταλάσκης (σημ. Ταλάς). Με πολλές δυσκολίες και με τη βοήθεια αμερικανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης έφτασαν στον Πειραιά και για λίγους μήνες φιλοξενήθηκαν σε αμερικανικό ορφανοτροφείο στην Αθήνα. Έγιναν κάποιες προσπάθειες για να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ, αλλά τελικά εγκαταστάθηκαν στον Νέο Μυλότοπο Πέλλας, το χωριό που είχαν δημιουργήσει οι συγχωριανοί τους.