Τις ρίζες της βαθιά στην αρχαία Ελλάδα έχει η δημοφιλής ποντιακή παροιμία λιχνέας ’κ’ είμαι, παραπονέας είμαι, που σε (πολύ) ελεύθερη απόδοση σημαίνει «δεν είμαι πλεονέκτης, αλλά νιώθω ριγμένος».
Αυτός ο λιχνέας (θηλ. η λιχνού), κατά το έγκριτο Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας των Liddell & Scott συναντά τη «λιχνεία» του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα, και ο …αρχαίος πρόγονός του ήταν ο «λίχνος».
Το ουσιαστικό «λιχνεία» σύμφωνα με το λεξικό σημαίνει «λιχουδιά, λαιμαργία» από αρχαιοτάτων χρόνων, το ρήμα «λιχνεύω» σημαίνει «γλείφω» και μεταφορικά «επιθυμώ σφόδρα, ποθώ» (στον Πλούταρχο), και ο «λίχνος», ο δικός μας λιχνέας (ειδικά στα ιδιώματα της Σάντας, όπως διευκρινίζει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος), είναι ο λιχούδης, ο λαίμαργος, ο αδηφάγος. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί τη λέξη μεταφορικά, με την έννοια του περίεργου.
Άλλο ένα ξαδερφάκι του λιχνέα, πάντα στο Liddell & Scott, είναι και ο «λιχνοβόρος», αυτός δηλαδή που καταβροχθίζει λιχουδιές.