… Εις τα χωρία Κοινώνησα και Μουλκάντων Σουρμένων προ 200 και πλέον ετών ηγγαρεύοντο οι Χριστιανοί υπό των αγάδων προς καλλιέργειαν των αγρών των.
Και εφ’ όσον παρήρχετο ο καιρός της καλλιεργείας των ιδικών των αγρών και δεν απέδιδον ούτω, όπως θα απέδιδον εάν εκαλλιεργούντο εν καιρώ, συνεννοήθησαν οι Χριστιανοί κάτοικοι των ως άνω χωρίων πώς ν’ απαλλαγούν της καταναγκαστικής ταύτης αγγαρείας. Και αφ’ ου επανειλημμένως αντήλλαξαν διαφόρους σκέψεις επί του προκειμένου κατέληξαν εις την απόφασιν να βράσουν τον σπόρο (αραβόσιτον) που τους εδίδετο, την παραμονήν της σποράς.
Αφ’ εσπέρας λοιπόν έβρασαν τον σπόρον και την επομένην έσπειραν αυτόν παρουσία του αγά υπό την κλαγκήν των δικελλών (μακέλλια) και ευθύς αμέσως εκάλυπτον με τους βώλους τους σπόρους. Εφ’ όσον δε ο αγάς παρηκολούθει το σκάψιμο ούτοι αναιβοκατέβαζαν τα μακέλλια των με ρυθμόν και ετραγοδούσαν τα εξής δίστιχα.
Να μη φυτρών
Να μην ανθίζ
Να μη καρπίζ
Και διά να μη καταλάβη τις περί τινός επρόκειτο, ταυτοχρόνως ως επωδόν ετραγουδούσαν το κάτωθι δίστιχον:
Τα μάρμαρα της πόλης εμάραινές
με κόρη
εμάραινες κ’ έναν παιδί κ’ η μάνα
θε άλλο ‘κ έχει.
Ο αγάς μετά εικοσαήμερον αντελήφθη ότι το χωράφι του δεν εφύτρωσε και δεν ήξευρε που ν’ αποδώση την θεομηνίαν αυτήν. Ενθυμηθείς δε το τραγούδι της ημέρας της σποράς κατήλθεν εις την αγοράν Χουμουρκιάντων όπου έμαθεν εμπιστευτικώς από ομογενή ότι το τραγούδι αυτό έλεγε να μη φυτρώση ο σπαρείς σπόρος.
Ο αγάς τότε υπέθεσαν ότι οι Χριστιανοί Έλληνες παρακαλέσαντες τον Θεόν εισηκούσθησαν από Αυτόν να μη φυτρώση το χωράφι του και θεωρήσας τούτο ως γενόμενον εκ Θεού προς τιμωρίαν του, παρητήθι, έκτοτε πάσης περαιτέρω αγγαρείας των χριστιανών.
• Πηγή: Συλλογή Λεωνίδα Καζαντζή, Ποντιακή Εστία, Μάιος 1960, σελ. 126.
• Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.