Βαθιά πιστοί χριστιανοί, αλλά και ταυτόχρονα με μεγάλη πίστη σε κάθε είδους δεισιδαιμονίες, ήταν οι Έλληνες του Πόντου. Ένα πλέγμα συνηθειών και εθίμων ρύθμιζε άπειρες λεπτομέρειες του καθημερινού τους βίου, υποδεικνύοντας στο άτομο τι θα έπρεπε να πράξει για να αποτραπεί κάποιο βέβαιο κακό.
Για καθετί νόμιζαν πως υπήρχε κάτι το οποίο θα τους βοηθούσε να… συνδιαλαγούν με τις σκοτεινές δυνάμεις.
Για παράδειγμα, οι εφιάλτες που έβλεπαν ήταν προσωποποιημένοι. Η Ταβάρα (ή Θαβάρα) ήταν ένα δαιμονικό ον με όψη δύσμορφης γριάς («γριντζωμέντζας γραίας»). Φορούσε παλιοπάπουτσα και έμπαινε στα σπίτια από τις καπνοδόχους, για να ενοχλήσει τους ανθρώπους στον ύπνο τους, και ιδιαιτέρως τις λεχώνες.
Πίστευαν δε πως βασάνιζε περισσότερο τους ασεβείς, τους κοιλιόδουλους, τους βλάσφημους, αλλά και τους κλέφτες και τους φονιάδες, τους οποίους κάτω από την αφόρητη πίεση που τους ασκούσε τους ανάγκαζε να ομολογήσουν. Επίσης, δεν ξέφευγαν όσοι είχαν ξεχάσει να προσευχηθούν προτού κοιμηθούν.
Καθισμένη στο στήθος των ανθρώπων πίεζε αφόρητα και τους υποχρέωνε να πουν τα αμαρτήματά τους. Αν το χέρι της δεν ήταν «τρύπιο» και το έβαζε πάνω στο στόμα τους, δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν και πνίγονταν.
Η Ταβάρα έμπαινε αδιάκριτα σε σπίτια και πλουσίων και φτωχών, και βασάνιζε γυναίκες ή άντρες, νέους ή γέρους.
Η προσευχή, ιδίως πριν από τον ύπνο, ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να μείνει μακριά. Ωστόσο, υπήρχαν και διαφόρων ειδών ξόρκια, όπως αυτό από το Καρς, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού:
Αναβάρα και ταβάρα,
και Ζωή κι Αναστασία,
καυκίν καυκίν τη θάλασσαν,
κοκκίν κοκκίν την άμμον
τ’ αστροκέφαλον,
και τη δεντρού τα φύλλα,
κι επεκεί έλα.
Ή ένα συντομότερο:
Αναβάρα και ταβάρα
τη ζωής η παραμάνα,
το δίφυλλον, το τρίφυλλον
ντο πάει σην Πόλην κι έρται.
Άλλος τρόπος να την αποφύγουν ήταν να κρεμάσουν ένα κόσκινο στο ανώφλι της εξώπορτας από την εσωτερική πλευρά. Μπαίνοντας η Ταβάρα άρχιζε να μετρά τις τρύπες του και χασομερούσε ωσότου ξημερώσει, οπότε εξαφανιζόταν. Όσοι μπορούσαν να ξυπνήσουν την ώρα της πίεσης («όντες ετσόκευεν απάν’ ατουν») και έλεγαν το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών» γλίτωναν.
Τέλος, για την προστασία της λεχώνας, κάτω από το μαξιλάρι της έβαζαν ένα ψαλίδι ή το Ψαλτήρι ή μια σκούπα.