Ο Πόντιος αντάρτης Ευάγγελος Ιωαννίδης είναι πολύ γνωστή φυσιογνωμία. Η πιο διαδεδομένη φωτογραφία του, αυτή που τον απεικονίζει να κάθεται σκεπτόμενος σε έναν βράχο με πλήρη εξάρτυση, στολίζει τα γραφεία σχεδόν κάθε πολιτιστικού μας συλλόγου, ενώ στις αίθουσες χοροδιδασκαλίας πολύ συχνά συναντάμε ολόκληρα γκράφιτι με τον αγαπημένο ήρωα. Ορισμένοι πάλι ποντιακοί σύλλογοι έχουν ως σήμα τη φιγούρα του.
Χαρακτηριστικό του οι κάμες που κρύβει και στις δύο μπότες του αλλά και το ακουμπισμένο στο πόδι του όπλο με τις σφαίρες έτοιμες για να γεμίσουν την θαλάμη, τύπου Mauser 7,65 χιλ. μοντέλο 1893 του τουρκικού στρατού[1].
Το περισπούδαστο ύφος του κάνει εντύπωση, και η φήμη του κάνει αυτήν την μεγάλη μορφή του ποντιακού αντάρτικου αξιοθαύμαστη και παράλληλα εμπνέει τις νέες γενιές που ταυτίζονται με την παλικαροσύνη του.
Και είναι τιμή στη νεολαία μας να υιοθετεί τέτοια πρότυπα, γιατί ο Ευάγγελος Ιωαννίδης δεν ήταν μόνο ένας Πόντιος αντάρτης, ήταν και μορφωμένος, ήταν και ιδεολόγος, ήταν και προστάτης των αδυνάτων.
Γεννήθηκε στο μεταλλείο Σιμ – Κιουμούς Ματέν του Δυτικού Πόντου το έτος 1891 σε πλούσια οικογένεια. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη και της Ανθούσας το γένος Μελικίδου. Ο πατέρας του ήταν αρχιμεταλλουργός γι’ αυτό τον συνόδευε και το επίθετο Ουσταμπασίδης (ουστάμπασης στην τουρκική σημαίνει αρχιμεταλουργός). Σπούδασε στο Κολλέγιο Ανατόλια στην Μερζιφούντα. Γνώριζε άριστα την αγγλική γλώσσα και διακρινόταν για την εξυπνάδα του και τις κοινωνικές του δεξιότητες, χαρακτηριστικά που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Ο δάσκαλός του γράφει για αυτόν: «Τον είχα μαθητήν μου εις το Σχολειαρχείον της πατρίδος μας το έτος 1906. Προικισμένος με έμφυτον νοημοσύνην, διεκρίνετο προσέτι και δια την δραστηριότητα και την πρωτοβουλίαν που ανέπτυσσε. Σοβαρός, φιλόπονος και φιλότιμος, είχεν ιδιαιτέραν επίδοσιν εις την ιστορίαν και εις τα μαθηματικά, καθώς επίσης και εις τα αθλητικά, προς τα οποία επιτυχώς προσηρμόζετο η αδρά και ρωμαλέα σωματική του διάπλασις από της εφηβικής του ήδη ηλικίας. Εντύπωσιν εξαιρετικήν με έκαμνε ο ασίγαστος πόθος και η δίψα του η ακόρεστος εις την μελέτην και την εντρύφησιν της ελληνικής ιστορίας της Επαναστάσεως του 1821, με την ιδιαιτέραν βιογραφίαν και την δράσιν ενός εκάστου ήρωος της Εθνικής μας Παλιγεννεσίας».
Είχε λοιπόν ο Ιωαννίδης πρότυπά του τους ήρωες του 1821 και ευσεβής του πόθος ήταν όπως άλλες περιοχές της Ελλάδας κατόρθωσαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, έτσι και αυτός να συμβάλει στην απελευθέρωση της δικιάς του ιδιαίτερης πατρίδας, του Πόντου.
Όταν ήταν τελειόφοιτος, και μάλιστα στην εξεταστική περίοδο, έλαβε ειδοποίηση από τον τουρκικό στρατό να παρουσιαστεί. Παρακάλεσε τότε τον διευθυντή του σχολείου του να μεριμνήσει ώστε να πάρει κάποιο διάστημα αναβολή προκειμένου να τελειώσει τις σπουδές του. Ο διευθυντής αντί να μεριμνήσει για τον μαθητή του, τον συμβούλεψε να «παρουσιασθεί αμέσως και να υπηρετήσει την πατρίδα και τον βασιλέα του»!
Ο Ευάγγελος Ιωαννίδης απάντησε με παρρησία πως πατρίδα του είναι η Ελλάδα και βασιλιά του θα αναγνώριζε μόνο κάποιον που ήταν Έλληνας!
Μην μπορώντας να κάνει και αλλιώς αφού το σχολείο του δεν τον κάλυπτε, παρουσιάστηκε στις τουρκικές Αρχές και στάλθηκε ως στρατιώτης στην Αμάσεια. Εξασφάλισε τρίμηνη αναρρωτική άδεια για να αποφύγει να συγκαταλεχθεί με τους διώκτες των συμπατριωτών του. Κατηγορήθηκε όμως πως δωροδόκησε τις Αρχές (σενάριο μάλλον αληθές) και ακυρώθηκε η άδειά του. Του επιβλήθηκε επιτίμιο μαζί με άλλους Έλληνες που προφασίστηκαν πως ήταν άρρωστοι για να αποφύγουν την στράτευση, μαστιγώθηκε δημοσίως και κλείστηκε στην φυλακή, ενώ βγήκε απόφαση να σταλεί στο μέτωπο. Ήταν γνωστή η τύχη των Ελλήνων στρατεύσιμων στον τουρκικό στρατό. Ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.
Ο οξύνους Ιωαννίδης κατόρθωσε να αποδράσει από το μπουντρούμι που ήταν φυλακισμένος, ανοίγοντας μια τρύπα στον τοίχο, διαφεύγοντας από την προσοχή των φρουρών. Από εκείνη την στιγμή ήταν επικηρυγμένος. Ανέπνεε όμως τον αέρα της ελευθερίας στα βουνά του Πόντου και αυτό ήταν ανεκτίμητο. Με τον καιρό βρήκε και άλλους συμπατριώτες του στα βουνά οι οποίοι διέκριναν σε αυτόν ηγετικά χαρακτηριστικά και τον έχρισαν αρχηγό τους. Αυτό ήταν! Η ομάδα του συγκροτήθηκε. Με τους άνδρες του πλέον θα πολεμούσαν τους αληθινούς εχθρούς τους.
Τα χτυπήματα του Ευάγγελου Ιωαννίδη, του Ελβάν μπέη (στα τουρκικά σημαίνει φωτεινός, λαμπρός –μάλλον λόγω της λεβεντιάς του αλλά και της γρηγοράδας του– σαν αστραπή) όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, ήταν καταδρομικά.
Οι Έλληνες τον αποκαλούσαν Αέρ δηλαδή Άη Γιώργη. Ταίριαζε ο χαρακτηρισμός γιατί και ο Ευάγγελος άσπρο άλογο καβαλούσε.
Τόση ήταν η αγάπη του κόσμου για αυτόν, ώστε τον ταύτιζαν με τον αγαπημένο άγιο που προστρέχει γρήγορα σε κάθε τους επίκληση για να τους σώσει. Ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε αδιέξοδο. Ο Ελβάν μπέης ήταν απρόβλεπτος και προκαλούσε τρόμο στο στράτευμα. Ήταν και καλά εξοπλισμένος, καθώς είχε διαθέσει όλη την μεγάλη πατρική του περιουσία για να αγοράσει όπλα και πυρομαχικά για τους άντρες του.
Για να εμψυχώσει τους Έλληνες της Μερζιφούντας και των εξόριστων της Αμισού που είχαν καταφύγει εκεί, δεν δίστασε να κατέβει με τους άντρες του μέρα-μεσημέρι στην πλατεία της, μπροστά στο Δημαρχείο για να χορέψουν με πλήρη εξάρτυση, με τις κάμες τους και τα όπλα τους τον Πυρρίχιο χορό.
«Απερίγραπτος ήτο ο ενθουσιασμός και η υπερηφάνεια των Ελλήνων της Μερζιφούντας και των εκεί τηρηθέντων εξορίστων Ελλήνων εξ Αμισού». Αυτό ας το λάβουν υπόψιν τους όσοι ανόητα και ατεκμηρίωτα ενώ κατέχουν αναξίως θέσεις «καθηγητών» ξεστομίζουν πως η Σέρρα δεν είναι Πυρρίχιος και προσπαθούν να μειώσουν την αξία της, υποβιβάζοντάς την, καθώς επίσης και ο ποντιακός οργανωμένος χώρος που έδειξε ολιγωρία και δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων για να απαντήσει και να προστατέψει τον χορό που είναι όσο τίποτα άλλο συνυφασμένος με την ποντιακή ιστορία και τον πολιτισμό.
Η φήμη του Ιωαννίδη γρήγορα ξέφυγε από τα στενά όρια του Πόντου και έφτασε στην πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους την Άγκυρα η οποία ζητούσε μετ’ επιτάσεως την εξόντωσή του. Ο «Αέρτς» είχε εξελιχθεί σε πονοκέφαλο για την τουρκική διοίκηση. Μην μπορώντας να τον αντιμετωπίσουν αναγκάστηκαν να έρθουν μαζί του σε συμφωνία αφήνοντας για λίγο ήσυχους τους Έλληνες της περιοχής της Μερζιφούντας. Όμως με τον Τούρκο οι συμφωνίες είναι κενό γράμμα. Αψηφώντας λοιπόν αυτά που συμφώνησαν, έπιασαν με δόλο τον καπετάν Ευάγγελο Ιωαννίδη και τον φυλάκισαν βγάζοντας γρήγορα διαταγή για τον απαγχονισμό του. Όμως και πάλι λογάριασαν λανθασμένα. Ο Ιωαννίδης δραπέτευσε για δεύτερη φορά μέσα από τα χέρια τους και ξαναβγήκε στο βουνό. Τέθηκε και πάλι επικεφαλής της ομάδας του και αυτή την φορά αφού βεβαιώθηκε για την ατιμία- το «πουστλούκ» των Τούρκων, ήταν αποφασισμένος να εκδικηθεί αποφασιστικά. Είχε μετατρέψει την ζωή των Τούρκων προκρίτων σε βίο αβίωτο. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος τους. Δεν υπήρχε τσαρνταμάς ή τσέτης που να μην έτρεμε στο άκουσμα του ονόματός του.
Στο μεταξύ ο Α’ Π.Π. είχε τελειώσει και τα ηττημένα κράτη (Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Τουρκία) αναγκάστηκαν σε συνθηκολόγηση. Αντιπρόσωποι της νικήτριας Αντάντ βρέθηκαν στην Αμισό και επισκέφτηκαν και την Αμάσεια. Οι Τούρκοι υπό τις καινούργιες συνθήκες φοβούμενοι έτι περισσότερο τον καπετάν Ιωαννίδη του πρότειναν να του προσφέρουν ένα μεγάλο ποσό για να φύγει από τον Πόντο και να σταματήσει να τους είναι πρόβλημα. Ο οπλαρχηγός όμως γελώντας κάτω από τα μουστάκια του ενθυμούμενος το αρχαίο ρητό «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» αλλά και μην έχοντας καμιά διάθεση να εγκαταλείψει την πατρίδα του –τουναντίον ήθελε να την εγκαταλείψουν αυτοί που σώνει και καλά ήθελαν να τον διώξουν– απάντησε πως όλα αυτά τα χρήματα που του προσφέρουν δεν είναι δικά τους αλλά των Ελλήνων που τους τα έκλεψαν και πως τα ήθελε πίσω χωρίς να κάνει καμιά άλλη συμφωνία με τον διάβολο.
Η στάση αυτή του Ποντίου οπλαρχηγού θορύβησε τους Τούρκους οι οποίοι ζήτησαν την βοήθεια των αντιπροσώπων της Αντάντ για να τον «συνετίσουν». Αυτοί έστειλαν τον κ. Getchil καθηγητή του Κολεγίου Ανατόλια και πρώην καθηγητή του ίδιου του Ιωαννίδη για να τον ενημερώσει σχετικά με τις νέες προοπτικές που ανοίγονται μετά την νίκη της Αντάντ, για την παγκόσμια κατάσταση και τη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτήν και για τις σκέψεις για τη δημιουργία Αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας. Ο Ιωαννίδης δεν έμεινε στα λόγια του καθηγητή του. Ζήτησε να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη για να ενημερωθεί από τις αρμόδιες Αρχές. Γι’ αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε, αν και δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη στους Τούρκους να κάνει άλλη μια συμφωνία μαζί τους, στην οποία θα μεσολαβούσαν οι αντιπρόσωποι της Αντάντ για την ασφάλεια της μετακίνησής του και των Ελλήνων της περιοχής της οποίας προστάτευε.
Επισκέφτηκε λοιπόν το Πατριαρχείο και την Ιερά Σύνοδο όπου συνάντησε τον μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό Καραβαγγέλη. Του δίνεται ο βαθμός του λοχαγού του Ελληνικού Στρατού και του προτείνεται να καταταγεί σε αυτόν. Ο Ιωαννίδης όμως δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον Πόντο και αρνήθηκε τις τιμητικές θέσεις. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν ο Πόντος, να πολεμήσει μέχρι τις τελευταίες του δυνάμεις για να τον απελευθερώσει και ας μην φορέσει ποτέ τα γαλόνια των στρατιωτικών. Έτσι κι αλλιώς το είχε αποδείξει πολλές φορές με τις πράξεις του πως ήταν ανώτερος και από Στρατηγός.
Η κατάληξη της «μεγάλης Ποντιακής ιδέας», της ένωσης με την Ελλάδα ή ως δεύτερη επιλογή της δημιουργίας αυτόνομου Ποντιακού Κράτους, δεν ήταν καλή. Οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία έπαιξαν ζάρια χωρίς δικό τους κόστος στο αιματοβαμμένο κορμί του ελληνισμού της Ανατολής.
Απογοητευμένος ο καπετάνιος Ευάγγελος Ιωαννίδης, ο πιο συγκλονιστικός αντάρτης του Πόντου που συνδέθηκε με τον Άη Γιώργη στη συνείδηση του χειμαζόμενου ποντιακού λαού, αφήνει πίσω του την αγαπημένη του πατρίδα, και έρχεται το 1922 ως ανταλλάξιμος στην Ελλάδα.
Ο άλλοτε φόβος και ο τρόμος των Τούρκων δυναστών, πιάνει δουλειά ως υπάλληλος σε επιχείρηση η οποία αξιοποιώντας την πολύ καλή γνώση αγγλικών που είχε τον στέλνει στο υποκατάστημα που διατηρούσε στην Αγγλία.
Ο πανέξυπνος Πόντιος αξιοποιεί τις γνωριμίες και τις γνώσεις που απόκτησε και μετά από ορισμένο διάστημα γυρνάει στην Αθήνα και ανοίγει τη δική του επιχείρηση μαζί με την εύπορη Σμυρνιά γυναίκα του, την Υφαντουργική Εταιρεία «Έσπερος»[2] στη Νέα Φιλαδέλφεια, της οποίας τα μάλλινα υφάσματα και τα κασμίρια ήταν εφάμιλλα των αρίστων Αγγλικών. Η πρώτη ύλη εισαγόταν από το Μάντσεστερ της Αγγλίας!
Ο Ευάγγελος Ιωαννίδης άφησε την τελευταία του πνοή, το 1978, στην Αθήνα, πλήρης ημερών. Ήταν 87 χρονών. Ο ποντιακός ελληνισμός κλίνει το γόνυ στον βίο αυτού του μεγάλου ήρωα. Αθάνατος!
Αλεξία Ιωαννίδου
[1] Πληροφορίες για τον τύπο του όπλου έδωσε ο στρατιωτικός και υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο ΑΠΘ Στυλιανός Ιωαννίδης.
[2] https://vidarchives.gr/reports/2018_03_793
⇒Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη.