Ελληνική τηλεόραση, δεκαετία ’70. Χούντα. Σε μια απλή καλλιτεχνική εκπομπή, ᾱυτή που σήμερα θα λέγαμε lifestyle έχουν προσκληθεί δύο σκηνοθέτες. Ο «εμπορικός» Κώστας Καραγιάννης και ο «αιρετικός» Δημήτρης Κολάτος. Σε χρόνο dt αρχίζει ένας καυγάς που δεν το περίμενε κανένας. Ο Κολλάτος κατηγορεἰ τον Καραγιάννη ότι οι ταινίες του αποχαυνώνουν το κοινό. Μετά η κουβέντα γυρἰζει στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και στο εάν έχει ή όχι ταλέντο. Και μετά απογειώνεται για να φτάσει σε σουρεάλ ατάκες τύπου:
– Εγώ δε ζητάω συγγνώμη από κανέναν.
– Είσαι ανάγωγος.
– Όχι, έχω πολύ καλή αγωγή.
– Δεν την έδειξες όμως.
– Δε μ’ έχει πει κανείς ανάγωγο, με προσβάλλεις. Από σεβασμό στην εκπομπή δε σε πλακώνω στο ξύλο, γιατί υπάρχουν και μερικοί άντρες που…
– Κι εσύ με είπες Δημήτρη, δεν είναι προσβολή αυτό;
Ο Κώστας Καραγιάννης αν και είχε αστικές καταβολές ήταν ένας άνθρωπος που δεν μάσαγε τα λόγια του. Από την άλλη ήταν γλεντζές, γυναικάς, bon viveur και όπως θα δείτε πιο κάτω, ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε να παλέψει για το όνειρό του. Και τα κατάφερε.
Από τη μόδα, στο Παρίσι και μετά στο σινεμά
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η μητέρα του είχε ένα από τα μεγαλύτερα ατελιέ μόδας και έτσι αποφασίζουν να στείλουν τον μικρό Κώστα στο Παρίσι για να σπουδάσει αρχικά σε σχολή ραπτικής, και υφαντουργίας όμως στη συνέχεια ο κόσμος του κινηματογράφου τον μαγεύει και ξεκινά να δουλεύει ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές.
Γυρνώντας στην Ελλάδα πήγε στρατό και στη συνέχεια εργάστηκε για ένα διάστημα στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή». Παράλληλα ασχολήθηκε και με την μετάφραση αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το 1957 επέστρεψε στη Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι, όπου σπούδασε σκηνοθεσία, ενώ παράλληλα διατηρούσε τη θέση του καλλιτεχνικού ανταποκριτή για την εφημερίδα Αθηναϊκή. Η αγάπη του για τον κινηματόγραφο τον οδήγησε να πιάσει δουλειά ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε τέσσερις ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ. Το 1959 επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Έχοντας πια εμπειρία στον κινηματογράφο αποφάσισε να ξεκινήσει την παραγωγή της πρώτης του ταινίας Το Νησί Της Αγάπης. Θα συνεργαστεί για μια ταινία που σκηνοθετεί για τη Φίνος Φιλμ, το 1961, σημειώνει εισπρακτική αποτυχία, με αποτέλεσμα ο Φιλοποίμην Φίνος να διακόψει τη συνεργασία. Ωστόσο, ο Καραγιάννης δεν αποκαρδιώνεται και συνεχίζει να εργάζεται ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός.
Η συνεργασία-φωτιά
Ο Κώστας Καραγιάννης είχε νοικιάσει ένα γραφείο στον τρίτο όροφο, είχε ιδρύσει τη δική του εταιρεία παραγωγής την «Κίκος film» και είχε ήδη προχωρήσει στην παραγωγή επτά ταινιών με πρώτη του εμπορική επιτυχία, το 1963, την ταινία Κόκκκινα φώτα. Στον ίδιο όροφο είχε τα γραφεία του και ο Αντώνης Καρατζόπουλος. Ο τελευταίος ερχόταν από τα σπλάχνα του κινηματογράφου, καθώς είχε με τον πατέρα και τον αδελφό του του την εταιρεία παραγωγής «Ιωάννης Καρατζόπουλος».
Καραγιάννης-Καρατζόπουλος μόλις συναντήθηκαν θυμήθηκαν ότι είχαν υπηρετήσει μαζί στο στρατό, στον ίδιο λόχο και στον ίδιο θάλαμο. Έχοντας και οι δυο τους σα μεμονωμένες εταιρείες παραγωγής κάποιες εμπορικές επιτυχίες αποφάσισαν να συνεργαστούν και να μπουν πιο επιθετικά στην αγορά του κινηματογράφου.
Τη δεκαετία του ’60 ο μόνος που έκανε εμπορικές ταινίες ήταν ο Φίνος. Πολλοί μεμονωμένοι παραγωγοί είχαν προσπαθήσει κατά καιρούς να μπουν στα χωράφια του αλλά μετά από 2-3 χρόνια έκλειναν τις εταιρείες τους γιατί δεν είχαν καλό οικονομοτεχνικό επιτελείο. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι και κυρίως αυτοί που δεν έπαιζαν τις ταινίες του Φίνου, που επιθυμούσαν να συνεργαστούν με μία εταιρεία παραγωγής που θα τους τροφοδοτούσε κάθε χρόνο με ένα σοβαρό αριθμό κινηματογραφικών ταινιών. Ο Κώστας Καραγιάννης μαζί με τον Αντώνη Καρατζόπουλου αποφάσισαν να ξεκινήσουν αυτήν την εταιρεία με στόχο να παράγουν 10 ταινίες το χρόνο.
Η πρώτη ταινία που παρουσίασαν σε συνεργασία με το γραφείο εκμετάλλευσης Κουρουνιώτης και το Δήμο Σακελλαρίου ήταν Ο Παράς και ο Φουκαράς, με τον Κώστα Χατζηχρήστο που εισπρακτικά σημείωσε σημαντική επιτυχία.
Αμέσως μετά αποφάσισαν να ιδρύσουν την Καραγιάννης Καρατζόπουλος και από το 1966 ξεκίνησαν τις παραγωγές. Την πρώτη χρονιά που ιδρύθηκε η εταιρεία γύρισαν εννέα ταινίες και αγοράσανε και ποσοστό από μία ταινία του Ασημακόπουλου Οι ένοχοι προκειμένου να παρουσιάσουν στους κινηματογράφους τις 10 ταινίες που είχαν υποσχεθεί. Στο ξεκίνημα τους, το ότι κατόρθωσαν να γυρίσουν δέκα ταινίες ακόμη το θεωρούν θαύμα. Το κεφάλαιο της εταιρείας ήταν μόλις 1.600.000 δραχμές, πήραν πολλές προκαταβολές από τους κινηματογράφους και υπέγραψαν εκατομμύρια γραμμάτια, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τους. Αυτό που κυριολεκτικά έσωσε την εταιρεία και τη βοήθησε να αντέξει στον ανταγωνισμό του Φίνου, ήταν ότι υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις. Ο Αντώνης Καρατζόπουλος που γνώριζε το τεχνικό μέρος, ο Κώστας Καραγιάννης που σκηνοθετούσε τις ταινίες και ο μικρότερος κατά δύο χρόνια αδερφός του Θόδωρος Καραγιάννης, που ανέλαβε το γραφείο εκμετάλλευσης της εταιρείας και το έκανε ίσως το καλύτερο σε εκείνα τα χρόνια. Όλες οι ταινίες που προβλήθηκαν τον πρώτο χρόνο ίδρυσης της εταιρείας έκαναν αρκετά εισιτήρια για να καλύψουν τον προϋπολογισμό τους.
Η Αλίκη, η Τζένη και τα άλλα τα παιδιά
Ο Κώστας Καραγιάννης εφαρμόζει επιθετική πολιτική και πλησιάζει ανθρώπους της Φίνος Φιλμ. Αρχικά κλείνουν στην εταιρεία Ρένα Βλαχοπούλου, ενώ αυτό που θα γίνει μετά ήταν βόμβα στα θεμέλια του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποχώρησε από τη Φίνος Φιλμ, το 1964, και «μεταγράφηκε» στην «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης». Εκεί πειραματίστηκε και σε ένα διαφορετικό στιλ, κυρίως τις ταινίες που σκηνοθέτησε ο ερχόμενος εκ Τσεχοσλοβακίας, σκηνοθέτης, Γιώργος Σκαλενάκης. Πλην ομως της «σακελλαρικής» Η κορή μου η σοσιαλίστρια, οι ταινίες που έκανε στην εταιρεία πήγαν μεν καλά εισπρακτικά, αλλά δεν σπάσανε τα ρεκόρ που είχε συνηθίσει να σπάει η Αλίκη.
Ο Κώστας Καραγιάννης προσφέρει «γη και ύδωρ» και τα Χριστούγεννα του 1967 η εθνική μας σταρ γίνεται «Το πιο λαμπρό αστέρι»
Η παραγωγή ήταν πανάκριβη, εννοείται ότι εκείνη είχε τον πρώτο λόγο σε όλα και το φιλμ γίνεται η πιο πετυχημένη εισπρακτικά ταινία της χρονιάς.
Ο Φίνος γίνεται έξαλλος. Ζητάει να του φέρουν πίσω την Αλίκη με οποιοδήποτε αντίτιμο. Η πολιορκία της κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Όταν η Αλίκη γυρίσει στον Φίνο, ο Καραγιάννης θα ζοχαδιαστεί αλλά περνάει στο β’ μέρος. Και υπογράφει στην εταιρεία τους η Τζένη Καρέζη.
Η τελευταία σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν τότε, δεν είδε με καλό μάτι την επιστροφή Βουγιουκλάκη στην εταιρεία. Και η κινηματογραφική της παρουσία θα τελειώσει με τη Λυσιστράτη, το 1972, σε παραγωγή Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, η 4η ταινία που γύρισε εκεί.
Τα δικά μας παιδιά
Κακά τα ψέματα, η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος μπορεί να έδινε καλά χρήματα, αλλά οι ταινίες γυριζόντουσαν σε χρόνο dt. Δεν είχε την λεπτοδουλειά της Φίνος Φιλμ. Τα δε σενάρια ήταν σχεδόν κοινότυπα και χωρίς το «ψάξιμο» του Φίνου. Εντούτοις ενίσχυσε τον ανταγωνισμό με τον Φίνο και τον υποχρέωσε να αυξήσει την παραγωγή του.
Όμως η εταιρεία δημιούργησε και επέβαλε τα δικά της ονόματα. Από τον Άλκη Γιαννακά και τον Γιάννη Βόγλη, μέχρι την Μέμα Σταθοπούλου και την Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Με την τελευταία έζησε έναν μεγάλο έρωτα που όμως δεν οδήγησε σε γάμο καθώς εκείνος ήταν παντρεμένος.
Ο μόνος που δεν είχε παράπονο από τις ταινίες που γύρισε στην εταιρεία του Καραγιάννη, ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Τα σενάρια και η παραγωγή ήταν οι πιο προσεγμένες, ενώ εκεί έγινε κινηματογραφικό ζευγάρι με την Μάρω Κοντού.
Με τον Κωνσταντάρα βίωσε και μια άκρως συγκινητική στιγμή. Το 1981, στη μίνι εμπορική επιστροφή του παλιού κινηματογράφου, που ο ηθοποιός ήταν καταβεβλημένος από τα προβλήματα υγείας του. Σε μια ανάκαμψη της υγείας αποφάσισε να κάνει την κινηματογραφική του επιστροφή. Μιλάμε για την ταινία Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ.
Το φιλμ στην ουσία είναι το δώρο φίλων και συνεργατών στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Από τον σκηνοθέτη και παραγωγό Κώστα Καραγιάννη, μέχρι φυσικά την ηθοποιό που συνέδεσε το όνομά του μαζί της, τη Μάρω Κοντού που γίνεται και η τελευταία του κινηματογραφική παρτενέρ.
Το εγκεφαλικό που είχε υποστεί του αφήνει προβλήματα στην ομιλία του και σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ηθοποιός κόλλαγε σε σύμφωνα όπως στο «κ».
Βέβαια, στα γυρίσματα της ταινίας είναι όπως πάντα άψογος και οι υπόλοιποι ηθοποιοί μένουν άφωνοι με τον επαγγελματισμό του και αρχίζει να παίρνει τα πάνω του. Ήταν άκρως συγκινητικό πως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ρουφούσε το κάθε λεπτό που βρισκόταν στο γύρισμα. Βλέποντας ξανά το φιλμ διαπιστώνει κανείς πως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας μεγαλουργεί. Πολύ πάνω από το φιλμ ή τον ρόλο του. Απλά για τη χαρά τού να δίνεις.
Τι έγινε μετά
Η εταιρεία είχε την προνοητικότητα εκτός από δικές της παραγωγές, έγινε και διανομέας. Έτσι επέζησε του τέλους του παλιού κινηματογράφου. Ο Καραγιάννης μπήκε και στον χώρο της τηλεόρασης, ενώ όταν ήρθαν τα ιδιωτικά έκανε μια κίνηση που αποδείχτηκε… λίρα 100. Εξαγόρασε ταινίες άλλων εταιρειών όπως του «Τζέιμς Πάρις» ή της «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης».
Όσον αφορά τον Κώστα Καραγιάννη, έζησε τη ζωή του μέχρι το μεδούλι. Γλεντζές, λάτρης του ωραίου φύλου, αλλά και άνθρωπος που δεν μάσαγε τα λόγια του. «Θα μπορούσε να ζήσει άλλα 20 χρόνια, εάν πρόσεχε» είχε πει η Μάρω Κοντού σε συνέντευξή της. Μπορεί. Αλλά αν μη τι άλλο ο Κώστας Καραγιάννης μόνο περαστικός δεν ήταν σε αυτήν την ζωή.
Σπύρος Δευτεραίος