Παγκόσμιο ρεκόρ Γκίνες για την ταχύτερη διέλευση της ηπειρωτικής Ελλάδας με τα πόδια κατάφερε να πετύχει ο Ελληνοαυστραλός επιχειρηματίας Γιώργος Μούλος, ολοκληρώνοντας με επιτυχία ένα ταξίδι 1.200 χιλιομέτρων μέσα σε 26 ημέρες, 4 ώρες και 15 λεπτά.
Φτάνοντας με τα πόδια από το Ορμένιο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ο Γ. Μούλος περπατούσε κατά μέσο όρο 44 χιλιόμετρα την ημέρα, και μάλιστα για φιλανθρωπικό σκοπό.
Συγκεκριμένα, η πρωτοβουλία του, η οποία διήρκεσε από τις 7 Νοεμβρίου έως τις 3 Δεκεμβρίου 2024, δεν ήταν μόνο ένα τολμηρό εγχείρημα για την κατάκτηση ενός παγκόσμιου ρεκόρ, αλλά και μια προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων για ελληνικά ιδρύματα, με επίκεντρο τα παιδιά και τη νεολαία.
Ο νεαρός επιχειρηματίας κατέγραψε το ταξίδι του μέσα από καθημερινές ιστορίες στο YouTube και στο Instagram, στις οποίες συνομιλεί με Έλληνες που συνάντησε στο δρόμο του, ρίχνοντας φως στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική επαρχία.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος στον Ελληνικό Κήρυκα, αν και ο πρωταρχικός στόχος του ήταν η κατάκτηση του ρεκόρ Γκίνες, η αληθινή ανταμοιβή προήλθε από τις σχέσεις που ανέπτυξε με τους ντόπιους στη διάρκεια της πορείας του.
«Από τη μία ήταν η κατάκτηση του στόχου, του ρεκόρ Γκίνες, και το ότι θα περνούσα έναν ολόκληρο μήνα στην πατρίδα των προγόνων μου, συγκεντρώνοντας χρήματα για Ελληνόπουλα που τα έχουν ανάγκη», σημείωσε.
«Αλλά για να είμαι ειλικρινής, το καλύτερο που μου συνέβη ήταν το γεγονός ότι συνάντησα όλους αυτούς τους αγρότες, τους ιδιοκτήτες καφέ και εστιατορίων και τους ντόπιους σε κάθε πόλη και χωριό. Άκουσα τις ιστορίες τους και είδα πώς είναι πραγματικά η Ελλάδα, όχι μόνο η φασαρία της Αθήνας» συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το ταξίδι του όμως δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Στη διάρκεια της πορείας του, ο Γ. Μούλος πέρασε οροσειρές, ποτάμια, δέχθηκε πάνω από 50 ελέγχους από την ελληνική αστυνομία, συνάντησε λαθρομετανάστες και αντιμετώπιζε καθημερινά τον κίνδυνο να είσαι πεζός στους ελληνικούς δρόμους. Μάλιστα, όπως εκτιμά ο ίδιος, «η Ελλάδα έχει μερικούς από τους πιο επικίνδυνους δρόμους στην Ευρώπη».
Ωστόσο, τίποτα δεν μπόρεσε να εμποδίσει την αγάπη του για την Ελλάδα να ανθίσει. «Μου άρεσε να εξερευνώ τη χώρα μου και να μιλάω πραγματικά με τους ανθρώπους της», είπε.
Μετά το εγχείρημά του, μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα και δηλώνει ότι «η Ελλάδα είναι πλέον το σπίτι μου».
Όλα τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν από το ταξίδι του, έχουν ήδη κατευθυνθεί σε ελληνικά ιδρύματα για παιδιά και οι προσπάθειές του έχουν εμπνεύσει ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη να αναλάβουν δράση για την αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων και τη δημιουργία θετικών αλλαγών.