Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, το 2011. Ο Γιάννης Καραμπεσίνης άφηνε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό θεραπευτήριο στην Κυψέλη. Έξω δεν υπήρχαν ούτε κάμερες ούτε τεθλιμμένοι συνεργάτες.
Ο ίδιος ο συνθέτης, και λόγω του χαρακτήρα του αλλά και επειδή ήταν πικραμένος από κάποιες συμπεριφορές, ζήτησε τα πάντα να γίνουν μυστικά.
Άλλωστε μέσα του ήξερε ότι έπαιζε την τελευταία πράξη της ζωής του, και απλώς σχεδόν την έσπρωξε προς το τέλος να γίνει νωρίτερα.
Επιλογή ζωής
Δεν αποδέχτηκε τη μοίρα του. Ήθελε να φύγει από τη ζωή, αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα περάσει το υπόλοιπο κατάκοιτος σε ένα κρεβάτι. Πέθανε από κακουχία και απογοήτευση, αρκέστηκε να πει τότε ο ανιψιός του.
Πριν από έναν και πλέον μήνα, ο Γιάννης Καραμπεσίνης είχε εισαχθεί στο «Λαϊκό» με σοβαρό καρδιακό πρόβλημα, συνοδευόμενος από έναν παλιό μπουζουξή, ο οποίος μάλιστα είχε ζητήσει και ένα βοήθημα από την ΑΕΠΙ για τα νοσήλια, επειδή ο δημιουργός αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα. Η σύνταξη που έπαιρνε –κάτω των 500 ευρώ– με το ζόρι τού επέτρεπε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του.
Όταν ξεπέρασε το πρόβλημά του, ο ανιψιός του, που του στάθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή, τον πήγε στην κλινική που ήταν συμβεβλημένη με το ΙΚΑ. «Ήταν ανήμπορος από την κακουχία. Αρνιόταν να σιτιστεί. Είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του. Είχε αποφασίσει να φύγει». Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια, όπως εκφράστηκε διά στόματος του ανεψιού του.
Με τη μουσική στο DNA
Ο λαϊκός τραγουδοποιός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1931. Είχε τη μουσική στο αίμα του. Ο παππούς του στην Κρήτη ήταν το πρώτο βιολί: ο Μαριανός με το όνομα. Στη γειτονιά του στου Ψυρρή, όπου ανδρώθηκε, είχε γείτονες τη σπουδαία τραγουδίστρια Γεωργία Μηττάκη και τον Μάθεση. Στα δώδεκά του συνεργάστηκε με το συγκρότημα Τρίο Σταρ που έπαιζε κιθάρα στις ταβέρνες για ένα πιάτο φαΐ κι ένα ποτηράκι κρασί.
Με την κιθάρα έκανε λοιπόν αρχή, αλλά μέχρι εκεί. Οι γονείς του δεν ήθελαν ο γιος τους να μπλέξει με μπουζούκια και τα σχετικά, που τότε δεν είχαν και την καλύτερη φήμη.
Ο Γιάννης λοιπόν το πρωί δούλευε και το βράδυ πήγαινε στο νυχτερινό γυμνάσιο που βρισκόταν στη Λιοσίων. Και ένα απόγευμα περνάει έξω από το μαγαζί όπου εμφανιζόταν ο Μανώλης Χιώτης. Ο νεαρός Καραμπεσίνης κολλάει. Όπως είχε εκμυστηρευτεί σε συνέντευξή του, «Μικρό παιδί έμπαινα κρυφά στο μαγαζί του. Τι ήχος το τρίχορδο του Μανώλη!». Μάλιστα, ως τις τελευταίες του συνεντεύξεις δεν σταμάτησε να λέει ότι ο Χιώτης είναι ο σπουδαιότερης Έλληνας συνθέτης.
Αρχίζει να συχνάζει σε καφενεία μουσικών –που τότε λειτουργούσαν όπως τα σημερινά…talent show–, και γρήγορα έρχονται οι πρώτες δουλειές.
Το πρώτο νυχτοκάματο το έβγαλε στον Κήπο του Αλλάχ, στο Αιγάλεω.
Με αυτά τα χρήματα αγόρασε ένα τρίχορδο μπουζούκι του Ζαμπέτα, το οποίο το έκρυβε γιατί όπως είπαμε η οικογένεια Καραμπεσίνη δεν τα πολυήθελε αυτά. Μετά από περιπλάνηση χρόνων γνώρισε τον Χρηστάκη, που του πρότεινε να πάει δεύτερο μπουζούκι στου Τζίμη του Χοντρού. Τη δεκαετία του ’60 δούλεψε με τον περίφημο μπουζουξή Σπόρο, και σιγά-σιγά άρχισε να μπαίνει στη δισκογραφία.
Το 1960 θριάμβευε στο νυχτερινό κέντρο Σπηλιά του Παρασκευά. Λίγο αργότερα, η μεγάλη επιτυχία του «Τάμπα-Τούμπα» έδωσε το όνομά της και στο κέντρο όπου τραγουδούσε.
Ο μεγάλος έρωτας
Ο Καραμπεσίνης συνεργάστηκε σχεδόν με όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, εκτός από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή, αλλά όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν συνεργάστηκαν, απλώς σφύριζε ανέμελα.
Γενικώς ο Καραμπεσίνης αν και υπήρξε ομιλητικότατος σχεδόν σε όλα, όσο αφορά τα θέματα που δεν ήθελε να μιλήσει, δεν μιλούσε.
Ανάμεσα στα ταλέντα που ανέδειξε ήταν και η Μαίρη Μαράντη. Η σπουδαία ερμηνεύτρια που έφυγε το 2023 από τη ζωή όχι μόνο υπήρξε η μούσα στα τραγούδια του Καραμπεσίνη, αλλά σύντροφός του στη ζωή. Μόνο που ο γάμος τους κράτησε λίγο. Κανείς δεν έμαθε γιατί χώρισαν. Μάλιστα η Μαράντη λίγο αργότερα έφυγε από την Αθήνα και πήγε στην Κρήτη, όπου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και απέκτησε οικογένεια.
Σε συνεντεύξεις της εξυμνούσε τον Καραμπεσίνη, εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη της για την εκτόξευση στην καριέρα της, αλλά τίποτα άλλο.
Αλλά και ο Καραμπεσίνης δεν έλεγε τίποτα για την προσωπική τους ζωή. Μόνο οι δικοί του άνθρωποι γνώριζαν ότι υπήρξε ο μεγάλος του έρωτας και δεν την ξεπέρασε ποτέ.
Και φινετσάτος και μαχητικός
Όταν οι εκπρόσωποι του λαϊκού τραγουδιού –είτε τραγουδιστές είτε μουσικοί– αποφάσισαν να γίνουν πιο κομψοί, από τη φουρνιά των προηγούμενων εισέπραξαν πολύ γιουχάισμα.
Ο Καραμπεσίνης υπερασπίστηκε το δικαίωμα ο λαϊκός τραγουδιστής να είναι καλοντυμένος.
Άλλωστε ακόμα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν –εκτός από κοινωνικός– ντυμένος συνήθως κάζουαλ, ενδυματολογική προτίμηση που εξέφραζε τον ψυχισμό του, ανοιχτός σε κάθε παρέα. Αγαπημένο του στέκι ήταν ένα κλασικό εστιατόριο-ξενυχτάδικο στην οδό Ευελπίδων, όπου περνούσε τα βράδια του μέχρι πολύ αργά. Στέκι πολλών καλλιτεχνών.
Παράλληλα υπήρξε υπέρμαχος των πνευματικών δικαιωμάτων στους δημιουργούς. Ο ίδιος ούτε που ήθελε να ακούσει για τιμητική σύνταξη, αλλά ήθελε να παίρνει αυτά που άξιζε. Ειδικά για τις περίπου 20 κινηματογραφικές εμφανίσεις του, δεν πήρε ποτέ ούτε μια δραχμή. Δραστήριος και δισκογραφικά και σε εμφανίσεις μέχρι τα τελευταία του χρόνια, δεν δίσταζε να κριτικάρει τα νέα ήθη που είχαν εισβάλει στην νύχτα και στο τραγούδι γενικότερα.
Ένα χρόνο πριν «φύγει», ο Μιχάλης Χατζηγιάννης φέρεται να πήρε τα δικαιώματα για το τραγούδι «Πήραν τα στήθη μου φωτιά», σε στίχους και μουσική Γιάννη Καραμπεσίνη. Το τραγούδι ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση ο Μιχάλης Μενιδιάτης (η διαχρονικότητα που λέγαμε).
Σπύρος Δευτεραίος