Αηγάπ’, εηγάπ’, εγάπ, αγάπη ή σεβτά. Όπως κι αν επέλεγαν ν΄ αποκαλούν τον έρωτα στην αλησμόνητη πατρίδα ήταν το ίδιο εντυπωσιακά δυνατός. Κι αυτό φαίνεται έντονα στα ποντιακά τραγούδια όπου ο έρωτας κυριαρχεί, σύμφωνα με τον Ευστάθιο Τσαντεκίδη-Αθανασιάδη (Γεροστάθης), τον παιδαγωγό, δάσκαλο και λαογράφο που άφησε έναν απίστευτο πλούτο πληροφοριών πριν φύγει για τα αιώνια παρχάρια του Πόντου.
Το 1957, ο Σανταίος Αθανασιάδης έγραψε στην «Ποντιακή Εστία» ένα άρθρο αφιερωμένο στον έρωτα που κοσμεί το ποντιακό τραγούδι.
≈
Ο έρωτας στο Ποντιακό τραγούδι
Το δυνατό συναίσθημα που συνοδεύει τον έρωτα δεν ήταν δυνατό να μην εκδηλωθή και στα πνευματικά δημιουργήματα και μάλιστα στη λαϊκή μας ποίηση, στην οποία και κυριαρχεί.
Στα παλιά τραγούδια (Διγενής, Μονόγιαννες κ.λ.π) ο έρωτας δίνει την ευκαιρία επίδειξης ηρωισμού για τα παληκάρια με την αρπαγή μιάς όμορφης: Τη μητέρα του Διγενή άρπαξε ο Εμίρης· ο Διγενής άρπαξε την Ευδοκία· άλλοι άρπαξαν την καλή του Κωνσταντή, του Γιαννάκου, του Αλέξη κ.λ.π. Οι λαϊκοί όμως ποιητές, οι στιχοπλόκοι, οι «τραβωδάν» έχουν διατυπώσει τα ερωτικά τους συναισθήματα με λιτότητα, χωρίς πολλά κοσμητικά επίθετα, χωρίς μεγαλοπρεπείς εικόνες και ζωγραφιές. Και όμως είνε τόση αυθόρμητη, πηγαία, απλή και ειλικρινής η ποντιακή στιχουργία, ώστε σε συνεπαίρνει, σε σκλαβώνει με τη διαλεχτή λέξι, τον ρυθμό και μουσική της.
Ο έρωτας στο ποντιακό τραγούδι λέγεται αηγάπ’, εηγάπ’, εγάπ, αγάπη ή και τούρκικα σεβτά.
Οι αρχαίοι μας ποιητές ονομάζουν τον έρωτα: χρυσοκόμην, παρθένιον. Με πτέρυγας χρυσοφαέννους, χρυσοφάη· τα βλέμματά του φλέγουν ώς πύριναι ακτίνες.
Ο πόντιος στιχουργός δίνει μορφή στον έρωτα του και η μορφή αυτή είναι εκείνη της αγαπημένης του. Έτσι προσωποποιώντας τον έρωτα τραγουδάει τις χάρες και τη δύναμη του στο πρόσωπο εκείνης που αγαπά, και που την ονομάζει: παντέμορφη, χιλέμορφη, ήλεν, πουλόπον, τρυγόναν, περιστέραν, αρνόπον κ.τ.λ.
Και ενώ ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού «μήλον αν στείλη σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει» ο Πόντιος στιχουργός που δεν είχε γνώση των παραπάνω στίχων «μήλον αν στείλη σέπεται, κυδών παραδαβαίνει». Τι όμορφη σύμπτωση!
Κάποιος αρχαίος καλλιτέχνης ζωγράφισε τον έρωτα με κεραυνό στο χέρι του· ο Πόντιος: Γιλτουρούμ θα κρεμίζω ‘γώ απάν’ ισ’ αν κι παιρτς με.
Η Σαπφώ τον παρομοιάζει με καταιγίδα. Ο Πόντιος: Φουρτούναν έχω ‘ς σο κιφάλ κι άψιμον ΄ς σην καρδιά μ’.
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει «έρως ανίκατε μάχαν» δηλ. ανίκητος στη μάχη. Ο Πόντιος: έσειξεν τ’ αβραχόνας ατ’ εκόπαν τ’ αλυσσίδα· χίλιους έμπρα τ’ εσκότωσεν και μύριους απ’ οπίσ’ ατ.
Ο Ευριπίδης: Τα βλέμματά του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες. Ο Πόντιος: τ’ ομμάτα τα βγάλνε άψιμον και η καρδία τς βρούλαν.
Όπως σε όλα σχεδόν τα δίστιχά μας έτσι και στα δίστιχα του έρωτα, ο πρώτος στίχος δεν έχει πάντοτε λογικόν ειρμό, δεν έχει λογική ενίοτε σχέση με το δεύτερο:
Η Παναγία πορπατεί κι ο γούμενον κοιμάται,
τερέστ’ ομμάτα έμορφα πάγω κι αρωθυμάτε.
Ποια σχέση έχει η Παναΐα κι ο ‘γούμενον με τα όμμορφα μάτια, εκτός από την ομοιοκαταληξία; Γιατί αυτή η λογική ασυνέπεια; Διότι τα δίστιχα τα έχει δημιουργήσει ο λαός, δηλ. άνθρωποι χωρίς μόρφωση, που δεν είχαν ιδέα απο ποίηση· και στιχουργία! Τους ήταν δύσκολο να κάμουν δίστιχα με λογική συνέπεια μεταξύ των δυο στίχων· πολλά άλλωστε δίστιχα ήσαν δημιουργήματα της στιγμής, χωρίς προπαρασκευή και πολλή σκέψη.
Στη Σαντά μάλιστα πολλά από τα δίστιχα τα έχουν κάμει την ώρα της δουλειάς οι γυναίκες.
Γιατί άραγε; Όλοι οι άντρες ήσαν στην ξενιτιά, οι γυναίκες ήσαν καταδικασμένες να υποφέρουν από κάθε άποψη. Να κάνουν όλες τις δουλιές του σπιτιού, ακόμα και εκείνες που αλλού τις έκαμναν οι άντρες. Νοικοκυριό, ξύλα, κήπος. Πόσες δεν επεσκεύαζαν το σταύλο των αγελάδων τους στο παρχάρι! Πόσες δεν έκαμναν πεζοπορία 12 ωρών για να ψωνίσουν και να μεταφέρουν τα ψώνια; Έτσι ξεσπούσαν στη δημιουργία διστίχων και γι’ αυτό είπα ότι όλα ήσαν δημιουργήματα της στιγμής, χωρίς πολλή σκέψη. Σ’ όλα τα χωριά της Σαντάς βρίσκονταν γυναίκες που τραγούδησαν τον πόνο τους· ( και στα άλλα χωριά του Πόντου θα υπήρχαν ασφαλώς γυναίκες «τραβωδάν»). Γι’ αυτό όλα τα τραγούδια τους ήσαν μελαγχολικά, αφιερωμένα στον έρωτα κατά πρώτο λόγο, και στην ξενιτιά κατά δεύτερο.
Ο έρως είνε συναίσθημα φυσικό, πανανθρώπινο· χωρίς αυτό η ζωή είνε ζωώδης και περιττή:
Χωρίς αέραν το πουλίν, χωρίς νερόν τ’ όψάρι,
χωρίς εγάπ’ ‘κί γίνεται κανέναν παληκάρι.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο δίστιχο από αυτό.
Αηγάπην που ‘κ εγάπεσεν φιλίαν που ‘κ εποίκεν,
χαϊβάν έρθεν κι επέρασεν, γαλαπαλούχ εποίκεν.
Ποιον ποτάμ’ κουρφεύκεται σην βρεχήν ‘κί θολούται;
Ποιον κορίτς ‘κί παίχκεται σην σεβτάν ‘κί κομπούται;
Ο έρωτας είνε το πιο ισχυρό απ’ όλα τα συναισθήματα· και είνε τόση η δύναμη του ώστε «Τούρκον εφταίει ρωμαίεν».
Και αυτά ακόμα τα άψυχα αισθάνονται στο πέρασμά του την παρουσία του:
Τ’ έμπρ’ τα στράτας ατς χαίρουνταν, τ΄οπίσ’ αναστενάζνε.
…Τεμόν τ’ αρνίν οντάν δαβαίν’ τα στράτας πα γελούνε.
Ο έρωτας έχει τη δύναμη και νεκρόν ακόμα ν’ αναστήση:
Το τρίτον ταφίν ένοιξα, χρυσή κόρη κοιμάται.
Λαλώ ατέν και ‘κί λαλεί, τσιμπίζ’ ατέν ‘κί σκούται·
κλίσκουμαι κα φιλώ άτεν, η κόρ’ λαγκεύ’ και σκούται.
Μπροστά στον έρωτα υποχωρούν και αυτά ακόμα τα εξωτικά:
Καθώς που λες νε κόρασον (λέγει ο δράκος στην κάλην του Γιάννε) άμε απόθεν έρθες·
ας εν’ ο Γιάννες αδελφό μ’ κι η κάλη ατ’ η νύφε μ’.
Πρέπει όμως ο έρωτας να είνε άδολος, ειλικρινής, αδιάπτωτος:
Θέλω ασήμιν άδολον, χρυσάφιν ακαμάτιν να χτίζω τα φτερούγια μου…
Έρωτας άδολος εξακολουθεί και πέρα από το θάνατο:
Στης Αρετής την κεφαλήν φυτρών’ μικρόν πεγάδι·
στου Κωσταντή την κεφαλήν φυτρώνει κυπαρέσσι·
συγκλίσκεται το κυπαρέσσ’ και πίν’ ας σο πεγάδι·
Ο Μονόγιαννες ζητεί μερικά χρόνια από τον κύρη του, που θα ζήση τρακόσα χρόνα, ζητεί από τη μάνα του που θα ζήση δακόσα χρόνα· δεν του δίνουν ούτε ένα. Η κάλη του όμως που να ζήση μόνο σαράντα χρόνια του λέγει:
Τ’ έμα τα χρόνα τα καλά, εμέν κι εσέν κανείνταν.
Και σε άλλο δίστιχο:
Η κάλη μ’ κείται άρρωστος κι εγώ σύρω τα πόνα,
Χριστέ μ’ κόψον και δος άτεν τεμά τ’ ημψά τα χρόνα.
Η κάλη του Μάραντου σαν άλλη Πηνελόπη απαντά στο διαβάτη:
Εφτά χρόνα ενέμν’ άτον κι άλλ’ εφτά αναμένω·
αν έρται έρτ’ ο Μάραντον κι’ αν κ εν’ καλοερεύω.
Η Μάγδα Πενταζή τραγούδησε:
Εφτά χρόνα ενέμνα σε αρνί μ’ σουμαδεμέντσα,
πέντε χρόνα εγέντονε ας’ είμαι αντρισμέντζα,
εφτά και πέντε δώδεκα ογώ ‘σέν αναμένω,
αν κι θάρχεσαι πε ατο ας πάγω ΄γω δαβαίνω
(δηλ. να πάω στα πατρικά να ζήσω χήρα)
Μόνο στης Τρίχας το γεφύρι* η λύση είνε αφύσικη γιατί στην πάλη καθήκοντος και οικογενειακού φίλτρου νικά το καθήκον με την αδικαιολόγητη δικαιολογία:
Αν δίνω σε την καλή μου, καλύτερην ευρήκω.
Ο έρωτας είνε πιο ακριβός από κάθε τι άλλο:
Βασίλισσα να είσ’ αρνί μ’ ‘κί θάεις ατόσον χάρην,
την αγάπη σ’ εζύγιασα με το μαργαριτάρι.
Ο έρωτας έχει τη δύναμη:
Αρνόπο μ’ ‘ς αναστέναγμα μ’ τα χιόνα όλα λύγουν,
τα δάκρα μ’ στάζνε ‘ς σο χωνόν και τα τσιλίδα βζύουν.
Θα ξύνω δάκρα φλιβερά τα φύλλα να μαραίνταν,
και τα κλαδία τη δέντρου κι εκείνα να ξεραίνταν.
Ο έρωτας που μένει ανεκπλήρωτος ή ανανταπόδοτος έχει σκληρές συνέπειες:
Εγάπ’ ντ’ εφτάει το πόνεμαν ‘κ έφτάγν άτο σπαθία,
αν θέλτς μαθάντς απ’ εκεινούς που κείνταν ‘ς σά ταφία.
Ναϊλλοί εκείνον π’ αγαπά και ‘κ επορεί να παίρη·
η κάρδα τ’ τογραεύκεται και καίει άμον πιπέρι.
Σεβτάν έχω ‘ς σο καρδόπο μ’ ποδεδίζω σας φίλοι μ’
για δότε με υπομονήν άϊ θα λαγκεύ’ τ’ αχούλι μ’.
Ναϊλλοί εκείνον π’ έφαεν εγάπης λιθαρέαν·
καίεται το καρδόπον ατ’ και γίνεται μανέαν.
Η λατρεία προς την ομορφιά είνε έμφυτη στην ψυχή του Ποντίου όπως και κάθε Έλληνα· είνε τόση ώστε: «να ζυγιάζνε τ’ έμορφους με τα μαργαριτάρα».
Από τα σωματικά χαρίσματα εξαίρονται προπάντων τα μάτια (μαύρα άμον ελαίας, τσακλαροματία):
Τον ήλεν α σον ουρανόν τ’ ομμάτα σ’ κατηβάζνε.
…Λιθάρα σκίζ’ το τέρεμα σ’ και το δεξέν τ’ ομμάτι σ’.
Και το χρώμα (μελαχρανή, άσπρεσα, ασπροκόκκινος):
Άσπρεσα άμον το χον κόκκινος άμον χρυσόν,
μαύρη και μελαχρανή, π ελέπ’ σε ομμάτ ανοί’.
Ατό τεσόν ο πρόσωπον, ατά τ’ εσά τ’ όμμάτα τογραεύνε το καρδόπο μ’ κι εφτάγν ατο κομμάτα
Την έμορφον που ‘κι αγαπά και ιχτιπάρ ‘κι εφτάει,
θα κερδίζν άτον οι δαβόλ, ‘ς σήν κόλασην θα πάη.
Ελέπνε οι σουμαδεμέν (εννοεί την έμορφον) και κλώθνε τα σουμάδα
ελέπνε και οι παντρεμέν κρεμίζνε τοι γυναίξι·
ελέπ ατεν κι ο Κωσταντής λιγοθυμά και ρούζει.
Ανείπωτη είνε η θλίψη για το χωρισμό του αγαπημένου:
Αχπασκουμαι ‘ς σην ξενιτιάν άμον γαρίπ’ς και ξένος καλύτερον, αηγάπη μου να εμ’ αποθαμένος.
Άντραν που έχ’ ‘ς σην ξενιτειάν, ας πάη ρούζ’ και σκοτούται…
Τη ξενιτίας τα νερά θολά, φαρμακερά είν’ π’ ελέπ’ ατα ψυχομαχεί, που πίν’ ατα αποθάνει.
Για τ’ εμάς κόσμος και χαρά όλα είν’ ναφιλαδας·
άλλ’ χαίρουντανε με τ΄αγούρτς, κι΄εμείς με τοι γραιάδας.
Ο έρωτας ταιριάζει στα νειάτα· είνε αφύσικος στα γεράματα:
Ο γέρον πάντα γέρος έν, πάντα μυρίζ’ κοσέαν (μούχλαν)
και το «φίλεμαν’ ατ’ μυξάριν και σάφλαριν»
ενώ των νέων «μυρίζ μούσκον και μυρωδίαν».
Ο έρωτας όπως όλα τα ισχυρά συναισθήματα αφήνει βαθιά ίχνη και είνε αγιάτρευτη πλήγη:
Α ση σεβτάν π’ ερώστεσεν καμίαν ‘κ ελαρώθεν.
Η σεβτά κακόν πράγμαν εν’, άνθρωπον παλαλώνει·
δείκν’ ατον στράταν το ποτάμ’ τη θάλασσαν αλώνι.
Παντού νερά τρεχούμενα, ‘γω είμαι διψασμένος·
και το φαήν ‘ς σο γόνατον, ‘γω είναι πεινασμένος.
Ο έρωτας είνε και τυφλός:
Εγάπη ‘ς σο κουσκούρ κρατεί·
αϊλλοί κεινον π’ εδάρθεν…
Επειδή ο λαός αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του ερωτικού συναισθήματος, διότι η σύναψη ερωτικών σχέσεων με τον τυχόντα χωρίς πολλή σκέψη μπορεί να έχη ολέθριες συνέπειες για το μέλλον του κοριτσιού συμβουλεύει προσοχή κι’ επιφυλακτικότητα:
Κόρη, εγάπ ‘κί γίνεται με την τσεχελοσύναν·
νια και με την αμέλειαν, και ασαευτοσύναν.
Κόρη ‘κί ξέρτς εγάπ ντό έν’ αψουματένεν βρούλαν,
σκούται και σαριλεύκεται ΄ς ση σεβταλή τη γούλαν;
Εγάπη έν’μ μεϊβά γλυκύν, που τρώγν ατο γλυκιάσκουν·
τρώει ατς κι΄ εκείνο από πέσ’ κι άμον κερίν λυγίσκουν.
Χυδαία δίστιχα είναι σπάνια όπως τούτο:
Πόσα σπαλέρα έλυσα και πόσα βρακοζώνα.
Και τα σατυρικά κι’ αυτά είναι λίγα:
Απόθανον και γλύτωσον μη γίνεσαι γιασίρι·
εγώ παίρω άλλον άντραν, έχ’ ‘ατονε χαζίρι.
Μακρέα τζάμας που φυλάττ’ η χάρη άτς διπλόν έν’ λέγνε μακρέα τζάμας π’ έχ‘ τ’ αχούλν’ ατς λειρτωτόν έν’.