Το όνομά του συνδέθηκε με την ανδρεία αλλά και την ατυχία. Ο Ευκλείδης Κουρτίδης, ο φημισμένος οπλαρχηγός που έδρασε κυρίως στη Σάντα, στον ανατολικό Πόντο και κέρδισε μια θέση στην ιστορία για την ευφυΐα του και τις νίκες του στο πεδίο της μάχης, πέθανε από μια «κακιά στιγμή» όπως έλεγαν οι συγχωριανοί του στη Νέα Σάντα Κιλκίς, ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους.
Ο ηγέτης των ανταρτών στο Ισχανάντων πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1937, σε ηλικία μόλις 52 ετών, όταν έπεσε από το κάρο και ποδοπατήθηκε απο τα άλογά του!
Ο αντάρτης ο οποίος έκανε ένοπλη αντίσταση σε μια χρονική περίοδο που οι τσέτες έκαναν τα πάντα για να εξαφανίσουν τη Σάντα από τον γεωγραφικό χάρτη, έμελλε να βρει το θάνατο σε ελληνικά χώματα, 13 χρόνια μετά την άφιξή του στην πατρίδα.
Ο Κουρτίδης ήρθε στην Ελλάδα με άλλους πέντε αντάρτες, το 1924, με παρέμβαση του βουλευτή Λάμπρου Λαμπριανίδη. Μετά τον πρώτο καιρό, χτίζει τη νέα του ζωή στη Νέα Σάντα Κιλκίς όπου εργάζεται ως κτηνοτρόφος.
Ο θάνατός του συγκλόνισε την τοπική κοινωνία που δεν μπορούσε να πιστέψει πώς έφυγε έτσι ξαφνικά και άδοξα αυτός ο ήρωας. Ο λυράρης φίλος του Γιάννης Τσορτανίδης (Τσορτάντ’ς) έγραψε και ερμήνευσε ένα ταξίδι στη μνήμη του με τίτλο «Ατός που κ’ εφοούτονε… (τ’ Ευκλείδη η τραβωδία)». Το τραγούδι διασώθηκε από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών μέσω ραδιοφωνικής εκπομπής. Οι πρώτοι στίχοι λένε τα εξής:
Ας αρχινώ και λέω σας ολίγα μοιρολόγια
ους να τελένω μη κλαίτε-ν ντο ακούτε-ν τα λόγια.
’Σ σα χίλια εννιακόσια τριάντ’ εφτά τη χρονίαν
δέκα τ’ Άε Χαραλαμπή και ημερομηνίαν.
’Σ σα έντεκα τ’ Άε Βλασσή Ευκλείδης εσκοτώθεν
π’ έκ’σεν το μαύρον το χαπάρ’ τα ραχία ’φορτώθεν.
Πού είσαι, βαχ! νε Κίρτογλη, καπετάνιε Ευκλείδη,
να ελέπ’ς: όλιεν ο κόσμος -ι- σ’, οι συγγενείς και φίλοι.