Η ιστορία της εξάρτησης της Ελλάδας από τα ξένα δανεικά είναι τόσο παλιά όσο το ελληνικό κράτος· μάλιστα οι δύο δανειακές συμβάσεις για τις ανάγκες της Ελληνικής Επανάστασης εξελίχθηκαν σε… σκάνδαλο καραμπινάτο.
Σαν σήμερα, στις 9 Φεβρουαρίου 1824, υπογράφηκε στο Λονδίνο ανάμεσα σε Άγγλους κεφαλαιούχους και τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη συμφωνητικό σύναψης δανείου 800.000 λιρών, με τον οίκο Loughnan, για τις ανάγκες του Αγώνα.
Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια, ενώ ως εγγύηση για την αποπληρωμή του τέθηκαν από την πλευρά της Ελλάδας τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα.
Παρά το ύψος του δανεισμού, το τελικό ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες και το υπόλοιπο παρακρατήθηκε από τους δανειστές, για προκαταβολή τόκων, χρεολύσια, προμήθειες και άλλες δαπάνες.
Η σύναψη του δανείου παρά τους δυσμενείς όρους χαρακτηρίστηκε αρχικά ως επιτυχία της Επανάστασης, καθώς με αυτόν τον τρόπο οι ξένες δυνάμεις αναγνώριζαν έμμεσα το ελληνικό κράτος, όμως στη συνέχεια η μοιρασιά του δανείου ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πλοιοκτήτες αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο, έναν χρόνο αργότερα.
Επίσης, σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει το ποσό που είχε λάβει και έτσι λίγους μήνες αργότερα, στις 31 Ιουλίου του 1824, το Βουλευτικό αποφάσισε τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών, και ενώ η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο. Τους όρους διαπραγματεύτηκε η ίδια… επιτυχημένη ομάδα, των Ορλάνδου και Λουριώτη.
Σύντομα εγκρίθηκε δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών και –όπως και στο πρώτο το ποσό– μειώθηκε στις 816.000 λίρες, αφού είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.
Το δάνειο αυτή τη φορά το διαχειρίστηκαν Άγγλοι τραπεζίτες, οι οποίοι απευθείας αφαίρεσαν 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων (από τα οποία ελάχιστα ήρθαν στην Ελλάδα), 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων (από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα – «Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής»), και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών στην Νέα Υόρκη, από τις οποίες μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη.
Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.
Εκτός από τις διαμάχες που πυροδότησαν, τα δύο δάνεια όχι μόνο δεν βοήθησαν ποτέ τον Αγώνα, αλλά ταυτόχρονα έθεσαν τη χώρα σε τροχιά εξάρτησης από τις Μεγάλες Δυνάμεις.