Ρωμιοί ή Έλληνες του Πόντου; Και τα δύο, στα Κοτύωρα. Για την πατρίδα της μητέρας του, στην οποία και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχει γράψει ο Ξενοφών Άκογλου, ο λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός που είναι γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας.
Το έργο του Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων κυκλοφόρησε το 1939 στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα θεωρείται πολύτιμο λαογραφικό ντοκουμέντο, διότι αποτυπώνει την καθημερινότητα των Ελλήνων.
≈ ≈
Οι Τούρκοι τους ραγιάδες τους Έλληνες τους αποκαλούσανε Ρουμ. Και οι ίδιοι οι Κοτυωρίτες, καθώς κι όλοι οι Πόντιοι λέγανε για τον εαυτόν τους: «Ορωμαίοι είμες» ή «Ορωμαίος είμαι». Και στους Τούρκους που τύχαινε να τους ρωτήσουν στο δρόμο ή στο ύπαιθρο, απαντούσαν: «Ούρουμ ουμ», δηλαδή Ρωμιός είμαι.
Στα παλαιότερα χρόνια μάλιστα νόμιζαν αρκετό και το «Χριστιανοί είμες». Με τη δημιουργία κοινότητας Διαμαρτυρομένων, συμπλήρωναν: «Χριστιανοί Ορθόδοξοι είμες».
Γενάρχη και εθνάρχη είχαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όπως και όλοι οι αλύτρωτοι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Είχανε πλέρια τη συναίσθηση ότι είναι Έλληνες, σεμνυνόντανε για τη γλώσσα τους που έχει φανερά τ’ αχνάρια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας περισσότερο από κάθε άλλο σύγχρονο ελληνικό ιδίωμα και διάλεκτος, και συγκινούντανε και παθαινόντανε με καθετί που είχε σχέση με το ελεύθερο Ελληνικό Βασίλειο.
Μ’ όλ’ αυτά σπάνια αποκαλούσαν τον εαυτό τους Έλληνες. Θυμούμαι σα σήμερα ότι στην 8η Τάξη της Ψωμιαδείου Ελληνικής Σχολής που φοιτούσα πριν από τα 1912 ο σχολάρχης μας Νικόλαος Σουμελίδης μας είχε δώσει για έκθεση να περιγράψουμε τα Κοτύωρα με τους κατοίκους κτλ. Κανείς από τους συμμαθητές δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «Έλληνες» για να ονοματίσει και να χαρακτηρίσει τους Έλληνες και τις ελληνικές κοινότητες της πόλης. Όλοι γενικά χρησιμοποιήσαμε τους όρους «Χριστιανοί Ορθόδοξοι» και «Προτεστάνται ή Διαμαρτυρόμενοι» (τους τελευταίους ούτε για χριστιανούς δεν τους παραδεχτήκαμε».
Θυμούμαι όμως ζωντανά και το γενναίο μαστίγωμα που μας έκαμε σε μια εμπνευσμένη μα και καυστικότατη κριτική του πάνω στα γραφτά μας, ειδικώς απάνω στο ζήτημα αυτό, και την ψυχική συντριβή που μας έκανε να δοκιμάσουμε, για τη σοβαρή παράλειψή μας, με την ενθουσιώδη και σαγηνευτική ρητορεία του ο γοητευτικός και σοφός μας σχολάρχης.
Το ότι δεν συνήθιζαν να χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους την ονομασία «Έλληνες» δεν σήμαινε πως είχε έστω κι ο πιο καθυστερημένος και την ελάχιστη ακόμα αμφιβολία για την καταγωγή του την ελληνική. Αν είναι μάλιστα να κρίνει κανείς από μερικές ενδείξεις και να διακινδυνέψει σε ψυχολογικές διερευνήσεις, μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα ότι από σεβασμό και εκτίμηση μεγάλη, σπάνια και εκλεκτικά μόνο –ας πούμε– χρησιμοποιούσανε για τον εαυτό τους τη λέξη «Έλληνας».
Η Ελλάδα και οι Έλληνες οι ελεύθεροι ήτανε στη φαντασία των Κοτυωριτών σαν κάτι το υπερτέλειο, το υπερφυσικό, χωρίς ελάττωμα και έλλειψη καμιά, με ανεπτυγμένες στον υπέρτατο βαθμό όλες τις αρετές, σωματικές, πνευματικές και ψυχικές.
Και σα ραγιάδες που ήσαν, νόμιζαν –υποσυνείδητα– πως θα πρόσβαλλαν τη λέξη αν τη χρησιμοποιούσαν και για τον εαυτό τους, χωρίς ν’ αποκτήσουν τουλάχιστον την πολιτική τους ελευθερία. Αλλά κι η σκοπιμότητα η πολιτική, που καλλιέργησε κατάλληλα και η Εκκλησία, ν’ αποφεύγουν από τα παλιά ακόμα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς τη χρησιμοποίηση του όρου, είχε ασφαλώς δημιουργήσει μια έξη, που δεν αποβάλλεται πάντα εύκολα.
Ο Κοτυωρίτης για να παινευτεί για οποιαδήποτε αιτία –για μια του επιτυχία, για ν’ απειλήσει τον αντίπαλο, για να σκούξει το «κουκουρίκου» ύστερα από επιτυχή καυγά, κοκ–, έλεγε με στόμφο και μ’ επιδεικτική περηφάνεια: «Εγώ είμαι Έλληνας!». Και τον έβλεπες και γέμιζε το στόμα του, άστραφταν τα μάτια του, γελούσαν και τ’ αυτιά του και κορδωνόταν και καμάρωνε σα διάνος. Παρόμοιες στιγμές ήσαν οι ευτυχέστερες της ζωής του.