Στις 8 Φεβρουαρίου του 2016, μία μόλις μέρα μετά τα 103α γενέθλιά του έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος (Σμύρνη, 7/2/1913 – Αθήνα, 8/2/2016). Στη μακρά ζωή και σταδιοδρομία του, εκτός από κορυφαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος (εξέδωσε πάνω από 30 βιβλία) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1984 (πρόεδρός της το 1993), είχε αναπτύξει αντιστασιακή δράση, ενώ διατέλεσε επίσης υπουργός Παιδείας (το 1989, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Ιωάννη Γρίβα και στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα).
Το 1990 είχε προταθεί από τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ήταν βαθύς γνώστης όχι μόνο της Φιλοσοφίας την οποία δίδασκε, αλλά και της Ιστορίας. Ξεχώριζε για τον ήπιο τρόπο που εκφραζόταν, όπως επίσης και για την ευγένειά του, και συχνά-πυκνά έπαιρνε θέση στον δημόσιο διάλογο για πολλά ζητήματα.
Πάνω από όλα αυτά, όμως, ήταν Μικρασιάτης. Ήταν ένας περήφανος Σμυρνιός που δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του και όσα έζησε πριν και μετά την Καταστροφή. Έγραφε στα απομνημονεύματά του (κυκλοφόρησαν το 2005 με τον τίτλο Αναπολήσεις): «Η Καταστροφή [της Σμύρνης] μου διέλυσε βάρβαρα το συναίσθημα της παιδικής αθωότητας… Η αρωματισμένη ατμόσφαιρα της Προκυμαίας με τη μεθυστική ομορφιά του περιβάλλοντος και με το φαντασμαγορικό θέαμα του δυσμικού ήλιου επάνω στις αλυκές της Φώκαιας υποκαταστάθηκαν στη συνείδηση μου από τη φρίκη της φωτιάς και του ολέθρου.
»Μέχρι και την εφηβική μου ηλικία η συνείδησή μου διατηρούσε τη ζοφερή ανταύγεια του πυρπολημένου μεγαλείου της Σμύρνης.
»Σε αντίθεση προς την ανευμάρεια του βίου στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς με διακατείχε συναίσθημα υπερηφάνειας για τη σμυρναϊκή μου καταγωγή. Κρατούσα έντονα στη μνήμη, κρίσιμα για την παιδική αξιολογία μου, όσα μας δίδασκε στο μάθημα της γεωγραφίας ο δάσκαλός μας του Κιουπεντζογλείου Δημοτικού Σχολείου: “Σμύρνη, η ομορφότερη πόλη της Μεσογείου, νομός Αϊδινίου, με πρωτεύουσα τη Σμύρνη, ο ευφορότερος στον κόσμο, τα κεράσια του Νυμφαίου, τα καλύτερα στον κόσμο…”.
»Και αναπολούσα με ανάμεικτα συναισθήματα, και σαν άρνηση κάπως και υπερνίκηση της προσφυγικής δυσπραγίας, την ευτυχισμένη και πρόσχαρη ζωή των περισσοτέρων Σμυρναίων πριν την Καταστροφή, τις εορτές σε όργιο χλιδής και χαράς, ιδιαίτερα στην περίοδο των Απόκρεω». [σ. 26]
Ιδιαίτερα ζωντανές ήταν και οι μνήμες του από τη φυγή της οικογένειας:
«Η κατάσταση της υγείας μας ήταν πολύ άσχημη, και ιδιαίτερα του ενάμιση έτους αδελφού μας. Και ο πατέρας μας αποφάσισε να διακινδυνεύσομε την προσπάθεια για επιβίβασή μας σε πλοίο, έστω και αν κρατηθεί ο ίδιος, γιατί διαφορετικά θα πεθάνουν από την κακουχία τα παιδιά.
»Με την άτεγκτη επιμονή του πατέρα μας επιχειρήσαμε την προσπέλαση προς τα πλοία. Εκείνος κρατήθηκε όμηρος. Η μητέρα και τα παιδιά επιβιβασθήκαμε στο εγγύτερο πλοίο, με δάκρυα για την κράτηση του πατέρα. Ήταν εκεί πλήθος ήδη παιδιά και γυναίκες, αλλά και θρήνος και οδυρμός για τους από τους Τούρκους κρατημένους άνδρες». [σ. 35]
Ιστορική έχει μείνει η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών στις 3 Νοεμβρίου 1992, με αφορμή τη συμπλήρωση 70 ετών από την καταστροφή της Σμύρνης, με τίτλο «Κλέη και πάθη του μικρασιατικού ελληνισμού».
Για την ομιλία αυτή (την οποία μπορείτε να δείτε παρακάτω), είχε μιλήσει στην εκπομπή «Μαρτυρίες» της ΕΡΤ το 1993, όταν πλέον ήταν πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Στο βίντεο περιγράφει τη ζωή στη γενέτειρά του τη Σμύρνη πριν από την Καταστροφή, μεταφέροντας αναμνήσεις από τα παιδικά του βιώματα. Αναφέρεται στα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής και στα επακόλουθά της, παράλληλα με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής.
Καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία για το χρονικό μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη και την πυρπόλησή της, ενώ με κεντρικό άξονα της αφήγησής του την περιπέτεια της οικογένειάς του μέχρι την εγκατάστασή της στον Βύρωνα, εξιστορεί το δράμα των προσφύγων, τον αγώνα επιβίωσής τους και τη μεταξύ τους αλληλεγγύη, τονίζοντας την προσφορά τους τόσο στον παραγωγικό τομέα όσο και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Για να διαβάσετε ή/και να αποθηκεύσετε την ομιλία, πατήστε πάνω στην εικόνα: