Με όχημα τη σμυρνέικη διάλεκτο στο έργο του Λαογραφικά Β – Τα σινάφια τση Σμύρνης, ο γιατρός και συγγραφέας Δημήτριος Αρχιγένης (1900-1987) μάς παρουσιάζει ακόμα ένα σινάφι, τους Γκιουλμπαξώτες (ή Γκιουλμπαξελήδες) ψαράδες.
≈
Το χωριό Γκιούλμπαξες ήτονε χτισμένος στα Βουρλά στην αρχαία Υπόκρημνο. Είχε 600 σπίτια κάπου 4-5 χιλιάδες ούλοι οι κάτοικοι Έλληνες. Οι άντροι, γεωργοί και ψαράδες, που ηψαρεύανε με λεντισιά. Είχε εκκλησιά του Άη Γιώργη με σκογιό (σχολείο) 6 τάξες Δημοτικό μεσ’ τον αυλόγυρο για αγόρια και 6 τάξες για τα κορίτσια. Και άλλες πιο μικρές εκκλησίες, τον Άη Δημήτρη και τον Άη Παντελεήμονα με το νεκροταφείο. Και παρεκκλήσια, τον Προφήτη Ηλία και την Αγιά Παρασκευή.
Το νερό του Γκιούλμπαξε ήτονε καλό. Ηερχούντοστε οι φτισικοί (φυματικοί) κ’ ηγενούντοστε καλά. Είχε ζεστά νερά σα λίτζα (ιαματικά) και νερό καθαρτικό.
Τα ποπόνια ήτονε μικρά, σκούρο χρώμα και μυρωδάτα και τα μποστάνια ημυρίζανε όμορφα.
Όσο για τα κορίτσια,το τραγούδι ήλεε: «Κορίτσια απτό Γκιουλμπαξέ που είναι σαν το μενεξέ».
Η προφορά των κατοίκωνε ήτονε χοντρή σαν τη μανιάτικια γιατίς οι πιότεροι ηβαστούσανε απέ τη Μάνη.
Τα ψαροκάικα τως ήτονε σκαριά περαματάκια, με ένα πανί, ένα φλοκάκι, μια μικρή αγκούρα και δύο ζευγάρια κουπιά. Τρεις ονομάτοι ημπαίμανε μέσα. Οι δύο ήτονε μούτσοι στα κουπιά κι ο τρίτος καπετάνιος στο τιμόνι, που ήκαμε κουμάντο.
Το ψάρεμα με λεντισιά το κάμανε το Σεπτέμβρη, που τότες ήπεφτε πολύ ψάρι από ‘κεί.
Πεντέξι λεντισιάδικα ψαροκάικα ηκάμανε ένανε κύκλο στο πέλαο. Ο καπετάνιος που ‘καμε κουμάντο στο ψάρεμα ήμπαινε σε μια βάρκα με σύντροφο, έναν μούτσο να τραβάει κουπί. Ηπάαινε λοιπόν με τη βάρκα του κοντά απ’ τόνα καΐκι στ’ άλλο και ηκουμάντερνε να τως δείξει πού θα ν’ ήπρεπε να σταθεί το καθένα για να ρίξει τα δίχτυα του.
Και με τέτοιο τρόπο ώστε ουλωνώνε των καϊκιώνε τα δίχτυα, ριγμένα κάθετα μες το νερό να κάμουν ένα κουρτινένιο κύκλο κλειστό, απ’ τον αφρό τση θάλασσας ώσαμε κάτω στο φούντο τση. Κι έτσι να κλείσουνε μες το κομμάτι αυτό του ψαρότοπου όσα ψάρια ηβρισκούντοστε, για να μη μπορούνε να ξεφύουνε.
Τώρα θα ψάρια ήπρεπε να τα διώξουνε κατά το κέντρο του κύκλου και γιαταυτό ημεταχειριζούντοστε το σκαντάλι. Αυτό ήτονε ένα βυθόμετρο, από μολύβι είτες από άσπρη πέτρα, σε φόρμα απιδιού και με βάση πλατιά. Αψηλός, μιαν απεθαμή και στην κορφή είχε τρύπα, όπου ηδενούντανε ένας σπάγος μακρύς, ώσαμ’ οργιές. Ψιλός όμως για να μη κάνει κοιγιά και τρώει μισή οργιά, αμάν έχει ρέμα.
Κάθε καΐκι είχε το σκαντάλι του. Και ο καπετάνιος απ’ τη βάρκα του ηφώναζε το τάδε καΐκι να κατεβάζει το σκαντάλι του βαθιά και να το ανεβοκατεβάζει. Τα ψάρια τότες απ’ το φόβο τως ημπαίνανε κατά το κέντρο κι αυτό το βλέπανε οι ψαράδες του κάθε καϊκιού με το γυαλί. Το κάθε λοής ψάρι ήφευγε με το δικό του κοπάδι. Και τα ψάρια αυτά ήτανε συναγρίδες, μουρμούρα, πετρόψαρα, σαργοί, μελανούρια. Οι τσιπούρες όμως πούνε ψεύτρες ηπααίνανε στα πλάγια κ’ ηπέφτανε δίπλα στο μολύβι του διχτυού για να κάνουμε τσι ψόφιες.
Αφού το ένα καΐκι ηφοβέριζε με το σκανταλι του τα ψάρια για να φύγουνε κατά το κέντρο, τότες ένα διπλανό του καΐκι ήπρεπε να λεντίσει, δηλαδής να σηκώσει τα δίχτυα του, να προχωρέσει προς το κέντρο και να ρίξει πάλι τα δίχτυα του σαν κουρτίνα ώστε να μικραίνει ο ψαρότοπος.
Με την αραδα τως το ίδιο ήκαμε το κάθε καλό καΐκι με το σκαντάλι και το διπλανό του ηλέντιζε. Κι άμαν ο ψαρότοπος ημίκραινε στα πέντε με έξι τετραγωνικά μέτρα, τοτες πια ηματζεύανε τα δίχτυα τως, ούλα ματζί τα καΐκια, με πλούσιο ψάρεμα που το στέλνανε με καΐκια στη Σμύρνη.
Αυτό μας το ιστόρησε ο Δημητρός ο Σταθέας στο 1960 που ήτονε 62 χρονώ κ’ ηκαθούντονε στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Ηγεννήθηκε στο 1902 στο Γκιούλμπαξε του Βουρλά. Ο Νικόλας, ο πατέρας του, ήτονε εκεί ψαράς μα κι ο ίδιος ψαράς. Στα Χανιά τση Κρήτης είχε 5 γριγριά και επί 4 χρόνια ήτονε πρόεδρος στα εκεί γριγριά.
Νίκος Καραμπουρνιώτης