Στην κορυφή Τσατάλι του όρους Όθρυς, στη νοτιοδυτική πλευρά του νομού Μαγνησίας, σε υψόμετρο 1.520 μέτρων. Εκεί, στο βουνό των Τιτάνων, συνετρίβη την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 1991 το C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας, το οποίο μετέφερε 58 σμηνίτες και 5 μέλη του πληρώματος.
Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει σαφείς απαντήσεις για τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία της Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ δεν είναι λίγες οι θεωρίες συνωμοσίας.
Το C-130 με αριθμό 748 είχε απογειωθεί από την Ελευσίνα με τελικό προορισμό την 115 Πτέρυγα Μάχης στα Χανιά της Κρήτης – θα έκανε μια ενδιάμεση στάση για να παραλάβει προσωπικό από την 111 Πτέρυγα Μάχης στην Αγχίαλο.
Την περίοδο εκείνη ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και οι Αμερικανοί σφυροκοπούσαν ιρακινούς στόχους. Η φύλαξη στη βάση της Σούδας είχε πολλαπλασιαστεί και το ελληνικό μεταγωγικό είχε απογειωθεί στο πλαίσιο διατεταγμένης αποστολής σχετικής με την εμπλοκή της χώρας στα πολεμικά γεγονότα.
Περίπου 20 λεπτά μετά την απογείωσή του το στίγμα του χάθηκε από το ραντάρ, δίχως ο κυβερνήτης του, ο επισμηναγός Μπίνας, να έχει αναφέρει κάποιο πρόβλημα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ξεκίνησε η επιχείρηση έρευνας και διάσωσης.
Παρά τη μεγάλη κινητοποίηση σε στεριά και αέρα, για τέσσερις ημέρες το μοιραίο C-130 παρέμενε άφαντο. Τελικά βρέθηκε την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου στις 8:40, στις χιονισμένες πλαγιές της Όθρυος, 60 χιλιόμετρα περίπου μακριά από το σημείο που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται και σε λάθος γωνία κατά 63 μοίρες.
Ο αντισμήναρχος Γιώργος Καραγιάννης, πιλότος του ελικοπτέρου που εντόπισε τα συντρίμμια, είχε δηλώσει: «Μετά λίγα λεπτά πτήσης πάνω από τη νότια πλευρά της Όθρυος είδα κάτι που μου τράβηξε την προσοχή. Πλησίασα περισσότερο. Ήταν το αεροσκάφος. Είδα μια περιοχή μήκους 300 μέτρων και πλάτους περίπου 50 μέτρων γεμάτη από συντρίμμια και πτώματα. Απομακρύνθηκα από την περιοχή για να μην αλλοιώσω με τον αέρα του ελικοπτέρου το χώρο, ενόψει των ερευνών».
Από τη νεκροψία-νεκροτομή στις σορούς, οι επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, κατά τη βίαιη πρόσκρουση του αεροσκάφους στο έδαφος.
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που κατατέθηκαν, η τελευταία επαφή του C-130 με τον πύργο ελέγχου της 111 ΠΜ ήταν στις 12:55 το μεσημέρι της 5ης Φεβρουαρίου και ενώ είχε αρχίσει η διαδικασία προσγείωσης διά οργάνων, λόγω χαμηλής νέφωσης και κακοκαιρίας που επικρατούσε στην περιοχή.
Το αεροσκάφος είχε χτυπήσει με την «κοιλιά» και αυτό αποδείκνυε ότι ο χειριστής που μάλλον πετούσε στα 4.000 πόδια, αντελήφθη εμπόδιο τελευταία στιγμή και προσπάθησε να το σηκώσει.
Το armyvoice.gr είχε δημοσιεύσει το 2018 μαρτυρία του αρχηγού της ομάδας του Ειδικού Τμήματος Αλεξιπτωτιστών Πέτρου Αλεξανδράτου, ο οποίος περιέγραψε τις πολύ δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισαν:
«Κάποια στιγμή ενημερωθήκαμε να πάρουμε εξοπλισμό αναρρίχησης και να ανεβούμε στο βουνό διότι έχει εντοπιστεί το αεροσκάφος. Πήραμε την εντολή πρωί και χαράματα ξεκινήσαμε. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα όταν φτάσαμε στο χώρο. Φτάνοντας στο χώρο, χωρίς να μας έχουν πει λεπτομέρειες, προσγειώθηκε το Σινούκ και αρχίσαμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε το χάος το οποίο υπήρχε.
»Μουδιασμένοι, αρχίσαμε υπό τον ταγματάρχη Μουζουρέα να παίρνουμε εντολές πώς θα κινηθούμε, πού θα εντοπίσουμε και πού θα συγκεντρώνουμε τις σορούς, καθώς και πώς θα ενημερώνουμε για το τι κάνουμε. Το αεροσκάφος ήταν κομμένο σε δύο κομμάτια. Δύο μεγάλα κομμάτια. Το πιλοτήριο και πίσω η ουρά του αεροσκάφους».
Τα σενάρια που διακινήθηκαν για τα αίτια της συντριβής ήταν πολλά: Από μυστικές υπηρεσίες, εμπλοκή άλλων αεροσκαφών μέχρι μεταφορά εκρηκτικών. Κανένα από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε, ούτε όμως δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα το επίσημο πόρισμα. «Πρόκειται για στρατιωτικό απόρρητο» έλεγαν συνεχώς, ούτε επιβεβαιώνοντας ούτε απορρίπτοντας κάποιο σενάριο, αλλά διαβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει κάποιο μυστήριο.
Κάποιοι από τους συγγενείς είχαν υποστηρίξει τότε ότι είχε γίνει δολιοφθορά από ξένο αεροσκάφος, άλλοι έλεγαν ότι κάποιοι δεν ήθελαν να φτάσει το ελληνικό αεροπλάνο στον προορισμό του στην Κρήτη, επειδή σύμφωνα με πληροφορίες τους μετέφερε κιβώτια με άγνωστο και ίσως ύποπτο υλικό.
Μερικές ημέρες αργότερα, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έστειλε επιστολή σε κάποιες οικογένειες. «Το αεροσκάφος δεν μετέφερε πυρομαχικά ή οποιαδήποτε άλλα υλικά. Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροσκάφος! Οι επιβαίνοντες και τα συντρίμμια του αεροσκάφους άργησαν να εντοπιστούν λόγω της πυκνής νέφωσης που επικρατούσε στην περιοχή» ανέφερε μεταξύ άλλων.
Για την πολύνεκρη τραγωδία κατηγορήθηκε τελικά ο επισμηναγός Στέφανος Τίγκας που ήταν υπεύθυνος για την εναέρια κυκλοφορία στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου. Δικάστηκε για ανθρωποκτονία κατά συρροή εξ αμελείας, παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος και καταστροφή αεροπλάνου.
Η δίκη ξεκίνησε στις 4 Νοεμβρίου του 1994 και διήρκεσε δύο εβδομάδες. «Τα C-130 είναι από τα πιο ασφαλή αεροσκάφη στον κόσμο και είναι αδύνατο να χαθούν ή να πέσουν. Σε εκείνο το ατύχημα πλησιάζει ο πιλότος από τη θάλασσα κι ενώ βρίσκεται ήδη στα 4.000 πόδια ζητεί να κάνει κάθοδο για να προσγειωθεί. Η απάντησή μου είναι να κάνει LOW TACAN, μια εγκεκριμένη από τους νόμους διαδικασία. Από εκεί και μετά αυτός έρχεται με 63 μοίρες λάθος πορεία.
»Δεν θέλω να πω ότι ο πιλότος δεν ήταν ικανός, αλλά είχε δύο εγκαταλείψεις. Γνώριζε πολύ καλά την περιοχή λόγω του ότι ήταν πιλότος παλιά στα F-5, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τη μεγάλη απόκλιση του αεροσκάφους» είχε δηλώσει ο κατηγορούμενος προτού μπει στη δικαστική αίθουσα.
Το Αεροδικείο Αθηνών τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή. Τον Ιανουάριο του 1996 το Διαρκές Αναθεωρητικό Αεροδικείο ομόφωνα τον κήρυξε αθώο. Πέθανε λίγο καιρό αργότερα, σε ηλικία 52 ετών, και αφού έδωσε μάχη με την κατάθλιψη. Πολλοί έκαναν λόγο για το 64ο θύμα της αεροπορικής τραγωδίας.