Η Αλεξάνδρα Βακιτσίδου, μια νεαρή 17χρονη από ένα μικρό χωριό της Φλώρινας, μάζεψε πριν από 45 χρόνια τα λιγοστά ρούχα της σε μια μικρή καρό βαλίτσα, που της είχε δώσει ο πατέρας της, και αποφάσισε να ακολουθήσει μια αγάπη στην άλλη άκρη του κόσμου, στην άγνωστη Αυστραλία.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, εκείνη η κοπέλα, που όταν τη ρωτούν τι επαγγέλλεται, απαντά «καθαρίστρια», έφτασε να ανακηρυχθεί «Γυναίκα της Χρονιάς 2019 στη Νότια Αυστραλία» και να διακριθεί ως η πρώτη Ελληνίδα «πρέσβειρα» του Νοσοκομείου Queen Elizabeth σε αναγνώριση της πολύτιμης προσφοράς της και του φιλανθρωπικού έργου της.
Εδώ και 45 χρόνια, η Αλεξάνδρα Βακιτσίδου διοργανώνει φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» και τα τελευταία 15 χρόνια το «Australia Day BBQ Fundraiser», προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την ενίσχυση των ερευνητικών κέντρων των τοπικών νοσοκομείων.
Την περασμένη Κυριακή άνοιξε και πάλι διάπλατα τις πόρτες του σπιτιού της για να υποδεχθεί φίλους και συνοδοιπόρους της στο δρόμο της ανθρωπιάς και της προσφοράς.
Μάλιστα, φέτος, όπως η ίδια δήλωσε στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος, χάρη στη στήριξη του πολιτειακού πρωθυπουργού Νότιας Αυστραλίας Πίτερ Μαλινάουσκας, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διπλασιάσει το ποσό που συγκεντρώθηκε στην εκδήλωση, ανεβάζοντας το σύνολο στις 50.000 δολάρια Αυστραλίας. Τα μισά από αυτά θα διατεθούν στο Adelaide Royal Hospital και τα υπόλοιπα στο Queen Elizabeth Hospital, για τη στήριξη ερευνητικών προγραμμάτων.
Όλα άρχισαν με τα κάλαντα
Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, η ομογενής φιλάνθρωπος θυμάται ότι όλα άρχισαν με τα ελληνικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ήταν 29 χρόνων, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και αναζητούσε έναν τρόπο να συνδεθεί με τους ανθρώπους γύρω της. Πήρε έναν δίσκο, τοποθέτησε μέσα μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που της είχε δώσει ο πατέρας της και ξεκίνησε να ψάλλει τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα.
«Ο πατέρας μου δεν είχε γράψει λόγια μέσα στην κάρτα, για να μη με στεναχωρήσει. Έγραφε μόνο “Χρόνια Πολλά” και μου είπε να την κρατήσω, για να με συντροφεύει τα Χριστούγεννα, επειδή θα ήμουν μόνη. Ξεκίνησα όταν δεν είχα κανέναν εδώ, ούτε συγγενείς, ούτε τίποτα να μου δίνει χαρά τα Χριστούγεννα. Με το δίσκο που σερβίρουμε καφέ στο χέρι και μια κάρτα, βρήκα παρηγοριά στις ανοιχτές πόρτες, τις ζεστές καρδιές και τα λόγια του κόσμου», σημειώνει συγκινημένη.
«Θυμάμαι ένα βράδυ που χτύπησα την πόρτα μιας οικογένειας. Η μητέρα με κοίταξε και με ρώτησε: “Για πού τα μαζεύετε;”. Της απάντησα: “Για την περίθαλψη, για το νοσοκομείο, όχι για εμάς”. Τότε μου είπε ότι πάσχει από καρκίνο και ότι η κόρη της παλεύει με την ίδια αρρώστια. Με κάλεσε μέσα, κι εγώ, με όση δύναμη είχα, χαμογέλασα και αρχίσαμε να ψάλλουμε: “Καλήν εσπέραν άρχοντες”. Πριν φύγω, της είπα: “Του χρόνου θέλω να βρω αυτή την πόρτα ανοιχτή, όχι κλειστή”. Και τη βρήκα ανοιχτή».
«Αυτή τη χρονιά την αφιερώνω σε αυτούς που έχουν φύγει από κοντά μας, που δεν μπορέσαμε να τους βοηθήσουμε να γιατρευτούν…», λέει η Αλεξάνδρα και η φωνή της «σπάει» από συγκίνηση.
«Πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος»
Γυναίκα της Χρονιάς 2019, «πρέσβειρα» του Νοσοκομείου Queen Elizabeth, και βραβευμένη με το Μετάλλιο του Τάγματος της Αυστραλίας, και όμως όταν τη ρωτούν τι επαγγέλλεται, εκείνη απαντά «καθαρίστρια».
Γιατί όπως η ίδια δηλώνει με ταπεινοφροσύνη, «αυτά δεν μετράνε για μένα. Το χαρτί που πήρα από την κυβέρνηση το τιμώ, μην παρεξηγηθώ, αλλά πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος. Να μην υποφέρει κανένας και κανένα παιδί».
Και δεν είναι απλώς λόγια. Η Αλεξάνδρα εφαρμόζει κάθε μέρα της ζωής της την ανθρωπιά που πρεσβεύει.
«Ήταν ένα παλικάρι με τον πατέρα του που μόλις είχαν φτάσει από την Ολλανδία, Έλληνες, και δεν είχαν τίποτα, ούτε σπίτι, ούτε ελπίδα. Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες εδώ και τους είχαν διώξει. Ο πατέρας, άρρωστος με ζάχαρο, και ο γιος, μόλις 20 χρονών, βρέθηκαν έξω μες στο καταχείμωνο με ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ και δυο μικρές σακούλες.
»Στους δρόμους, ρωτούσαν απεγνωσμένα: “Πού να πάμε;”. Κάποιος τους είπε: “Πάρτε ευθεία αυτόν τον δρόμο, έχει μια ελληνική εκκλησία εκεί. Κάποιος θα σας βοηθήσει”. Και περπάτησαν. Όλη νύχτα έμειναν έξω, ο πατέρας και ο γιος, σε έναν πάγκο. Κρύο, βροχή, και οι δύο κουλουριασμένοι, προσπαθώντας να αντέξουν.
»Στις 07:30 το πρωί πήγα να ανοίξω την εκκλησία για μια κηδεία. Μόλις με βλέπει ο πατέρας, με πλησιάζει τρέμοντας: “Please, I am freezing, give me a cup of tea or coffee, I am Greek”. Τον κοίταξα και του είπα: “Έλληνας είσαι; Έλα μέσα”. Τον έβαλα να ζεσταθεί, κι εκείνος μου λέει: “Να και ο γιος μου”. Γυρίζω και βλέπω το παιδί απέναντι από την εκκλησία, κάτω από ένα υπόστεγο στη Βιβλιοθήκη. Έτρεμε.
»Τους έφερα μέσα, τους έδωσα να φάνε, να πιούνε, και τους ρώτησα: “Πού θα πάτε;”. Το παιδί με κοίταξε με μάτια γεμάτα δάκρυα: “Μην με αφήσετε πάλι έξω να κοιμηθώ, κυρία. Πάγωσα”. Του λέω: “Όχι, παιδί μου. Απόψε θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου, κι εγώ θα κοιμηθώ έξω”. Με κοίταξε σαν να μην το πίστευε.
»Μεσολάβησα στους πολιτικούς για να τους δεχτούν, να τους στηρίξουν. Δόξα τω Θεώ, βρέθηκε ξενοδοχείο, πληρώθηκαν τα απαραίτητα, και οι δύο τους είχαν επιτέλους μια αρχή.
»Αυτούς τους ανθρώπους τούς είχαν διώξει σαν να ήταν εγκληματίες. Και όμως, το μόνο που ζητούσαν ήταν μια ευκαιρία να ζήσουν». Και καθώς ολοκληρώνει τη διήγησή της, η φωνή της Αλεξάνδρας γεμίζει συγκίνηση καθώς λέει: «Αν δεν γίνουμε άνθρωποι, παιδί μου, τι αξία έχει η ζωή μας;».
«Όλοι λέγεστε Αλεξάνδρα»
Από το σπίτι της, την Κυριακή, πέρασαν περισσότερα από 200 άτομα μεταξύ των οποίων ο Αυστραλός υπουργός Υγείας Μαρκ Μπάτλερ, ομοσπονδιακοί και πολιτειακοί βουλευτές, η γενική πρόξενος της Ελλάδας στην Αδελαΐδα Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου, κληρικοί, γιατροί και πλήθος κόσμου.
«Για 45 χρόνια λέω τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα. Αλλά αυτή την άδεια κάρτα που μου έδωσε ο πατέρας μου, τη γεμίσατε όλοι εσείς. Γεμίσατε την αυλή αυτή με την αγάπη σας. Και τώρα, οι συγγενείς μου είστε εσείς», είπε με συγκίνηση.
«Μου άρεσε πολύ όταν ο υπουργός Υγείας με αποκάλεσε “Διαμάντι της Αυστραλίας”», ανέφερε συγκινημένη στον «Νέο Κόσμο» η Αλεξάνδρα. «Ήταν μια τιμή που δεν την περίμενα, αλλά αυτό που με άγγιξε περισσότερο ήταν η ερώτηση που μου έκανε αμέσως μετά: «Ποιος θα συνεχίσει αυτό που κάνεις;». Χωρίς δεύτερη σκέψη, του απάντησα: «Αν δεν είμαι εγώ, θα είναι μια άλλη Αλεξάνδρα. Γιατί όλοι εδώ μέσα λέγεστε “Αλεξάνδρα”.
»Δεν έχει σημασία ποιος είμαι, τι τίτλους έχω ή τι κάνω. Σημασία έχει η προσπάθεια που κάνουμε όλοι μαζί. Αυτό το έργο δεν ανήκει σε έναν άνθρωπο, αλλά σε όλους. Δεν το ξεκίνησα μόνη μου, ούτε το κράτησα για μένα. Όλοι μαζί το κάναμε, όλοι μαζί θα το συνεχίσουμε» συμπλήρωσε.
Και τότε, θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της, την ημέρα που έφυγε από την πατρίδα, 17 χρόνων, με τη μικρή καρό βαλιτσούλα της.
«Μου είπε πέντε πράγματα να θυμάμαι. Αυτά με κρατάνε, με αυτά προχωράω και με αυτά έφτασα εδώ, με όλους εσάς που νιώθω συγγενείς μου: Να έχεις σεβασμό, αγάπη και ταπεινοφροσύνη. Γιατί μην ξεχνάς ότι όλοι βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο και πίνουμε από το ίδιο νερό».