Στον Δημήτριο Φυλλίζη τόσο ο Πόντος όσο και η Μακεδονία οφείλει πολλά. Αλήθεια όμως πόσοι από εμάς γνωρίζουμε για το έργο του και την πολυσχιδή του προσωπικότητα;
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1882, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή. Αποφοίτησε από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, ήρθε για σπουδές στο Πολυτεχνείο της Αθήνας –μετέπειτα Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο– και έλαβε το δίπλωμα του μηχανικού. Έφυγε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι και φοίτησε για δύο χρόνια στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, École Nationale Supérieure des Beaux-Arts de Paris. Επέστρεψε στην Τραπεζούντα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αγαπημένη του πατρίδα.
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος τού είχε ιδιαίτερη εκτίμηση και εμπιστοσύνη γι’ αυτό και ήταν στενός του συνεργάτης. Μεταξύ άλλων έκανε την μελέτη και την επίβλεψη της Τράπεζας των αδελφών Καπαγιαννίδη, της Τράπεζας Αθηνών (μετέπειτα Οθωμανική Τράπεζα), του μεγάρου Φωστηρόπουλου, τριών σχολείων μεταξύ των οποίων και του καινούργιου κτηρίου του Παρθεναγωγείου της Τραπεζούντας το οποίο τα γεγονότα της Γενοκτονίας το «άφησαν» στα σχέδια χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί. Ακόμα ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται πολλά ξενοδοχεία, οικοδομές, αλλά και εξοχικές κατοικίες στο Κρυονέρι (Σοούκ-Σου) όπου και βρισκόταν το εξοχικό της οικογενείας του αλλά και του πεθερού του Κων. Βελισσαρίδη.
Κατά τα έτη 1916-1917 όταν την Τραπεζούντα είχε επισκεφτεί ως επικεφαλής της ρωσικής αποστολής για την μελέτη και καταγραφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων ο ρωσικής καταγωγής βυζαντινολόγος Ουσπένσκι, ο Πόντιος αρχιτέκτονας Φυλλίζης ήταν το δεξί του χέρι στην καταγραφή, διατήρηση και ανιστόρηση των βυζαντινών μνημείων.
Σύμφωνα με την Παρυσάτιδα Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου «στο διάστημα της δραστηριότητάς του στην Τραπεζούντα, μεγάλης εμβέλειας ήταν το έργο του Τοπογραφικός χάρτης της Τραπεζούντος (ο μόνος χάρτης στοιχείων της τότε Τραπεζούντος), χάρτης τον οποίο σχεδίασε και συμπλήρωσε ο ίδιος το 1916-1917 (περίοδος κατοχής της πόλης από τους Ρώσους 1916-1918), βάσει ενός χάρτη της Υδραυλικής Υπηρεσίας Ρωσικού Στρατού, υπηρεσίας της οποίας προΐστατο. Πρόκειται για μεγάλη προσφορά του Φυλλίζη στην γενέτειρα πόλη του, την Τραπεζούντα».
Ακολούθησε την τύχη των ξεριζωμένων Ποντίων και ήρθε στην Ελλάδα αφήνοντας πίσω τα έργα του έρμαια στα χέρια των διωκτών του. Όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το έτος 1923, η πόλη ήταν πληγωμένη από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Αμέσως «σήκωσε τα μανίκια» και δούλεψε για την καινούργια του πατρίδα, την προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να ξεχάσει τον πόνο του ξεριζωμού. Συνέβαλε στην αναστήλωση του καμένου ναού του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου, έκανε τη μελέτη του πρώτου ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Μητρόπολη της Καλαμαριάς), του πρώτου ναού του Αγίου Γεωργίου Πανοράματος, και είχε τη μελέτη και επίβλεψη του πρώτου ναού της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο καθώς και κτηρίων του συγκροτήματος.
Το 1955 ιδρύεται η Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ και ο Δημήτριος Φυλλίζης συνεργάζεται με το Ίδρυμα και προσφέρει ουσιαστικό έργο, που αφορά στην οργάνωση της επέκτασης του Πανεπιστημίου, ως προϊστάμενος Τεχνικών Υπηρεσιών. Πολλά κτήρια της Θεσσαλονίκης φέρουν την υπογραφή του και είναι συγκινητικό που μπορούμε να τα θαυμάσουμε ακόμα και σήμερα. Το γραφείο του στεγαζόταν στην στοά «Ίρις» της οδού Ρογκότη, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Περιέγραψε συγκλονιστικά τις τελευταίες ημέρες της Τραπεζούντας στο ομώνυμο βιβλίο του, δίνοντας μας μια ακόμη σημαντική μαρτυρία για τα γεγονότα της Γενοκτονίας και τα εγκλήματα των Τούρκων. Τα όσα φριχτά περιγράφει εκδόθηκαν στην Ποντιακή Εστία το έτος 1954, όταν πια είχαν καταλαγιάσει μέσα του η πίκρα και ο θυμός για το χαμό της αλησμόνητης πατρίδας.
Έτσι με ψύχραιμη γραφή καταγράφει με μοναδικό τρόπο «Τις τελευταίες ημέρες της Τραπεζούντας» ως άξιος εγγονός και δισέγγονος των Πόντιων λογίων Σάββα και Περικλή Τριανταφυλλίδη.
Αφού λοιπόν ο Φυλλίζης περιγράφει την εύρεση ανάγλυφης παράστασης ανάμεσα στα μπάζα από την κατεδάφιση των τειχών των Μεγαλοκομνηνών προκειμένου να κατασκευαστούν σκυροδέματα για την κατασκευή οδοποιίας, μας δίνει μια γεύση από τη βαρβαρότητα του βανδαλισμού των ναών μας από τον υποκινούμενο μουσουλμανικό όχλο. Το κεφάλαιο έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τα άγια τοις κυσίν».
Όλοι οι ναοί της Τραπεζούντας αλλά και των χωριών της (σιμοχώρια) είχαν λεηλατηθεί. Οι πόρτες ήταν σπασμένες και διάπλατα ανοιχτές, τα διάφορα άμφια και τα καλιμμαύχια των ιερέων πατημένα, σκισμένα και πεταμένα στον δρόμο και όσες εικόνες δεν καταστράφηκαν ολοσχερώς από τη μανία των βαρβάρων, κείτονταν στο έδαφος με τα μάτια των αγίων βγαλμένα. Οι αδελφές Γουναρίδου, γειτόνισσες του Φυλλίζη από την ενορία της Αγίας Μαρίνης[1], είχαν κρύψει κάτω από τα ρούχα τους από μια εικόνα του ναού η καθεμιά και τον παρακαλούσαν να τις παραλάβει για να μην τις βρουν οι Τούρκοι και τις βεβηλώσουν.
Σε αντίθεση με την Αργυρούπολη και την Κερασούντα όπως μαρτυράει ο Φυλλίζης που εκεί οι αρχές επέτρεψαν στους κατοίκους να πάρουν μαζί τους φεύγοντας ό,τι μπορούσαν να σώσουν από τις εκκλησιές τους, στην Τραπεζούντα η απέλαση των Ελλήνων γινόταν βιαίως. Δεν τους επέτρεπαν να κρατήσουν τίποτα, ούτε μια μικρή τσάντα με τα υπάρχοντά τους παρά μόνο αυτά που φορούσαν την ώρα που τους έσπρωχναν με τους υποκόπανους των όπλων έξω από τα σπίτια τους.
Ο Φυλλίζης λόγω της ιδιότητάς του ως μηχανικός είχε μια σχετική εύνοια από τους Τούρκους επειδή τον χρειαζόντουσαν, γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε και εγκατέλειψε τόσο αργά την Τραπεζούντα (1923).
Περνώντας μια από τις μέρες της «μαύρης εκείνης εποχής» όπως την χαρακτηρίζει έξω από την εκκλησία της ενορίας του τον Άγιο Γεώργιο Τσαρτακλή[2], βρήκε τις πόρτες του ναού διάπλατα ανοικτές. Όταν προχώρησε στο εσωτερικό, είδε το μέγεθος της καταστροφής. Αμέσως του ήρθαν οι παιδικές θύμισες στο νου του, όταν ο πατέρας του τον πήγαινε στην εκκλησία τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές.
Θυμήθηκε τους Χαιρετισμούς κατά την περίοδο της Σαρακοστής και τον ιδιότυπο διαγωνισμό που έκανε με τους συμμαθητές του, ποιος θα κάνει τις περισσότερες μετάνοιες μπροστά από το ιερό, μετρώντας μάλιστα μεγαλοφώνως κάθε φορά που ολοκλήρωναν μια. Θυμήθηκε ακόμα τον αγώνα για το ποιος θα ψάλει το «Άσπιλε, Αμόλυντε, Άχραντε». Αν και δεν καταλάβαιναν το νόημα των λέξεων που έψελναν με τόσο πάθος μπροστά στην πανέμορφη εικόνα του τέμπλου της μεγαλομάτας Ποντίας Παναγίας, είχαν την αίσθηση πως η Παναγιά τους «θαύμαζε» και τους παρείχε την υψηλή προστασία Της.
Σέρνοντας τα πόδια του πάνω στα ρημαγμένα απομεινάρια της εκκλησιάς του, άκουγε με την φαντασία του τον ήχο της φωνής του καλλικέλαδου παπα-Πρόδρομου, του εφημέριου του ναού. Μελαγχόλησε για τη ματαιότητα του κόσμου αυτού και θυμήθηκε τα λόγια του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Έσκυψε και μάζεψε την εικόνα του Χριστού που άλλοτε κοσμούσε τον Δεσποτικό θρόνο. Οι αθεόφοβοι ακόμα και την εικόνα του Χριστού βεβήλωσαν, του είχαν βγάλει τα μάτια! Βρήκε και άλλη μια εικόνα στο τέμπλο. Ήταν του Αγίου Χαραλάμπους και τον απεικόνιζε να πατάει τον διάβολο, αρίστης βυζαντινής τέχνης. Χαμογέλασε πικρά, σκέφτηκε πως στα μαύρα αυτά χρόνια που ζούσε ο ελληνισμός στις πανάρχαιες εστίες του, αντιστράφηκαν οι όροι και ο διάβολος πάτησε τα Ιερά και τα Όσια εκτός από τις ταλαιπωρημένες ψυχές τους.
Μάζεψε ό,τι μπόρεσε να περισώσει και το πήρε μαζί του στην Ελλάδα. Μεταξύ των διασωθέντων κειμηλίων και ένας ανάγλυφος δικέφαλος αετός από ψαμμίτη λίθο (σπασμένος σε δύο κομμάτια από την μανία των βανδάλων), προερχόμενος από τον πύργο των Μεγαλοκομνηνών.
Ο Φυλλίζης ερχόμενος στην Ελλάδα τον εντοίχισε στην είσοδο του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως της Καλαμαριάς.
Αυτός ήταν ο μεγάλος Δημήτριος Φυλλίζης και για ό,τι έκανε του οφείλουμε απεριόριστο σεβασμό και ευγνωμοσύνη. «Απεδήμησε εις τας αιωνίους μονάς» το 1965 σε ηλικία 83 ετών στη Θεσσαλονίκη που αγάπησε σχεδόν όσο την πόλη του, την Τραπεζούντα!
Αλεξία Ιωαννίδου
[1] Κατεδαφίστηκε την δεκαετία 1950-1960.
[2] Κατεδαφίστηκε μεταξύ 1950-1960.
Πηγές