Ο Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Νικόλαος) Τσαούσης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Χόψα του νομού Τραπεζούντας. Ο πατέρας του, Παύλος, επέζησε εξοριών, κακουχιών και βασάνων, και με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκε στη Χαριτωμένη Δράμας, όπου και πέθανε.
Η μητέρα του, Κυριακή, θάφτηκε ημιθανής καθ’ οδόν στην εξορία από Χόψα προς Τοκάτη, το 1916.
Σε ηλικία 16 ετών ο Νικόλαος πήγε στη μονή Πρασάρεως, όπου χειροτονήθηκε διάκονος από τον μητροπολίτη Χαλδίας Λαυρέντιο. Αργότερα εγγράφηκε στη Ροδοκανάκειο Ιερατική Σχολή της μονής των Φλαβιανών (Ζιντζίντερε), της μητρόπολης Καισαρείας, και το 1915 διορίστηκε διάκονος τον ναού των Δώδεκα Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ συγχρόνως εγγράφηκε και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1919.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Δράμα. Το 1927 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Λαυρέντιο Δράμας και πήγε στην Ξάνθη, σε κενή θέση που υπήρχε εκεί.
Ο ζήλος του να στηρίξει θρησκευτικά και πατριωτικά τη συνοριακή αυτήν πόλη προκάλεσε την απέλασή του από τη βουλγαρική χωροφυλακή, στη Θεσσαλονίκη (1941).
Στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε ως καθηγητής στο 2ο Γυμνάσιο Θήλεων (1941-1945), υπηρετώντας συγχρόνως και ως προϊστάμενος και ιεροκήρυκας του ναού Οσίας Ξένης στη Χαριλάου και ως επόπτης της γραμματείας των γραφείων της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.
Το 1945, σε ηλικία 55 χρόνων εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Νευροκοπίου. Αργότερα (1951) προσάρτησε στη μητρόπολή του τη γειτονική Μητρόπολη Ζιχνών.
Από τη θέση αυτή ενήργησε για την κατασκευή οδικού δικτύου, για την ύδρευση –καθώς και για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη– και του τελευταίου χωριού της περιοχής του. Αναδιοργάνωσε τη μονή της Τούμπας και επίσης ανασύστησε διάφορες διαλυμένες μονές και ησυχαστήρια.
Έχτισε, ακόμη, στη Ν. Ζίχνη, απέναντι από το μητροπολιτικό οίκημα, επιβλητικό ναό της Παναγίας Φανερωμένης, πίσω από το ιερό του οποίου ενταφιάστηκε μετά το θάνατό του, στην Τερπνή Σερρών, στις 3 Ιανουαρίου 1965.
Σε όλη του τη ζωή ο Αγαθάγγελος δεν έπαψε να παρακολουθεί κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση της ποντιακής ιδέας και των ποντιακών παραδόσεων, ενισχύοντας και συνδράμοντας πάντα τις σχετικές πρωτοβουλίες.
Στο συγγραφικό του έργο άλλωστε ξεχωρίζουν τα βιβλία που σχετίζονται άμεσα με τον Πόντο, και ειδικά με το χωριό του: Η γενέτειρά μου, Χόψα – Ιστορία πολιτική και εκκλησιαστική, χλωρίς και πανίς αυτής και Η ιστορία του εν Πόντω χωρίου Χόψα και η καταστροφή αυτής, στο οποίο περιγράφει γλαφυρά τα μαρτύρια που έζησαν οι Έλληνες χωρικοί του Πόντου στα χέρια των Τουρκολαζών (πολλοί από τους οποίους ακολουθούσαν τον Τοπάλ Οσμάν).