Η Στάλη ήταν μια πανέμορφη μικρή Ελληνίδα της Κερασούντος. Είχε έναν απείθαρχο χαρακτήρα και έβγαινε στους δρόμους και στα πανηγύρια με περισσότερο θάρρος απ’ τις άλλες Ελληνοπούλες.
Άλλωστε, την εποχή εκείνη πριν από το 1912 τα μίση δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένα και Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν ειρηνικά.
Μια μέρα την είδε ο Ραούπ βέης, ένας από τους προύχοντας του τόπου, που διετέλεσε και πολλές φορές υποδιοικητής της Κερασούντος και δεν άργησε να φτερουγίσει μέσα του ο έρωτας. Την ήθελε γυναίκα του. Αλλά πώς ήταν δυνατό να πάρει ένας Τούρκος μια «άπιστη»; Οι θρησκευτικοί τους νόμοι δεν τους το επέτρεπαν.
Όμως ο έρωτας και η επιμονή υπερπηδούν τα εμπόδια και μια μέρα η Στάλη βρέθηκε στο αρχοντικό σπίτι του Ραούπ βέη, πρώτη και καλύτερη κυρία του σπιτιού. Έζησαν ωραία και αρμονικά δεκαπέντε χρόνια, χωρίς να αλλάξει θρησκεία η Στάλη. Παρέμεινε χριστιανή, και για το λόγο αυτόν ο γάμος τους δεν επισημοποιήθηκε από καμιά αρχή. Συζούσαν έτσι «παράνομα» και ευτυχισμένα.
Αλλά ένα βράδυ διακόπηκε φρικαλέα αυτή η ευτυχία.
Ήταν βαθιά μεσάνυχτα όταν ακούσθηκαν δυνατοί χτύποι κάτω στην εξώπορτα. Οι υπηρέτες αφυπνίσθηκαν και άνοιξαν το παραθυράκι της εξώπορτας να δουν ποιος είναι.
— Να μας ανοίξετε γρήγορα, φώναξε άγρια ένας τσέτες, ο αρχηγός μας, ο Οσμάν αγάς, θέλει να μιλήσει στον Ραούπ βέη.
Οι υπηρέτες έτρεξαν επάνω στα δωμάτια του ζεύγους έντρομοι, και με διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα του κοιτώνος τού Ραούπ βέη ξύπνησαν το αφεντικό τους.
— Κάτω είναι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και σας ζητάνε, είπε ένας από τους υπηρέτες του.
Ο Ραούπ βέης σκυθρώπιασε.
— Ο Τοπάλ Οσμάν; Και τι θέλει εδώ αυτό το τέρας;
Από κάτω από την εξώθυρα ακούγονταν δυνατά τώρα χτυπήματα και μια βροντερή φωνή: «Σπάστε την, σπάστε την…».
Ο Ραούπ βέης έριξε επάνω του κάτι και έτρεξε προς τα σκαλιά για να δη τι συνέβαινε. Όμως οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν είχαν κιόλας σπάσει την πόρτα με την ομαδική πίεση πάνω της και ανέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες.
— Σταθείτε, τους φώναζε ο Ραούπ βέης, τι συμβαίνει; Πώς μπαίνετε στο σπίτι ενός Τούρκου νύχτα και με τέτοιον τρόπο; Πού είναι ο Οσμάν αγάς σας;
— Εδώ είμαι, Ραούπ βέη, είπε ο Τοπάλ Οσμάν, που ανέβαινε με δυσκολία τις σκάλες… Ήρθα να ξεκαθαρίσουμε έναν παλιό λογαριασμό…
Ο Ραούπ βέης τον κοίταξε με περιφρόνηση, αλλά δεν μίλησε.
Είχε καταλάβει πια σε τι απέβλεπε η νυχτερινή αυτή επίσκεψη. Γι’ αυτό έτρεξε αμέσως στον κοιτώνα του, όπου η Στάλη έντρομη είχε ξυπνήσει και περίμενε πελιδνή και άφωνη το αποτέλεσμα.
— Πού θα φύγεις τώρα; Πρόφθασε να της πει ο Ραούπ βέης…
— Δεν θα φύγει πουθενά, ακούστηκε η βαριά φωνή του Τοπάλ Οσμάν, που τον ακολούθησε στον κοιτώνα, ενώ πίσω του άγριοι με μαχαίρια στο χέρι ερχόνταν καμιά δεκαριά τσέτες.
— Εδώ θα παραδώσει την ψυχή της αυτή η γκιαούρισσα.
Ο Ραούπ βέης εξαγριώθηκε!
— Τι είναι αυτά που κάνεις, εσύ, ένας που δεν είσαι διορισμένος από την κυβέρνηση; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα να μπαίνεις νύχτα σε σπίτια Τούρκων;
— Ο παντοδύναμος Αλλάχ, του απάντησε σταθερά ο Τοπάλ Οσμάν. Αυτός μ’ έστειλε να ξεκαθαρίσω το έθνος μου από τους ξένους, που μπαίνουν ανάμεσά μας σαν φίδια. Και αν δεν ήσουν κι εσύ απ’ τους μεγάλους Τούρκους, θα είχες απόψε την ίδια τύχη με τη βρωμερή αυτή γκιαούρισσα.
Η Στάλη έκλαιγε απελπισμένα και ο Ραούπ βέης μιλούσε νευριασμένα με τον Τοπάλ Οσμάν, που σε μια στιγμή έκανε νεύμα στα «παλικάρια» του.
Και οι τσέτες έπεσαν πάνω στη δυστυχισμένη Ελληνίδα, πέταξαν τα παπλώματα και παρά την πάλη, τις φωνές και τα κλάματά της της έσκισαν όλα τα εσώρουχα και την άφησαν πάνω στο κρεββάτι γυμνή.
Ο Ραούπ βέης έκανε να ορμήσει πάνω στους τσέτες για να προστατεύσει την αγαπημένη του γυναίκα που έζησε δεκαπέντε χρόνια μαζί της, όμως ο Τοπάλ Οσμάν τον άδραξε με τα δυο του στιβαρά χέρια άγριος.
— Ραούπ βέη, πρόσεξε, μην αλλάξω απόφαση και πας κι εσύ μαζί με τη μολυσμένη γυναίκα σου… Πρόσεξε γιατί ο Οσμάν αγάς δεν αστειεύεται…
— Με ποιο δικαίωμα εσύ, ο χθεσινός βαρκάρης…
— Ραούπ βέη, σου είπα να σωπάσεις, μη γίνει απόψε μακελειό…
Και αφού γύρισε προς τους τσέτες του:
— Τι κάθεστε εσείς και δεν την καθαρίζετε;
Οι τσέτες με ορμή, με αγριότητα έχωσαν τα μαχαίρια τους στο σώμα της Ελληνίδας, που φώναζε απεγνωσμένα, σπαρταρώντας πάνω στο κρεβάτι…
Ο Ραούπ βέης, στα στιβαρά χέρια του Τοπάλ Οσμάν, δεν μπορούσε να κινηθεί. Ιδρώτας κρύος έλουζε το κορμί του. Δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Το στόμα του είχε στεγνώσει, η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που πήγαινε να σπάσει. Έβλεπε την τρομερή σκηνή που σπάραζε η γυναίκα του με τις απανωτές μαχαιριές, το αίμα που πλημμύριζε στα άσπρα ολοκάθαρα σεντόνια.
— Αφήστε την, κατάφερε να πει εξουθενωμένος, αφήστε την…
Και έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Οι τσέτες αφού αποτελείωσαν τη γυναίκα, την τύλιξαν έτσι κατακρεουργημένη στο ματωμένο σεντόνι της, άνοιξαν το παράθυρο και την πέταξαν κάτω, όπου έχασκε ένας γκρεμός…
Είχαν ξεκαθαρίσει το σπίτι ενός Τούρκου από μια άπιστη…
Ο Ραούπ βέης όταν συνήλθε βρισκόταν στο σπίτι ενός Τούρκου γιατρού. «Μήπως αυτά που είδα ήταν όνειρο; Μα πού είναι η Στάλη; Γιατί είμαι εγώ στο σπίτι του γιατρού;…» Όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του σαν εφιάλτες. Και σε μιας πετάχθηκε τρομαγμένος επάνω:
— Γιατρέ, γιατρέ, σκοτώνουν τη γυναίκα μου!
Ο γιατρός έτρεξε κοντά του και τον καθησύχασε.
— Ψυχραιμία Ραούπ βέη, ψυχραιμία… Είμεθα άνδρες…
— Γιατρέ, ο Τοπάλ Οσμάν, ναι αυτός, αυτός…
Ο γιατρός τού έκλεισε το στόμα.
— Μη φωνάζεις Ραούπ βέη, παντού βρίσκονται άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν… Και μπορεί να…
Ο Ραούπ βέης ρώτησε τον γιατρό παρακλητικά:
— Πες μου γιατρέ μου, την σκότωσαν, είναι αλήθεια;
— Δυστυχώς, είναι αλήθεια Ραούπ βέη… αλήθεια…
— Έτσι την μαχαίρωσαν, την μαχαίρωσαν;
— Ησύχασε, Ραούπ βέη, ο καιρός θα σου κάνει να το ξεχάσεις σιγά-σιγά…
Ο Ραούπ βέης άρχισε να κλαίει σαν παιδί με αναφιλητά.
— Πώς πηδούσε απ’ τις μαχαιριές, πώς πεταγόταν το κόκκινό της αίμα… Αλλάχ, Αλλάχ…
Και έκλαιγε ώρα πολλή. Ο γιατρός τον άφησε να ξεσπάσει για να ηρεμήσει λιγάκι. Και αυτός έκλαιγε, έκλαιγε πάνω στο ντιβάνι ξαπλωμένος…
Όταν πια έγινε καλά έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Δεν μπορούσε να ησυχάσει από το έγκλημα αυτό. Παρουσιάσθηκε παντού, είπε τα παράπονά του σε κυβερνητικούς παράγοντες, σε ισχυρούς της ημέρας. Δεν έγινε τίποτα. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ανίσχυρη. Ο Τοπάλ Οσμάν ήταν κυρίαρχος των παραλίων του Πόντου.