Ο θεσμός της προίκας, όπως τον εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε στον Πόντο. Αντίθετα, ο γαμπρός στην πρώτη του αίτηση γάμου πρόσφερε είτε αυτοβούλως είτε όταν του ζητούσαν οι γονείς της κόρης, δώρα: αγρούς, βόδια ή χρήματα.
Αυτά ήταν τα γανώνα (ή γανώλα), ένα είδος δοσίματος του γαμπρού στα γονικά της νύφης. Ήταν το αντίστοιχο των αρχαίων «έδνων» που αναφέρονται στον Όμηρο.
Στην Αμισό, όπως και στην περιοχή του Καρς, της Αργυρούπολης κτλ., προτιμούσαν ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους εκείνον που ήταν ο πλουσιοπάροχος. Με άλλα λόγια, γινόταν ένα είδος πλειοδοσίας. Σε κάποιες περιοχές, από τα γανώνα –όταν αυτά ήταν σε χρήμα– έπαιρναν από ένα μερίδιο έστω και μικρό όλοι της γενιάς της κόρης.
Τα γανώνα καταβάλλονταν στο λογόπαρμαν ή νυφόπαρμαν και πάντως πριν από τη στέψη, και κατά κάποιον τρόπο αντιστάθμιζαν τα χαμένα –και μάλιστα πρόωρα– εργατικά χέρια του πατέρα, με την παντρειά της κόρης του. Όταν καταβάλλονταν σε χρήμα, ανάλογα με το ύψος του ποσού (που «οριζόταν» σε αναλογία με την ομορφιά της κοπέλας), η νύφη έπαιρνε και ένα ιδιαίτερο επίθετο: Αν κατέβαλλαν γι’ αυτήν τριακόσια την έλεγαν «τρακοσού», αν πεντακόσια «πεντακοσού» κ.ο.κ.
Το έθιμο διατηρήθηκε μέχρι τον ξεριζωμό από τη γη του Πόντου.