Ξανθός και κοντός. Αξύριστος και βρώμικος. Ο Αριστείδης ο Βούζιος δεν ήταν προικισμένος από τη φύση και οι άνθρωποι στην Τραπεζούντα μάλλον τον έβρισκαν αποκρουστικό. Ίσως και λόγω συμπεριφοράς αλλά και επειδή τον είχαν συνδέσει με τις κηδείες.
Όπως γράφει ο Χαλδαίος λογοτέχνης Μιχάλης Μεταλλείδης σε άρθρο του στην Ποντιακή Εστία, «Πρώτος πάντα ο Βούζιον στις κηδείες, κρατώντας προνομιακά, χρόνια ολόκληρα το σκέπασμα της κασέλας, επί κεφαλής της νεκρικής πομπής. Πώς και πότε μάθαινε τις κηδείες, και πώς ξεφύτρωνε σαν κόρακας, αυτό πια είναι κάτι που δεν εξακριβώθηκε ποτέ».
Μόνο σε μια κηδεία δεν έκανε το ίδιο: Τη δική του…
≈
Ένας από τους λίγους τύπους της Τραπεζούντος, που τα ονόματά τους έχουν γίνει σύμβολα ασχήμιας, βλακείας, ηλιθιότητος, βρωμιάς και μείνανε, σαν τ’ όνομα του Κουασιμόδου της Παρισινής Παναγίας, στην ιστορία, ήταν κι’ ο Αριστείδης ο Βούζιος ή ο «Βούζιον» όπως τον λέγαμε.
Κοντός, ξανθός, αδύνατος, αξύριστος πάντα και λιγδιάρης, με λίγες μονάχα μετρημένες τριχούλες στη θέσι των γενειών, σαν δείγμα άνευ αξίας, αυτός ήτον ο Βούζιον. Προσθέσατε σ’ όλα αυτά και την αποκρουστική ασχήμια του, ασχήμια που τον εξωμοίωνε με γηραλέο χιμπατζή, για νάχετε την ακριβή εικόνα του ανθρώπου.
Τα λίγα μισοπνιγμένα λόγια που έβγαιναν κάπου κάπου απ’ το στόμα του, έσβυναν κι’ αυτά μέσα σ’ ένα ακατάσχετο καταρράχτη σάλιου, σε βαθμό που να μη νοιώθη κανείς, παρά ένα διακοπτόμενο υπόκωφο σφύριγμα, μια αηδία.
Χρόνια ολόκληρα ο τύπος αυτός, περιέφερε τα αποκρουστικά κάλλη του στα σοκάκια και στους μαχαλάδες της Τραπεζουντας, πότε μόνος του και πότε οδηγώντας τον αόμματο ιερομόναχο Παπαλευτέρ’, έναν κι’ αυτόν χαρακτηριστικόν τύπον της Τραπεζούντας, που σε στιγμές ευθυμίας, αράδιαζε όλα τα γνωστά βακχικά τραγούδια του Καστοριανού ποιητή Χριστοπούλου, μα πιο πολύ απ’ όλα εκείνο το «εσύ φίλε μουσικέ, φωνακλά μου βάτραχε…»
Πρώτος πάντα ο Βούζιον στις κηδείες, κρατώντας προνομιακά, χρόνια ολόκληρα το σκέπασμα της κασέλας, επί κεφαλής της νεκρικής πομπής.
Πώς και πότε μάθαινε τις κηδείες, και πώς ξεφύτρωνε σαν κόρακας, αυτό πια είναι κάτι που δεν εξακριβώθηκε ποτέ.
Κάποια μέρα του 1914, την εποχή που φοιτούσα στο Γυμνάσιο της Τραπεζούντος, πέρασε έξω απ’ τον αυλόγυρο του σχολειού μας μια κηδεία. Μα στην κηδεία αυτή, πράγμα πρωτοφανές και παράδοξο, το καπάκι της κασέλας, δεν το κρατούσε σαν πάντα ο Βούζιον.
Κάποτε θα γίνουνταν κι’ αυτό! Ο Βούζιον έκανε το τελευταίο του ταξείδι για τον Άεν-Σάββα, για τα μνήματα δηλαδή της Τραπεζούντος, για τον τόπο, όπου ωδήγησε κι’ αυτός εκατοντάδες ανθρώπους, όταν εζούσε…
Αυτός ήταν με λίγα λόγια, ο ανιστορηθείς στο θεατρικό έργο του Φ. Κτενίδη «Μαυροκόρτς» Βούζιον, του οποίου, είη η γαία ελαφρά και η μνήμη άληστος…»
Μιχάλης Μεταλλείδης