«Τα ονόματά τους ήταν ελληνικά, ενώ τα επίθετα συνήθως τουρκικά και τέλειωναν σε -ογλού […] Στην εκκλησία το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος και άλλες προσευχές διαβάζονταν στα τουρκικά […] Διακρίνονται για την έντονη θρησκευτική τους συνείδηση. Εκκλησιαστικώς υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο». Πρόκειται για τους Γκαγκαούζους ή και Γκαγκαβούζηδες –τους τουρκόφωνους Ρωμιούς των Βαλκανίων.
Η γλώσσα των Γκαγκαούζων δεν έχει γραπτή μορφή και είναι μια μορφή της τουρκικής.
Οι ίδιοι εξηγούν την τουρκοφωνία τους με την προφορική αφήγηση που θέλει αυτή τη γλώσσα να τους επιβλήθηκε από τους Τούρκους πριν από τη διασπορά τους στις χώρες των Βαλκανίων. Όταν έγραφαν στη γλώσσα τους αποτύπωναν την τουρκική, αρχικά, με το ελληνικό αλφάβητο.
Η προέλευση της λέξης «Γκαγκαούζ» είναι άγνωστη. Διάφοροι μελετητές –πολλοί για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας– προσπάθησαν να τους συνδέσουν με τα μεσαιωνικά τουρκικά φύλα των Βαλκανίων τα οποία έχουν εκχριστιανιστεί, όπως έγινε με τους Ούγγρους και τους Βούλγαρους. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο όρος «Γκαγκαούζ» είναι πιο πρόσφατος. Οι πρώτοι που τον χρησιμοποίησαν ήταν οι Ρώσοι τον 18ο αιώνα και οι ίδιοι οι Γκαγκαούζοι φαίνεται ότι τον υιοθέτησαν σταδιακά.
Όσον αφορά την καταγωγή τους, υπάρχει η άποψη ότι ήταν τουρκόφωνοι Ρωμιοί που μετανάστευσαν μαζικά στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Μολδαβίας από τον 18ο έως τον 19ο αιώνα είτε από τη Μικρά Ασία, είτε από τη Θράκη. Επιχείρησαν να φύγουν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της καταπίεσης που υφίσταντο ως χριστιανοί από τους κατά τόπους μουσουλμάνους συμμορίτες και πασάδες.
«Στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Ρώσων, και λίγα χρόνια αργότερα, με ενθουσιασμό, και στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας, αντιμετωπίζοντας την οργή των οθωμανικών στρατευμάτων. Τα χωριά τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, οπότε αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.»
Όσοι Γκαγκαούζοι είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία, που έως το 1878 ήταν υπό τουρκική κατοχή, συνέχιζαν να πληρώνουν το φόρο του αίματος στην Ιστορία, υφιστάμενοι διωγμούς και λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά κινήματα κατά των Τούρκων. Εκεί πολλοί συγχωνεύτηκαν με τους Έλληνες σε περιοχές όπου διαβιούσαν μαζί. Σε περιοχές όπου οι Γκαγκαούζοι υπερτερούσαν αριθμητικά, προσπαθούσαν να ιδρύουν ελληνικά σχολεία.
Ήταν οπαδοί του ελληνισμού και υποστήριζαν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Ωστόσο με την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας, αρκετοί εξ αυτών εκβουλγαρίστηκαν λόγω της καταναγκαστικής φοίτησης στα βουλγαρικά σχολεία, της υπαγωγής στην βουλγαρική Εκκλησία και της βουλγαρικής προπαγάνδας.
Όσοι Γκαγκαούζοι της Βουλγαρίας δεν εκβουλγαρίστηκαν, είχαν εχθρικές σχέσεις με τους Βούλγαρους. Όσοι εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της σημερινής Ρουμανίας και Μολδαβίας, αντιμετωπίστηκαν με αντιπάθεια τόσο από τους Ρουμάνους λόγω της γλώσσας τους, όσο και από τους ντόπιους Τούρκους λόγω της θρησκείας τους.
Σήμερα οι Γκαγκαούζοι κατοικούν σε περιοχές της Βάρνας, Δοβρουτσάς, Βεσσαραβίας, Ουκρανίας, Ρωσίας και στην Ελλάδα.
Στη Μολδαβία υπάρχει η ημιαυτόνομη περιοχή της Γκαγκαουζίας, όπου διαβιούν περίπου 250.000 Γκαγκαούζοι.
Οι ανταλλάξιμοι Γκαγκαούζοι
Οι Γκαγκαούζοι της Ελλάδας ήλθαν μαζικά ως ανταλλάξιμοι το 1924 κυρίως από την Αδριανούπολη και εγκαταστάθηκαν στην επαρχία της Ορεστιάδας στα χωριά: Αμμόβουνο, Αρζός, Βάλτος, Δίλοφος, Θούριο, Καβύλη, Καναδάς, Κέραμος, Κλεισώ, Κριός, Κυπρίνος, Λεπτή, Οινόη, Ορμένιο, Πάλη, Πλάτη, Πύργος, Σαγήνη, Σάκκος, Σπήλαιο και Φυλάκιο.
Επίσης εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Διδυμοτείχου, στα χωριά: Ασβεστάδες, Ευγενικό, Κωστή, Πουλιά και Σαύρα. Οικογένειες ανταλλάξιμων Γκαγκαούζων υπάρχουν στα χωριά Άμφια και Ν. Καλίστη Κομοτηνής και στα Χρυσοχώραφα Σερρών.
Ενώ η ιστορία, η λαογραφία και η γλώσσα των Γκαγκαούζων έχει μελετηθεί πολύ από τους ξένους επιστήμονες –κυρίως Τούρκους, Ρώσους, Ρουμάνους και Βούλγαρους– από ελληνικής πλευράς υπήρξε αδιαφορία. Η μελέτη της λαογραφίας τους δείχνει θρακικό χαρακτήρα. Η μουσικοχορευτική τους παράδοση αποτελείται από παραλλαγές θρακιώτικων χορών συρτών, αντικρυστών, μπαϊντούσκας και χασαπιάς κ.ά.
Σχετικά πρόσφατα η Γκαγκαούζα γλωσσολόγος της Μολδαβίας Μαρία Στάμοβα-Τουφάρ, εκπονώντας σχετική έρευνα για λογαριασμό τουρκικού πανεπιστημίου, διαπίστωσε ότι η δομή της μητρικής της γλώσσας –της γκαγκαουζικής– μαρτυρά πως είναι μια γλώσσα ξένη προς τους χρήστες της. Πιο συγκεκριμένα, η δρ Στάμοβα-Τουφάρ συμπέρανε ότι οι Γκαγκαούζοι είναι Έλληνες που μιλάνε την τουρκική γλώσσα η οποία τους επιβλήθηκε έξωθεν. Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν βρήκε θετική αποδοχή στην Τουρκία και έθεσε τη διδάκτορα στη λίστα των ανεπιθύμητων εντός της επικράτειάς της.
Ενώ οι γενετικές έρευνες δείχνουν ότι οι Γκαγκαούζοι έχουν περισσότερη συγγένεια με τους βαλκανικούς πληθυσμούς από ό,τι με τις τουρκόφωνες ομάδες της Ανατολίας, η πολιτική της Τουρκίας –η οποία προωθεί τον παντουρκισμό– προπαγανδίζει το αφήγημα των «εκχριστιανισμένων Τούρκων των Βαλκανίων».
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η ελληνικότητα των Γκαγκαβούζηδων είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη, στη Μολδαβία εδώ και πολλές δεκαετίες η Τουρκία προωθεί εκδόσεις, εκπομπές, εξαγορά συνειδήσεων και διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων «φιλίας». Ενώ η τουρκική προπαγάνδα δεν έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες και –τουλάχιστον προς το παρόν– δεν μπορούμε να μιλάμε για τον εκτουρκισμό των Γκαγκαούζων, δεν παύει να αποτελεί άλλη μια μείζονος σημασίας πρόκληση απέναντι στον Ελληνισμό.
Πηγές