Έλληνας αριστοκράτης, άνθρωπος καριέρας, πολυπαρασημοφορημένος στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Μαύρης Θάλασσας αλλά και κυβερνήτης του Κυβερνείου της Σταυρούπολης της Ρωσίας.
Ο Νικολάι Γιεγκόροβιτς Νικηφοράκη (1838-1904), ο Έλληνας αντιστράτηγος και «φωτεινός κυβερνήτης» της Σταυρούπολης ήταν ένα σπουδαίο πρόσωπο για τον τόπο όπου ζούσε και δημιουργουσε αλλά σχεδόν άγνωστος στο ελληνικό κοινό.
Τέκνο του Έλληνα αριστοκράτη Γιεγκόρ Νικηφοράκη του Νικολάου, γεννηθέντος στο Κυβερνείο της Αγίας Πετρούπολης, ο Νικολάι ήρθε στη ζωή στις 4 Ιανουαρίου του 1838 στο Κυβερνείο Αικατερινοσλάβσκαγια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του διετέλεσε αστυνομικός διοικητής στην Αγία Πετρούπολη και επίτροπος διοικητής του Τρίτου τμήματος Διοίκησης της Ιδίας Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας – ενός ιστορικού διοικητικού μηχανισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία, η ίδρυση του οποίου ανάγεται στον Μεγάλο Πέτρο Α΄ της Ρωσίας (1672-1725).
Ο Νικολάι αποφοίτησε από τη Σχολή Πυροβολικού «Μιχάιλοσβκογιε» και από το 1857 ξεκίνησε να υπηρετεί με το βαθμό του ανθυπασπιστή. Το ίδιο έτος έγινε διοικητής της 20ης ορεινής ταξιαρχίας Πυροβολικού του Καυκάσου. Από το 1861, έχοντας τοποθετηθεί στη 19η ταξιαρχία Πυροβολικού, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις κατά των ορεινών ατάκτων.
Το 1867 διορίστηκε στη διοικητική μέριμνα των παρευξείνιων οικισμών – μια θέση με ιδιαίτερα πολλές και απαιτητικές υποχρεώσεις. Ήταν υπεύθυνος εποικισμού του Καυκάσου τόσο με πληθυσμούς από άλλες περιοχές της Ρωσίας, όσο και από «Έλληνες της Τουρκίας».
Ευθύνη του ήταν η ανάπλαση των λιμανιών του Ευξείνου Πόντου για την μετατροπή τους σε πόλεις.
Μετέτρεψε έξι ρωσικά παρευξείνια φρούρια σε πόλεις, μια εκ των οποίων ήταν και είναι το Νοβοροσίσκ – σημαντικός λιμένας και βιομηχανικό άστυ, στο οποίο με μέριμνα του Νικηφοράκη στρώθηκε σιδηροδρομική γραμμή.
Το 1877 ξεσπά ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος κράτησε μέχρι το 1878. Ο πόλεμος αυτός διεξήχθη από τον ορθόδοξο συνασπισμό (Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο) με την παρακίνηση και υπό την ηγεσία της Ρωσίας ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο χώρος των αντιπαραθέσεων ήταν τα Βαλκάνια, η Μαύρη Θάλασσα και ο Καύκασος. Στόχος της Ρωσίας ήταν η ανάκτηση των χαμένων εδαφών μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Στόχος των Βαλκανίων συμμάχων της ήταν η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Για τον Ελληνισμό του Έβρου ο πόλεμος αυτός είναι γνωστός ως η «Δεύτερη Ρωσία».
Με την έναρξη του πολέμου ο Νικηφοράκη ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση της Μαύρης Θάλασσας και θωράκισε την περιοχή από τον τουρκικό κίνδυνο. Τοποθέτησε τηλεχειριζόμενες τορπίλες συνδεδεμένες μέσω ηλεκτρικών καλωδιώσεων με την στεριά στο Νοβοροσίσκ και έσκαψε ορύγματα προς αποτροπή απόβασης των οθωμανικών δυνάμεων πεζοναυτών, με συνέπεια η πόλη να καταστεί ουσιαστικά απρόσβλητη. Η αποτελεσματική θωράκιση του Νοβοροσίσκ κατέστησε τον λιμένα του ορμητήριο του ρωσικού αυτοκρατορικού στόλου. Η πόλη της Ανάπας αντίθετα δέχτηκε όλη την πίεση του πυρός από τους βομβαρδισμούς, χωρίς ωστόσο μεγάλες απώλειες σε ζωές και κτήρια, καθώς τα τουρκικά κανόνια είχαν υψηλή αστοχία.
Ένα χρόνο μετά την λήξη του πολέμου – αποτέλεσμα του οποίου ήταν η επέκταση της Ρωσίας ως το Καρς και το Βατούμ – ο Νικολάι Νικηφοράκη διορίζεται διοικητής της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Το 1883 προβιβάζεται σε Υποστράτηγο. Το 1887 τοποθετείται γενικός διοικητής του Κυβερνείου της Σταυρούπολης.
Ως κυβερνήτης Σταυρούπολης ο Νικηφοράκη προέβη στον εκσυγχρονισμό της διοίκησης, στην ανάπτυξη της γεωργοκτηνοτροφίας και στον εκβιομηχανισμό και στην αυτοματοποίηση της παραγωγής. «Την περίοδο της διοίκησης του Νικηφοράκη παρατηρείται πραγματική βιομηχανική έκρηξη», κατά την οποία στη Σταυρούπολη αναπτύχθηκε η εκβιομηχάνιση της σιτοπαραγωγής, της σαπωνοποιίας, της κηροποιίας, της βουτυροποιίας, της βυρσοδεψίας, της οινοποιίας κ.ά.
Με το όνομα του Νικηφοράκη συνδέθηκε η εγκατάσταση της πρώτης τηλεφωνικής γραμμής στον Καύκασο το 1897, η οποία συνέδεε το κεντρικό υπηρεσιακό του γραφείο με τα υπόλοιπα σε απομακρυσμένες περιοχές.
Σε σύντομο διάστημα χτίστηκε και το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο της Σταυρούπολης, το οποίο εξυπηρετούσε 180 χρήστες.
Στη ρωσική βιβλιογραφία ο Νικολάι Νικηφοράκη αναφέρεται ως ο «φωτεινός κυβερνήτης» όχι τυχαία, καθώς αυτός έφερε τον ηλεκτρικό φωτισμό στη Σταυρούπολη και εγκατέστησε τον πρώτο ηλεκτρικό σταθμό. Ήταν ο μακροβιότερος κυβερνήτης και ο άνθρωπος που κατέστησε την περιοχή της Σταυρούπολης μία από τις σημαντικότερες ρωσικές επαρχίες και κέντρο Ορθοδοξίας, με τον διπλασιασμό των εκκλησιαστικών σχολών και με την ανέγερση εκατοντάδων ναών και μονών.
Τo 1896 προήχθη σε αντιστράτηγο. Συνολικά έχει τιμηθεί με έντεκα παράσημα και τρία μετάλλια για την προσφορά του στο πεδίο της μάχης και στον πολιτικό στίβο. Είναι ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος Ο Κυβερνήτης του Ρώσου λογοτέχνη Ιλιά Δ. Σουργουτσιόφ (1881-1956).
Ο Νικολάι Γιεγκόροβιτς Νικηφοράκη απεβίωσε στις 12 Φεβρουαρίου του 1904 και ετάφη με τιμές στην αυλή του Ιερού Ναού του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέα Σταυρούπολης, τον οποίον ανήγειρε ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Έλληνας κυβερνήτης μερίμνησε ιδιαίτερα για τα ζητήματα της εκπαίδευσης του λαού και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ίδρυσε το Γυμνάσιο θηλέων «Όλγας» και αρκετά ονομαστά εκπαιδευτήρια. Άνοιξε πληθώρα κλινικών. Το 1907 άνοιξε ψυχιατρική κλινική, η οποία εξελίχθηκε σε κεντρικό θεραπευτικό κέντρο του Βορείου Καυκάσου. Ειδικά για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων ο Νικηφοράκη ίδρυσε το «Σπίτι του Λαού» –ένα πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο με τα σημερινά δεδομένα– με δωρεάν βιβλιοθήκη, θεατρική ομάδα και άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες. Επίσης ίδρυσε εστιατόριο δωρεάν σίτισης για τους άπορους, ξενώνα πένητων κ.ά.
Παρά την μεγάλη κοινωνική προσφορά του ανδρός και από ειρωνεία της Τύχης, επί κομμουνιστικού καθεστώτος, ο τάφος και το άγαλμά του καταστράφηκαν από τους «υπέρμαχους του λαού» τη δεκαετία του 1930.
Το 2000 το μνήμα του αποκαταστάθηκε συμβολικά στον αύλειο χώρο του ναού, σε σημείο όπου πιθανώς βρισκόταν ο τάφος του, ενώ από το 2003 νέο επιβλητικό μνημείο του Έλληνα κυβερνήτη κοσμεί την πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού της Σταυρούπολης.
Σπάρτακος Τανασίδης
Πηγές