Ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας, ένας φιλόσοφος του ελληνισμού που κατόρθωσε να τον συνδυάσει με την πρώτη Εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θεωρείται ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ή αλλιώς ο Γρηγόριος της Ναζιανζού από τον τόπο όπου ήταν επίσκοπος στην Καππαδοκία.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου, ημέρα της κοίμησής του, ενώ συνεορτάζει με τον Μέγα Βασίλειο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στις 30 Ιανουαρίου, των Τριών Ιεραρχών.
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στο χωριό Αριανζός κοντά στη Ναζιανζό της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Οι γονείς του, Γρηγόριος ο πρεσβύτερος και Νόννα, ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες – αδέλφια του ο Άγιος Καισάριος και η Αγία Γοργονία.
Η Νόννα έστρεψε τον σύζυγό της στο χριστιανισμό – το 328 ή 329 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ναζιανζού. Ο Γρηγόριος σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στη Ναζιανζό, στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα έγινε φίλος με τον Βασίλειο τον Μέγα. Επίσης, ήταν συμφοιτητής με τον ειδωλολάτρη Ιουλιανό, μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης. Δάσκαλοι του ήταν οι γνωστοί ρήτορες Ιμέριος και Προαιρέσιος.
Το 361 ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Ναζιανζό και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατέρα του, ο οποίος επιθυμούσε να τον βοηθήσει να φροντίζει τους χριστιανούς της περιοχής. Όμως εκείνος ήθελε να γίνει μοναχός και χαρακτήρισε «πράξη τυραννίας» την προτροπή του πατέρα του. Αφότου έφυγε από το σπίτι, συνάντησε τον Βασίλειο στην Αννεσόη του Πόντου, και έκτοτε ζούσαν ως ασκητές.
Ωστόσο, ο Βασίλειος τον προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του και κοντά στον πατέρα του, κάτι που ο Γρηγόριος έκανε τον επόμενο χρόνο. Όταν έφθασε στη Ναζιανζό βρήκε τη χριστιανική κοινότητα χωρισμένη λόγω των θεολογικών διαφορών και τον πατέρα του να κατηγορείται για συμμετοχή σε αίρεση από τους τοπικούς μοναχούς. Ο Γρηγόριος κατάφερε να φέρει την ενότητα χάρη στις διπλωματικές και τις ρητορικές του ικανότητες.
Πέρασε τα επόμενα χρόνια καταπολεμώντας τον Αρειανισμό, ο οποίος απειλούσε να διαιρέσει την Καππαδοκία. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, μεσολάβησε για λογαριασμό του Βασιλείου στον επίσκοπο Ευσέβιο της Καισάρειας. Για τους δύο αδελφικούς φίλους ξεκίνησε μια περίοδος συνεργασίας, καθώς συμμετείχαν σε ρητορικό διαγωνισμό της Εκκλησίας της Καισάρειας, ο οποίος κατακρημνίστηκε από την άφιξη θεολόγων του Αρειανισμού. Στις επόμενες δημόσιες τοποθετήσεις, υπό την προεδρεία των πρακτόρων του αυτοκράτορα Ουάλη, ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος αναδείχθηκαν θριαμβευτές.
Αυτή η επιτυχία βεβαίωσε πως το μέλλον του Γρηγορίου και του Βασιλείου ήταν να αναλάβουν τη διοίκηση της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος το 370 εκλέχτηκε επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας.
Επίσκοπος στα Σάσιμα και στη Ναζιανζό
Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε επίσκοπος στα Σάσιμα το 372 από τον Βασίλειο, ο οποίος δημιούργησε την έδρα με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του στη διαμάχη του με τον Άνθιμο των Τυάνων. Οι φιλοδοξίες του πατέρα του να τον δει στην ιεραρχία της Εκκλησίας και η επιμονή του Βασιλείου έπεισαν τον Γρηγόριο να δεχθεί τη θέση του επισκόπου.
Στα τέλη του 372 ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Ναζιανζό για να βοηθήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του στη διαχείριση της επισκοπής του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εντάσεις στη σχέση του με τον Βασίλειο, ο οποίος τον ήθελε στα Σάσιμα.
Το 374, μετά το θάνατο των γονέων του, ο Γρηγόριος συνέχισε να διοικεί την επισκοπή της Ναζιανζού αλλά αρνήθηκε να λάβει τον τίτλο του επισκόπου. Αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, για τρία χρόνια (από τα τέλη του 375) Γρηγόριος ζούσε στο μοναστήρι της Σελεύκειας.
Στην Κωνσταντινούπολη
Το 379 η Σύνοδος της Αντιόχειας και ο τοπικός αρχιεπίσκοπος Μελέτιος ζήτησαν τον Γρηγόριο να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τους δισταγμούς του, δέχθηκε. Η εξαδέλφη του Θεοδοσία του πρόσφερε μια έπαυλη για κατοικία, την οποία εκείνος μετέτρεψε σε εκκλησία, την οποία ονόμασε «Αναστασία» («σκηνή για την ανάσταση της πίστης»).
Από εκεί ο Γρηγόριος μιλούσε για την Αγία Τριάδα και πολλοί ήταν οι πιστοί που πήγαιναν να τον ακούσουν.
Φοβούμενοι τη δημοτικότητά του, οι υποστηρικτές του Αρειανισμού αποφάσισαν να επιτεθούν. Το Πάσχα του 379 προέβησαν σε βιαιοπραγίες μέσα στην εκκλησία, σκοτώνοντας έναν επίσκοπο και τραυματίζοντας τον Γρηγόριο. Όταν ξέφυγε από τον όχλο, ο Γρηγόριος προδόθηκε από έναν φίλο του, τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Κυνικό. Ο Μάξιμος, ο οποίος είχε μυστική συμμαχία με τον Πέτρο, επίσκοπο της Αλεξάνδρειας, προσπάθησε να πάρει τη θέση του Γρηγορίου και να χειροτονηθεί ο ίδιος επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης. Σοκαρισμένος, ο Γρηγόριος αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση, αλλά οι πιστοί τον ανάγκασαν να μείνει και έδιωξαν τον Μάξιμο.
Στην Κωνσταντινούπολη οι ιερείς του Αρειανισμού είχαν καταλάβει τις πιο σημαντικές Εκκλησίες. Όμως θάνατος του Ουάλη το 378 έφερε στον αυτοκρατορικό θρόνο τον Θεοδόσιο Α’, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει τον Αρειανισμό. Έτσι έδιωξε τον επίσκοπο Δημόφιλο και τη θέση του έλαβε ο Γρηγόριος.
Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος
Ο Θεοδόσιος θέλησε να ενώσει την Αυτοκρατορία με τον χριστιανισμό και αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για να συζητήσουν τα θέματα πίστης και πειθαρχίας. Ο Γρηγόριος συμφώνησε μαζί του.
Την άνοιξη του 381 συγκάλεσαν τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχαν 150 Επίσκοποι της Ανατολής.
Μετά το θάνατο του προεδρεύοντος επισκόπου, Μελετίου της Αντιόχειας, ο Γρηγόριος έγινε πρόεδρος (ηγέτης) του Συνεδρίου. Ελπίζοντας να ενώσει τη Δύση και την Ανατολή πρότεινε την αναγνώριση του Παυλίνου ως πατριάρχη της Αντιοχείας. Οι Αιγύπτιοι και οι Μακεδόνες επίσκοποι, οι οποίοι υποστήριζαν τον Μάξιμο, έφθασαν αργά στη Σύνοδο κατηγορώντας τον Γρηγόριο πως πήρε τη θέση με νοθεία.
Καταπονημένος και φοβούμενος πώς θα έχανε την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα και των επισκόπων, ο Γρηγόριος, αντί να επιμείνει στη θέση του αποφάσισε να παραιτηθεί: «Αφήστε να είμαι σαν τον Προφήτη Ιωνά! Ήμουν υπεύθυνος για την καταιγίδα, αλλά θα θυσιαστώ για να σώσω το πλοίο. Δεν ήθελα να αναλάβω το Θρόνο και με χαρά θα τον αφήσω» είπε.
Σόκαρε το Συμβούλιο με την απόφασή του και ζητούσε απεγνωσμένα από τον αυτοκράτορα να δεχθεί την παραίτηση του. Ο Θεοδόσιος συγκινημένος από την ομιλία του Γρηγορίου, τον χειροκρότησε και την έκανε αποδεκτή.
Επιστρέφοντας στην Καππαδοκία, ο Γρηγόριος έγινε ξανά επίσκοπος της Ναζιανζού. Πέρασε τα επόμενα χρόνια παλεύοντας με τους αιρετικούς του Αρειανισμού και με την αρρώστια του. Άρχισε να γράφει το De Vita Sua, το αυτοβιογραφικό του ποίημα. Στα τέλη του 383, η υγεία του Γρηγορίου χειροτέρευσε και τη θέση του ανέλαβε ο Ευλάλιος. Αφού πέρασε μερικά χρόνια ειρήνης στο οικογενειακό του κτήμα, πέθανε στις 25 Ιανουαρίου 390.
Κληρονομιά
Ο Γρηγόριος είχε σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της Τριαδικής Θεολογίας τόσο μεταξύ των ελληνόφωνων όσο και με των λατινόφωνων θεολόγων και έγινε γνωστός ως «Τριαδικός Θεολόγος», καθώς δημιούργησε τη φόρμουλα για το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Τα περισσότερα από τα έργα του επηρεάζουν τους σύγχρονους θεολόγους.
Σε όλη του τη ζωή αντιμετώπισε διάφορες άκαμπτες επιλογές: Θα έπρεπε να ακολουθήσει τις μελέτες ως ρήτορας ή φιλόσοφος; Η ζωή του μοναχού θα ήταν καλύτερη από αυτή του δημόσιου προσώπου; Έπρεπε να ακολουθήσει τη ζωή που ήθελε ή τη ζωή που ήθελαν ο πατέρας του και ο Βασίλειος; Ο Γρηγόριος έχει καταγράψει πώς αυτές οι διαφορές τον βασάνιζαν.
Είναι επίσης γνωστός για τη συνεισφορά του στον τομέα της Πνευματολογίας, της θεολογίας σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει με τον τρόπο της πομπής τις σχέσεις του Πνεύματος και της Θεότητας: «Το Άγιο Πνεύμα είναι πραγματικό Πνεύμα, το οποίο έρχεται από τον Πατέρα». Αν και δεν εξήγησε τελείως την έννοια, θα διαμόρφωνε τις μετέπειτα σκέψεις για το Άγιο Πνεύμα.
Τόνιζε ότι ο Χριστός δεν έπαυσε να είναι Θεός όταν έγινε άνδρας και ότι δεν έχασε κανένα θείο χαρακτηριστικό του όταν πήρε την ανθρώπινη μορφή. Διακήρυξε επίσης την αιωνιότητα του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας ότι οι ενέργειες του ήταν κρυμμένες στη Παλαιά Διαθήκη αλλά έγιναν γνωστές μετά την Ανάληψη του Χριστού και την Πεντηκοστή.