Τη μεγάλη εικόνα του πόνου και της αγωνίας, του θανάτου, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, συνθέτουν οι μικροϊστορίες που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, και αφηγούνται το δράμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής. Άνθρωποι που ρίζωσαν στη νέα πατρίδα είχαν πολλά να αφηγηθούν· κάποιοι το έκαναν, σαν να λένε παραμύθι, άλλοι προτίμησαν την ανακούφιση της λήθης.
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κοσμάς Τσίναλης από την Άψαλο Αλμωπίας έχει ξεκινήσει να καταγράφει κάποιες από αυτές τις ιστορίες, τις οποίες διασταυρώνει με μέλη των οικογενειών των πρωταγωνιστών.
Η προσφυγιά τους βρήκε πάνω στον μεγάλο τους έρωτα! Στη μεγάλη τους τρέλα! Εκείνη Τουρκάλα, παντρεμένη με τρία παιδιά κι αυτός Έλληνας χριστιανός, νέος και ελεύθερος. Τι τους έφερε κοντά δεν ήξεραν. Είναι από τα μυστήρια της αγάπης που δεν μπορείς να δώσεις λογική απάντηση. Ζούσαν τον τρελό τους έρωτα στα κρυφά, εκεί στην πατρίδα τους σε ένα χωριό του Αϊδινίου.
Κορώνα γράμματα έπαιζαν τη ζωή τους, άμα τον έρωτά τους τον ζούσαν με πάθος! Και ήρθε ο πόλεμος και η Καταστροφή. Και έπρεπε ο Ρωμιός ν’ αφήσει την πατρίδα του και να πάει στην Ελλάδα. Πώς θα ζούσαν χωριστά ο ένας από τον άλλον. Η Τουρκάλα πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Θα έρθω μαζί σου» του είπε και έμεινε άφωνος ο Ρωμιός με την τόλμη της.
Της έκοψε τα μαλλιά, της έβαλε ψεύτικο μουστάκι, την έντυσε με δικά του ρούχα, την έκανε άντρα σωστό και ανέβηκαν και οι δύο πρόσφυγες κυνηγημένοι στο τρένο για να φτάσουν από το Αϊδίνι στη Σμύρνη μαζί με το ποτάμι των άλλων προσφύγων.
Με το καράβι έφτασαν στην Ελλάδα, πρώτα στον Πειραιά. Μετά από λίγο καιρό ο Ρωμιός βρέθηκε στα χώματα της Μακεδονίας, ακολουθώντας κι άλλους πατριώτες του και εγκαταστάθηκε με την Τουρκάλα του στο Μοναστηρατζίκ της υποδιοικήσεως Ενωτίας του Ν. Πέλλας, όπως έγραφε το προσφυγικό του βιβλιάριο που του εξέδωσε η ΕΑΠ.
Την πήγε στον μητροπολίτη Βοδενών (Έδεσσας) και την βάφτισε χριστιανή. Ελευθερία την είπαν και έτσι παντρεύτηκαν με τον Ρωμιό!
Αργότερα βρέθηκαν στην Άψαλο μαζί με άλλους πατριώτες τους από το Αϊδίνι. Άρχισαν να στρώνουν τη ζωή τους εκεί και ο Ρωμιός αναγκάζεται να απουσιάσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι κάνοντας μεροκάματα κάπου σε χωριά της Θεσσαλίας.
Η Ελευθερία γνωρίζεται με μια Θρακιώτισσα η οποία την «εξωκεφαλίασε», δηλαδή την ξεμυάλισε, και άρχισε να ζει άσωτη ζωή. Γυρίζοντας ο Ρωμιός από τη Θεσσαλία μαθαίνει τα άσχημα νέα της και την διώχνει από το σπίτι. Αυτή βρέθηκε σε κάποιο χωριό της Βέροιας όπου συνέχισε την άσωτη ζωή της.
Έτσι, η Αϊσέ η Τουρκάλα που έγινε η χριστιανή Ελευθερία για το χατίρι ενός μεγάλου έρωτα, που παράτησε οικογένεια, παιδιά και πατρίδα, πέθανε μόνη της, έχοντας ίσως μοναδική συντροφιά τις τύψεις της για όσα «παράλογα» έκανε στη ζωή της.
Τα πρόσωπα της ιστορίας ήταν υπαρκτά. Ο Ρωμιός της ιστορίας ήταν ο παππούς μου ο Κοσμάς, γεννημένος στην Τσίνα Αϊδινίου και την ιστορία αυτή την άκουγα σαν παραμύθι από τη μάνα μου όταν ήμουν μικρό παιδί και έμαθα κάποιες λεπτομέρειες λίγο διάστημα πριν πεθάνει.
Στην Άψαλο, ο Κοσμάς βρέθηκε με την Ασημώ, τη γιαγιά μου, η οποία μεγάλωνε κατατρεγμένη από την οικογένειά της, τα δύο της αγόρια μέσα στη φτώχεια και στην ανέχεια. Έτσι πήρε και τον Κοσμά. «Για να βάλει τα παιδιά της κάτω από ένα κεραμίδι» όπως μας έλεγε. Και πίστευε πως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, μιας και δεν έκανε παιδιά με την Τουρκάλα Ελευθερία. Ο Κοσμάς όμως έκανε δύο παιδιά ακόμα με την Ασημώ! Τον πατέρα μου και τη θεία μου!
Ο παππούς Κοσμάς πέθανε νέος, το 1938 πριν από τον πόλεμο του 1940 αφήνοντας ξανά την Ασημώ μόνη να μεγαλώνει αυτή τη φορά τα τέσσερα παιδιά της και να τα βάζει με ανθρώπους και με τον Θεό τον ίδιο κάποιες φορές για να τα μεγαλώσει.