Στον θρησκευτικό τουρισμό, αυτόν που συνδέεται και με τους χριστιανούς, τη θρησκευτική μειονότητα που επιχείρησαν να εξολοθρεύσουν στις αρχές του 20ού αιώνα κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας, φαίνεται ότι επενδύουν οι Τούρκοι. «Πετράδι του στέμματος» η Μονή της Παναγίας Σουμελά στη Ματσούκα της Τραπεζούντας, με την οποία επιχειρείται συχνά πυκνά να γίνει σύγκριση των άλλων ελληνορθόδοξων μονών, ώστε να αποτελέσουν και εκείνες πόλο έλξης.
Βέβαια, σε αντίθεση με την Παναγία Σουμελά –η οποία σπάει ρεκόρ επισκέψεων κάθε εποχή–, στα υπόλοιπα μνημεία δεν έχουν διατεθεί τόσα κονδύλια για εργασίες και αναστηλώσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση η Μονή Βαζελώνα.
Λίγο πιο διαφορετική είναι η περίπτωση της Παναγίας της Γαράσαρης, η οποία βρίσκεται στα όρια του Δήμου Νικόπολης, στην επαρχία της Κερασούντας.
Το 2013 και το 2015 από το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού «έτρεξε» ένα αναστηλωτικό έργο, το οποίο διαφημίστηκε ότι αφορά «την άλλη Σουμελά» της Τουρκίας. Μάλιστα όσο το ιστορικό μοναστήρι στη Ματσούκα ήταν κλειστό λόγω των εκτεταμένων εργασιών, η δημοτική Αρχή καλούσε τον κόσμο να πάει μέχρι τη Γαράσαρη (των κάποτε 8.000 Ελλήνων ποντιακής καταγωγής) για να θαυμάσει ένα άλλο μνημείο αφιερωμένο στην Παναγία.
Αντίστοιχη προσπάθεια διαφήμισης είναι σε εξέλιξη από την τοπική Υπηρεσία Πολιτισμού και Τέχνης· τονίζεται ότι είναι ένα κρυμμένο μοναστήρι μέσα στην κοιλότητα του βράχου, το οποίο έχει εναρμονιστεί άψογα με το τοπίο.
Η Παναγία της Γαράσαρης, η θαυματουργή
Το μοναστήρι της Παναγίας της Γαράσαρης πριν από την ανακαίνισή του επί 10ετίες έστεκε ερειπωμένο – μέχρι και σήμερα υπάρχουν πολλές ενστάσεις για το σχέδιο αναπαλαίωσης που υλοποιήθηκε αλλά και για το εάν η μονή έχει σχέση με εκείνη που φρόντιζαν οι Έλληνες μέχρι το 1923. Βρίσκεται στο Καγιάντιπι, περίπου 11 χλμ ανατολικά του Σεμπίνκαραχισάρ (Νικόπολη). Εκτείνεται σε τέσσερα επίπεδα και οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τοιχογραφίες.
Μετά το σεισμό του 1939 η μετάβαση στο μοναστήρι ήταν πολύ δύσκολη. Είναι το μεγαλύτερο φυσικό και λαξεμένο μοναστήρι στην Τουρκία μετά τη μονή της Παναγίας Σουμελά.
Κατασκευάστηκε το 454 από τον Ιωάννη τον Ησυχαστή στο βράχο της Αναλήψεως και λειτούργησε μέχρι το 482, οπότε χειροτονήθηκε επίσκοπος Νικοπόλεως.
Στα επόμενα χρόνια οι πληροφορίες που υπάρχουν για το μοναστήρι είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε ότι το 1815, ο από το 1807 ιερομόναχος Ιωαννίκιος Θωμαΐδης που καταγόταν από το χωριό Χάχαβλα., συμπλήρωσε το οικοδόμημα της μονής και έκτοτε διατέλεσε ηγούμενός της.
Οι κάτοικοι του χωριού Καγιά Τιπί πρόσφεραν 5.000 στρέμματα καλλιεργήσιμων αγρών, ενώ άλλα 5.000 στρέμματα πρόσφερε ο τσιφλικάς της περιοχής Μπεκτές μπέης, ο οποίος σώθηκε από καταδικαστική απόφαση χάρη στη μεσολάβηση προς το Πατριαρχείο του ηγουμένου Ιωαννίκιου.
Η μονή είχε τρεις ορόφους και στον τελευταίο βρισκόταν χτισμένος ο ναός βυζαντινού ρυθμού με τρούλο, ενώ υπήρχε και παρεκκλήσι προς τιμή της Αγίας Άννας. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών ο ηγούμενος Ηλίας Παπαδόπουλος φρόντισε και μετέφερε τα ιερά κειμήλια στην Καβάλα, στο συνοικισμό της Κηπούπολης στην εκκλησία της Παναγούδας που ανέγειρε ο ίδιος το 1926. Η μονή καταστράφηκε από τους Τούρκους.
Στο μοναστήρι ανέβαινε κανείς από το ελικοειδές μονοπάτι που υπάρχει ακόμα. Κόσμος το επισκεπτόταν όλο το χρόνο γιατί θεωρούνταν θαυματουργό. Όταν πια ερήμωσε, αφέθηκε μέχρι που κατάρρευσε στο μεγαλύτερο μέρος του.