Την τελευταία της πνοή άφησε το πρωί η Καίτη Γκρέυ, η φωνή που σημάδεψε όσο λίγοι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, και δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής της, όπως ήταν η θυελλώδης σχέση της με τον αξέχαστο Στέλιο Καζαντζίδη.
Πέντε χρόνια κράτησε ο αρραβώνας τους, πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για κείνη την περίοδο, το σίγουρο όμως είναι ότι έληξε άδοξα.
Στην αυτοβιογραφία της, που κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις «Οδός Πανός» με τίτλο Αυτή είναι η ζωή μου (σε επιμέλεια Γιώργου Χρονά), η μεγάλη τραγουδίστρια περιέγραψε τη γνωριμία τους, και το ρόλο που έπαιξε σ’ αυτήν η κυρα-Γεσθημανή, η μητέρα του Στέλιου.
Γράφει η Καίτη Γκρέυ:
Πήγα με τον Μπιθικώτση και τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω, στον «Κήπο του Αλλάχ». Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι ότι ερχότανε ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτήν που τραγουδάει το «Βουνό». Κι όταν με δείχνανε και λέγανε ότι «αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει;», δεν πιστεύανε ότι αυτό το κοριτσάκι που τότε δεν ήτανε ούτε σαράντα οκάδες, μπορούσε να ’χει αυτή τη φωνή με αυτή την έκταση τη μεγάλη. Τους φαινόταν πάρα πολύ περίεργο. Μετά, με άφησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στον «Ζέφυρο», ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο. Πήγα πράγματι μαζί του γιατί ο Γεράσιμος ήτανε ο καλύτερός μου φίλος και ο ωραιότερος συνθέτης κι ο ωραιότερος συνάδελφος που γνώρισα.
Εδώ, στον «Ζέφυρο», ήταν η μοίρα μου, η μοίρα του Καζαντζίδη, η ιστορία μου με τον Καζαντζίδη.
Στον «Ζέφυρο», κάθε Σάββατο έβλεπα μια γριούλα να έρχεται και τον Κλουβάτο να κατεβαίνει να της δίνει λεφτά και να της μιλάει. Μια μέρα του λέω, «Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η γυναίκα που έρχεται και της δίνεις λεφτά και της μιλάς;». Μου λέει, αυτή είναι η μάνα ενός καινούργιου τραγουδιστή που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά. Λέω, γιατί είναι φυλακή; Μου λέει, «να, τον ενοχοποίησε ένας λοχίας συνάδελφός του».
Είχε μια γκόμενα ο Καζαντζίδης και του την πήρε ο λοχίας και για να τον ενοχοποιήσει του έβαλε στο τσεπάκι του χιτώνιου χασίσι και το βρήκαν και τώρα είναι υπόδικος, θα περάσει στρατοδικείο σε λίγες μέρες. Λέω σε ποια φυλακή είναι αυτός ο στρατιώτης; Μου λέει, στη Μακρόνησο. Ζήτησα τότε από τον Κλουβάτο, αν μπορώ, να της δίνω κι εγώ κανένα κατοστάρικο να του πάρει κανένα πακέτο τσιγάρα. Μου λέει, «γιατί δεν μπορείς; Μπορείς».
Πραγματικά, λοιπόν, γνωριστήκαμε με την κυρία Γεσθημανή, την έπειτα πεθερά μου, κι όποτε ερχόταν, κάθε Σάββατο που περνούσε από το μαγαζί, κατέβαινα εγώ, της παράγγελνα και μια μπιρίτσα κι ένα μεζεδάκι και της έδινα και κανένα κατοστάρικο, «να», λέω, «να πάρετε στο γιο σας δυο πακέτα τσιγάρα από μένα». Αυτή, λοιπόν, όταν πήγαινε στον Στέλιο, στη Μακρόνησο, του έλεγε, «Στέλιο μου, άμα θα βγεις από τη φυλακή, θα σε πάω να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα, που λέει το “Βουνό”.
»Τι καλό κορίτσι και τι όμορφο και τι καλή ψυχή. Τι πονετικό κορίτσι, που μόλις με δει, με παίρνει να με κεράσει, να μου δώσει λεφτά να σου πάρω τσιγάρα».
Τον Στέλιο δεν τον ήξερα φατσικώς καθόλου. Ούτε και ακουστικώς. Τίποτα. Μια μέρα, λοιπόν, μου λέει ο Γεράσιμος: «Καίτη, αύριο περνάει στρατοδικείο αυτό το παιδί που του στέλνουμε τσιγάρα. Πάμε;». Λέω, «Γεράσιμε, εμένα μη μου λες να πάω σε τέτοια πράγματα, σε δικαστήρια και σε τέτοια, δεν πάω. Όχι αγόρι μου», του λέω, «άμα θες πήγαινε εσύ, εγώ δεν πάω». Πραγματικά, δεν πήγα. Ο Στέλιος ήτανε υπόδικος 4,5 μήνες. Δικάστηκε μου φαίνεται τέσσερις μήνες φυλακή. Οπότε βγήκε.
Ένα βράδυ, λοιπόν, που πήγα στο μαγαζί, με παίρνει απ’ το χέρι ο Γεράσιμος και μου λέει «έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι, που του στέλναμε τα τσιγάρα». Πραγματικά, με πήγε εκεί, σε ένα τραπεζάκι ήταν ο Στέλιος, με μία κοπέλα. Θυμάμαι και τ’ όνομά της, Ελένη. Μου είπε «ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που μου στέλνατε» κι αυτά. Συνεσταλμένο παιδί. Μάλιστα, κρύωνε κι η κοπέλα του και της έδωσα μια ζακέτα να ρίξει στην πλάτη της, γιατί ήτανε καλοκαίρι. Έξω δουλεύαμε. Ήταν Παρασκευή βράδυ. Του ’53.
Έφυγε, λοιπόν, ο Στέλιος, τον εβάλαμε και είπε δυο τραγούδια, και το Σάββατο το βράδυ, την άλλη μέρα, ήρθε οικογενειακώς ο Στέλιος. Η μητέρα του, οι θείες του, όλοι μαζί. Πόντιοι αυτοί. Μιλάγανε και ποντιακά.
Κάποια στιγμή, μου λέει ο Στέλιος, χορεύουμε ένα ταγκό; Γιατί βάζαμε τότε και ευρωπαϊκά, στα διαλείμματα, για να χορεύει ο κόσμος. Χορέψαμε, λοιπόν. Μου λέει, «έχεις στο σπίτι τους δίσκους σου;». Λέω, πώς δεν τους έχω; Μου λέει, «έχεις πικάπ;». Λέω, πώς δεν έχω; Μου λέει, έρχεσαι αύριο το μεσημέρι σπίτι να φάμε μαζί και να φέρεις και το πικάπ με τους δίσκους σου να τους ακούσω; Λέω, «Στέλιο, δεν σου δίνω το λόγο μου, γιατί δεν ξυπνάω, είμαι υπναρού. Δεν ξυπνάω τα μεσημέρια πολλές φορές». Μου λέει, σε παρακαλώ. Αφού καθόμαστε στο τραπέζι και με παρακαλάει κι η μητέρα του και μου λέει «έλα, κορίτσι μου, έχω υποχρέωση, έλα να φάμε ένα μεσημέρι μαζί», λέω «αν το θεωρείτε υποχρέωση αυτό που έκανα, δεν έρχομαι». Μου λέει «όχι, θέλω πολύ να έρθεις στο σπίτι. Θέλω, σε παρακαλώ, έλα».
Πραγματικά, την άλλη μέρα το μεσημέρι, εγώ ξύπνησα, έβαλα το πικάπ και τους δίσκους μέσα σε ένα ταξί, εγώ έμενα στο Νέο Ηράκλειο, ο Στέλιος έμενε στη Νέα Ιωνία, Αλαΐας 33. Και πήγα στο σπίτι. Πραγματικά, ήταν οι θείοι του, οι θείες του, η μάνα του είχε ετοιμάσει ένα εκπληκτικό τραπέζι. Και την ώρα που τρώγαμε, ερχόταν η μητέρα του και με αγκάλιαζε και μου έλεγε «εγώ εσένα θέλω να κάνω νυφούλα μου. Είσαι πολύ καλό παιδί». Και φυσικά, δεν λέω ότι δεν ήταν κι ένα ωραίο παιδί ο Στέλιος, αλλά την πρώτη ιδέα για το δεσμό που δημιούργησα με το Στέλιο, μου την έδωσε η μητέρα του.
Μ’ άρεσε και σαν άντρας ο Στέλιος, γιατί, λέω, ότι τότε δεν ήτανε ο Καζαντζίδης, αυτό το λέω γιατί εγώ τον αγάπησα σαν Στέλιο τον Καζαντζίδη, γιατί ήτανε ωραίο παιδί κι είχε και ωραία ψυχή.
Είχε μόνο ένα ελάττωμα. Το έχουν όλα τα παιδιά, αλλά αυτός το είχε παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του. Κι εγώ είμαι μάνα κι εγώ αγαπώ τα παιδιά μου κι αυτά με αγαπάνε. Δεν τα εμπόδισα όμως ποτές στην ευτυχία τους. Πήρανε αυτές που θέλανε. Δεν τους είπα να μην τις πάρουνε, ας ήτανε φτωχές, ας ήτανε οτιδήποτε. Τ’ άφησα και φτιάξανε τη ζωή τους, όπως τη θέλανε αυτά. Εκείνη όμως επηρέαζε πάρα πολύ τον Στέλιο κι αυτό ίσως κατέστρεψε και μένα κι εκείνον.