Από τις θερμές πηγές, λέγεται ότι πήρε το όνομά της. Σ’ αυτές οφειλόταν και η οικονομική ανάπτυξή της στις αρχές του 20ού αιώνα και πριν από την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Ωστόσο η Κάβζα (Χάβζα, Χάουσα, Χαούζα, Κάουσα, Χαούζ ή Χαβούζ, τουρκ. Havza) –άλλες πηγές αναφέρουν πως κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Καβησσός (Θέρμαι Φαζημονιτών) ή Καβασσός– έχει συνδεθεί ως ένα βαθμό με το αντάρτικο του Πόντου και τα μαρτύρια που υπέστησαν κάτοικοι της Αμισού και της Πάφρας.
Οι Τούρκοι τους υποχρέωναν να κάνουν μπάνιο και μετά τους έβγαζαν έξω μέσα στο κρύο και τα χιόνια για να αρρωστήσουν.
Η Κάβζα βρισκόταν στην κοιλάδα του Tersakan Cay αριστερού παραπόταμου του Γεσίλ ιρμάκ (Ίρις ποταμός), σε απόσταση 66 χλμ. ΝΔ της Σαμψούντας, 38 χλμ ΒΑ της Αμάσειας, 21 χλμ. Δ-ΒΔ του Λαντίκ, 35 χλμ ΝΔ του Καβάκ και 25 χλμ ΝΑ του Βεζίρ Κιοπρού.
Ήταν καϊμακαμλίκι με μουτεσαριφλίκι την Αμάσεια και βαληλίκι τη Σεβάστεια. Υπαγόταν στη μητρόπολη Αμασείας με έδρα του μητροπολίτη «του Αμασείας υπερτίμου και εξάρχου παντός Ευξείνου Πόντου», τη Σαμψούντα. Στην περιφέρεια υπήρχε επίσκοπος, αντιπρόσωπος του μητροπολίτη, καθώς και μουχτάρης.
Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι ζούσαν στην περιοχή
Οι περισσότεροι από τους Έλληνες κατοίκους εγκαταστάθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής της ανάπτυξης. Σε αυτό συντελούσε η ευφορία της γης που προσέλκυσε όσους προέρχονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και οι οποίοι εργάστηκαν ως γεωργοί ή μικροεπαγγελματίες.
Οι καταγόμενοι από την Καισάρεια ανέπτυξαν κυρίως εμπορική δραστηριότητα, αφού η Κάβζα αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό διαμετακομιστικό σταθμό.
Στις αρχές του 20ού αιώνα στην περιφέρεια της Κάβζας ζούσαν περίπου 4.000 κάτοικοι, από τους οποίους οι 800 (120-130 οικογένειες) ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι και Αρμένιοι. Τα τελευταία χρόνια, πριν από την Ανταλλαγή, οι Έλληνες υπολογίζονταν σε 500 και ήταν οι περισσότεροι τουρκόφωνοι[2]. Εξαίρεση αποτελούσαν οι καταγόμενοι από τον οικισμό Αλάν της περιφέρειας Λαντίκ και οι εγγράμματοι της περιοχής.
Το 1914, συγκεκριμένα, η περιφέρεια είχε μία πόλη και 41 χωριά όπου ζούσαν 15.237 κάτοικοι. Έλληνες και Αρμένιοι είχαν χτίσει 55 εκκλησίες-παρεκκλήσια. Στα 35 αρρεναγωγεία και τα 9 παρθεναγωγεία φοιτούσαν 1.182 μαθητές και 372 μαθήτριες αντίστοιχα ενώ δίδασκαν 43 δάσκαλοι και 11 δασκάλες [3]. Αργότερα τα ελληνικά χωριά μειώθηκαν σε 26 από τα οποία, τα μικρότερα φιλοξενούσαν από 15 ελληνικές οικογένειες ενώ τα μεγαλύτερα από 100 έως 300[4].
Μέσα στην πόλη υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Το σχολείο, τετρατάξιο δημοτικό και τριτάξιο σχολαρχείο, στεγαζόταν στο Μιλέτ Χανί (εθνικό χάνι), οίκημα που είχε κτίσει ο μητροπολίτης Αμασείας Σωφρόνιος (1855-1863) για τις ανάγκες της κοινότητας.
Ορισμένα από τα χωριά της Κάβζας
Ο Χρήστος Σαμουηλίδης καταγράφει στο βιβλίο του Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού (Αφοί Κυριακίδη, 1992) τα χωριά που ανήκαν στην περιφέρεια της Κάβζας[5]. Ενδεχομένως κάποια από αυτά να μην ανήκαν σε αυτήν ή να έπαψαν να ανήκουν με το πέρασμα του χρόνου:
• Κάβζα
• Αμπτουρχασάν
• Αχγιάρμουρτσουγού
• Γιαγπασάν
• Γιαγτζίμαχμούρ
• Γίλχουτζα
• Γιουβάσοχου
• Γκολούτζα
• Ελμαλούτζα
• Εσκίορεν
• Ιγδίζ
• Ισίκιοϊ (ή Σίχκιοϊ)
• Καβατζήγιουρτ (ή Καβακτσή)
• Καράμεσα
• Καρατζάορεν (ή Καρατζάβιραν)
• Κεντιρλί
• Κενέκ
• Κιζιλτζάορεν
• Κιοσουρούφ
• Κιρανλού (ή Κιρενλίκ)
• Κοβανίτς
• Κοπτσούταγου
• Κοτζάογλου
• Μαϊσλού
• Ναρλούκ
• Ντερετζάν
• Ντερετζίκ
• Ορφάν (ή Οφράν)
• Ουμουρτζούκ (ή Ιμιρτζίκ)
• Πουρσούκαλαν
• Σερίφαλι (Σερέφελι)
• Σίχκιοϊ
• Σουλεϊμάνκιοϊ (ή Σιλεμένκιοϊ)
• Σοφουλάρ
• Τάσολουκ
• Τάχνα
• Τεκέκουραν (Τεκέαραν)
• Τονούζαλαν
• Τσαϊροζου (ή Τσιφλίκ)
• Τσιφλίκ
• Τσαμλούκιοϊ
• Τσαμλούτζα (ή Χαμάμ-αγιαγού)
• Τσιρλαχλάρ
• Τσελτέκ
• Χατζήντεντέ.