Ήταν νέος, ωραίος, έξυπνος, πολιτικοποιήμενος και βρέθηκε στον Πόντο για δουλειές. Ο Άγγελος Γλυκής από τη Λέσβο έζησε 15 χρόνια στα Κοτύωρα και το όνομά του, παρά την μη ποντιακή καταγωγή του, συνδέθηκε για πάντα με τον τόπο αφού ήταν εκείνος που παρήγγειλε την κατασκευή βρυσών στο δρόμο από τα Κοτύωρα στο μοιραίο Τσάμπασιν.
Μαθαίνουμε περισσότερα για αυτόν από επιστολή που έστειλε ο Ξένος Ξενίτας στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Μακεδονικός Αγών» της Κατερίνης, με αφορμή ταξιδιωτικό άρθρο της 18ης Ιανουαρίου 1953 του Αφεντούλη Καταρτζή.
Στο δημοσίευμα υπήρχαν πληροφορίες για τον Άγγελο Γλυκή που τις είχε μεταφέρει στον Καταρτζή ο Λάζαρος Αμανατίδης. Ο Ξένος Ξενίτας έγραψε την επιστολή του στις 27 Ιανουαρίου 1953 και δημοσιεύτηκε στον Μακεδονικό Αγώνα, στις 8 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους (αριθ. φύλ. 283/252).
Η επιστολή φιλοξενήθηκε ολόκληρη στα Χρονικά του Πόντου, στο τεύχος 23-24, τον Φεβρουάριο του 1954. Το τεύχος αντιστοιχούσε στους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο του 1946 του παλαιού περιοδικού.
≈
Ο Άγγελος Γλυκής καταγόταν από τη Λέσβο. Ήταν, πράγματι, άντρας ωραίος. Η δεκαπεντάχρονη περίπου ζωή του στα Κοτύωρα άφησε εποχή. Και η παράδοση γύρω από τη δράση του και το όνομά του διατηρούνταν και απο τις βρύσες που είχε φτιάξει στο δρόμο του Τσάμπασι «’ς σο καινούρ’ το Γιοχούσ’».
Είχε κατακτήσει τη συμπάθεια όλου του πληθυσμού των Κοτυώρων και της περιοχής με την πολύμορφη κοινωνική δράση του και με την ακτινοβολία του της ανδρικής ομορφιάς και λεβεντιάς του. Ανακατεύτηκε και στα Κοινοτικά των Κοτυώρων και στα κομματικά για την ανάδειξη του Έλληνα Μουχτάρη.
Ήσαν τότε δύο κόμματα: Του Συμεών Γρηγοριάδη (τη Συμεών τη Χατζηγοργόρ’) και του Παναγιώτη Κοσμίδη (τη Πάνονος τη Κοσμόγλου). Ο Γλυκής ανήκε στο κόμμα του τελευταίου.
Υποστηριχτές-κομματάρχες του πρώτου ήσαν ο Λεωνίδας Παστιάδης, ο Γεώργιος Ψωμιάδης, ο Θεμιστοκλής Παστιάδης και λοιποί. Με τον δεύτερο ήσαν ο Γιάνναγας ο Χατζήκοσμας, ο Παύλος Χατζήκοσμας, ο Άγγελος Γλυκής και άλλοι. Αρκετά επικρατούσε και τότε ο φανατισμός γύρω στα κομματικά. Σε κάποια μάλιστα αλλαγή Μουχτάρη είχε βγει και το ακόλουθο τραγούδι:
Εσκή Μουχτάρ ολτού
ολτού κεπαζέ (ή μασκαρά)
Γενή Μουχτάρ ολτού
ολτού πίρ πασά.
(Δηλαδή ο παλιός μουχτάρης έγινε μασκαράς, γελοιοποίηθηκε, ο νέος μουχτάρης έγινε πασάς).
Ο Άγγελος Γλυκής πέθανε στις 23 Απριλίου του 1894, σε ηλικία 33 ετών. Η νοικοκυρά του η Κερεκή τη Παμπούχ’, έλεγε πάντα: «Τη Χριστού τα χρόνα είχεν». Τον έκλαψε και τον πένθησε όλος ο πληθυσμός των Κοτυώρων, αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος. Ο καϊμακάμης με όλες τις τοπικές τουρκικές αρχές, πλήθος πολύ, Τούρκοι και χανούμισες, που γιόρταζαν κι αυτοί την ημέρα εκείνη (χουτρελέζ), παρακολούθησαν την κηδεία. Οι χανούμισσες είχανε πάγει σε σπίτια γνωστών τους Ελλήνων και παρακολουθούσαν από τα παράθυρα το ξόδι.
Για την προσφώνηση του νεκρού δεν βρισκότανε άλλος πιο κατάλληλος από τον Θεμιστοκλή Παστιάδη, που ανήκε όμως στο αντίθετο κόμμα. Ο νοικοκύρης και γραμματέας του Γλυκή Κυριάκος Βαμβακίδης –ο Κυράκον τη Παμπούχ‘, πήγε και τον παρακάλεσε ν’ αναλάβει να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ο Θεμ. Παστιάδης δέχθηκε ευχαρίστως αφού έγινε δεκτός ο όρος του να δοθούν από την ικανή περιουσία που άφησε, δέκα λίρες Τουρκίας χρυσές στο σχολικό ταμείο.
Άρχισε την προσφώνησή του ως εξής: «Ξένος, υπό ξένου εις ξένην χώραν προπέμπεται! Ποιοι μελανοπτέρυγες άγγελοι περιίπτανται ταύτην την στιγμήν πέριξ της μητρός σου διά να τη αναγγείλουν τον θάνατον του υιού της!…»
Την κηδεία του παρακολουθήσε επίσης το άσπρο άλογό του, σκεπασμένο με μαύρα κρέπια, καθώς και το σκυλλάκι του, που τον συνόδευε παντού. την ώρα μάλιστα του ενταφιασμού, το σκυλάκι πήδηξε μέσα στον τάφο, βγάζοντας φωνές σαν κλαψουρίσματα, πράγμα που κορύφωσε τη γενική συγκίνηση.
Ο Άγγελος Γλυκής πέθανε από τύψο. Δεν άντεξε στην αρρώστεια γιατί –λέγανε– έπινε πολύ. Και μένει η απήχηση από το κοτσομπολιό της εποχής εκείνης, πως τάπινε και τα κοπάναε με τους επιτελείς και με τον αρχηγό του κόμματος, τον Πάνον τη Κοσμόγλου,που «ασ’ τ’ εέντον κιάν’ Μουχτάρτς, άλλο ‘ς σ’ Ορτούς τα χωρία πετεινός ‘κ’ ελάλεσεν».
Ήγουν, εκμετάλλευση κομματική, που δείχνει πως κ’ εμείς εκεί ψηλά, δεν μέναμε παρακάτω από τους εδώ ομοεθνείς μας, κι ας έχουν μόνο αυτοί τόνομα…
Με αγάπη
Ξένος Ξενίτας