«Κυρία-κυρία, να πω μάθημα;», ή «Κυρία, δεν μπόρεσα να διαβάσω χθες». Ατάκες που σίγουρα η Μαρία Καβογιάννη είχε ακούσει ουκ ολίγες φορές στη σταδιοδρομία της ως εκπαιδευτικού. Γιατί μπορεί η ψυχή της να πετάριζε στον Ίψεν ή το αρχαίο δράμα, όμως υπάρχει και ο ρεαλισμός της πραγματικότητας.
Έτσι, η νεαρή Μαρία Καβογιάννη αρχικά εργάστηκε ως δασκάλα.
Άλλωστε, εκτός από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης είχε σπουδάσει Οικονομικά στην ΑΣΟΕ και παιδαγωγικά στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Εκεί, στις σπουδές της, γνώρισε τον γλύπτη, σήμερα, Πέτρο Δριτσώνα. Εκείνος πήγε στην Καλών Τεχνών, εκείνη στην υποκριτική. Το ζευγάρι είναι παντρεμένο από τη δεκαετία του 1990, έχουν μια κόρη (την Αδελαΐδα [Αντέλα]), αλλά μην περιμένετε φωτογραφίες τους από κοσμική ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα. Όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού, η διασημότητα και τα φλας μένουν απ’ έξω.
Ο δρόμος για την αναγνώριση
Στη δραματική είχε συμμαθήτριες, μεταξύ άλλων, την Υρώ Μανέ και την Καίτη Κωνσταντίνου. Ειδικά με την τελευταία είναι σχεδόν αδελφές, αφού της έχει βαφτίσει την κόρη ενώ μένουν σχεδόν δίπλα.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε ως… ο εαυτός της, καθώς συμμετείχε στο πρώτο τηλεπαιχνίδι της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης (και συγκεκριμένα του Mega Channel) «Τηλεμπλόφες» που παρουσίαζε ο αξέχαστος Βασίλης Τσιβιλίκας.
Στην ουσία όμως το όνομά της άρχισε να ακούγεται από το ραδιόφωνο, στα κλασικά πλέον «Κακά παιδιά» των Λάλα–Ταγματάρχη. Εκεί συμμετείχε σε σαρκαστικά σκετσάκια αλλά και στις περιβόητες φάρσες του διδύμου.
Μετά από δυο-τρεις τηλεοπτικές εμφανίσεις, φτάνουμε στο 1995. Τη χρονιά ορόσημο που ο Αλέξανδρος Ρήγας της δίνει το ρόλο της Ασπασίας στη λατρεμένη «Dolce vita». Την ίδια χρονιά μαθαίνει ότι είναι έγκυος. Χαρά, αναγνώριση, κιλά και άγχος κυριαρχούσαν στη ζωή της.
Τελικά όλα πήγαν κάτι παραπάνω από καλά, ενώ στη σειρά, προς το τέλος του β’ κύκλου, γνώρισε έναν νεαρό τότε ηθοποιό, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, που ύστερα από δύο δεκαετίες τους περίμεναν θρίαμβοι και επιτυχίες.
Επίσης γνώρισε και τον έτερο σεναριογράφο της σειράς, τον Θοδωρή Πετρόπουλο, που της ετοίμαζε κάτι …εγκληματικό!
Δύο σίριαλ σε ένα
Μπορεί τα «Εγκλήματα» να θεωρούνται από τις καλύτερες και πιο πετυχημένες σειρές όλων των εποχών, όμως το παρασκήνιο κάλλιστα μπορούσε να γίνει σενάριο από μόνο του. Όταν ο Πετρόπουλος έδωσε τα πρώτα επεισόδια στον παραγωγό Νίκο Βεργέτη, ενθουσιάστηκε με το σενάριο και πρότεινε να γυριστούν κάποια, ένας «πιλότος» για παρουσιαστεί στα κανάλια. Έτσι κι έγινε.
Το Mega όμως θεώρησε το σίριαλ πολύ «τολμηρό» και προχωρημένο. Και μάλιστα, μια από τις αντιρρήσεις του καναλιού ήταν ο ρόλος της καλόκαρδης –όπως αποδείχτηκε– πόρνης, της Κορίνας.
Στο ρόλο αυτόν, η Καβογιάννη εκτοξεύτηκε στην κορυφή. Παρά το συντηρητικό του προφίλ, ύστερα από πολλές συζητήσεις ο ΑΝΤ1 ήταν αυτός που είπε τελικά το ΟΚ. Όμως η έγκριση δόθηκε στα μέσα της σεζόν και δεν υπήρχε χώρος, έτσι πήγε για την επόμενη.
Αρχικά τα νούμερα τηλεθέασης ήταν αποκαρδιωτικά. Τον πρώτο μήνα προβολής οι συντελεστές ήταν πεπεισμένοι ότι η δουλειά αυτή δεν θα ολοκληρωθεί και ότι θα προβληθούν μόνο όσα επεισόδια είχαν γυριστεί σχεδόν έναν χρόνο πριν.
Έλα όμως που η διαφήμιση «στόμα με στόμα» απέδωσε, και από ένα επεισόδιο και μετά η σειρά άρχισε να ανεβαίνει. Και έλα όμως που ο παραγωγός είχε βαρέσει κανόνι και δεν υπήρχε εταιρεία να το αναλάβει…
Σχεδόν την τελευταία στιγμή, και όταν κόντευαν να τελειώσουν τα επεισόδια που είχαν γυριστεί, ο ΑΝΤ1 αποφάσισε να γίνει εσωτερική παραγωγή. Κι εκεί ξεκίνησε ένας νέος μαραθώνιος, ώστε τα γυρίσματα, το μοντάζ και η προβολή να γίνονται στην ώρα τους.
Μπορεί το πρώτο επεισόδιο της σειράς να ζορίστηκε να πιάσει διψήφιο ποσοστό τηλεθέασης, όμως το αντίστοιχο πρώτο του β’ κύκλου έκανε άνετα πάνω από 50%.
Τα «Εγκλήματα» έγιναν τρελή επιτυχία, και από εκεί που τα κανάλια… φοβόντουσαν, πλέον οι υπεύθυνοι άρχισαν να ζητούν σειρές τέτοιου τύπου.
Δυστυχώς όμως ο θεατρικός καβγάς δύο εκ των πρωταγωνιστών δυναμίτισε την κατάσταση στα γυρίσματα και δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι στο τέλος σχεδόν κανείς δεν μιλούσε με κανέναν.
Τα πάνω και τα κάτω
Η Καβογιάννη ανήκει πλέον στην πρώτη γραμμή. Φυσικά είναι πλέον «φακελωμένη» ως κωμική ηθοποιός, όμως ως σωστή επαγγελματίας, δοκιμάζεται και σε διαφορετικούς ρόλους. Όπως το κινηματογραφικό Οξυγόνο ή το τηλεοπτικό «Χαρά αγνοείται».
Όμως η χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 2000 μπαίνει στην κρίση. Και η ηθοποιός –όπως και οι περισσότεροι Έλληνες– βιώνει τα επακόλουθά της. Δουλειές σχεδιάζονται, αλλά τελικά δεν γίνονται.
Η Καβογιάννη βιώνει το φόβο να βάλει την κάρτα αναλήψεων στο ΑΤΜ και να δει μηδενικό υπόλοιπο.
Και εκεί στο 2015 την περιμένει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης με την δεύτερη ταινία του, το Ένας άλλος κόσμος, στην οποία της δίνει έναν ρόλο ζωής. Που πατάει μεν στο ταμπεραμέντο της, αλλά το πάει πιο πέρα και το φτάνει μέχρι την προτελευταία έκρηξη προς τον σύζυγό της, τον αξέχαστο Μηνά Χατζησάββα, αλλά και τη συναισθηματική δικαίωση του φινάλε.
Οι πάντες τρίβουν τα μάτια τους με την ερμηνεία της. Μάλιστα προτείνεται για βραβείο ερμηνείας από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Κι εκείνη, απέχοντας από κοσμικά και επίσημα, δεν ξέρει τι φόρεμα να διαλέξει για τη βραδιά.
Ο ρόλος σύμβολο
Ετοιμάζοντας τις αποσκευές τους για την Ιθάκη, όπου γυρίστηκε το τηλεοπτικό «Maestro», ούτε η Καβογιάννη ούτε οι υπόλοιποι φαντάζονταν τι μεγαλεία τους περίμεναν. Στο ρόλο της καταπιεσμένης συζύγου και μητέρας, που γίνεται θύμα ενδοοικογενειακής βίας, η ηθοποιός γράφει ιστορία – σε σημείο που την προσεγγίζουν στο δρόμο απλές γυναίκες που έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις, για να μιλήσουν. Παράλληλα, στη Θεσσαλονίκη το πρόσωπό της γίνεται γκράφιτι για την έμφυλη βία.
Όταν η σειρά αγοράστηκε από το Netflix, άρχισαν οι ύμνοι για την ερμηνεία της και από το εξωτερικό. Το χάρηκε, αλλά μέχρι εκεί. Ούτε αποκλειστικές δηλώσεις, ούτε σχέδια για καριέρα στο εξωτερικό, ούτε όλα αυτά τα επηρμένα που δυστυχώς πολλοί Έλληνες που επειδή πάνε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, μόνο έκτακτο στις ειδήσεις δεν επιθυμούν να γίνουν.
Σήμερα η Καβογιάννη βιώνει τη χαρά των sold out παρατάσεων στο «Πτι Παλαί», ως Σεραφίνα στο κλασικό Τριαντάφυλλο στο στήθος του Τένεσι Ουίλιαμς, και βέβαια την αγάπη των δικών της ανθρώπων και την αναγκαία καθημερινότητα που έχουμε οι περισσότεροι.
Ναι, η Μαρία Καβογιάννη δεν διαφέρει από την καλή φίλη, γειτόνισσα, συγγενή, που ευχαρίστως θα έπινες έναν καφέ μαζί της. Απλώς είναι πολύ αναγνωρίσιμη και υπερταλαντούχα.
Σπύρος Δευτεραίος