Όταν ο ομογενής εκπαιδευτικός Βασίλης Βασίλας άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις από ηλικιωμένους Έλληνες του Σίδνεϊ, αυτό που παρατήρησε ήταν η κοινή αγάπη όλων για τους κήπους τους.
Παρά τα διαφορετικά υπόβαθρα, τις διαφορετικές ελληνικές καταβολές, όλοι είχαν φυτέψει κι από κάτι στην αυλή τους, είτε ένα λουλούδι, είτε μια ντοματιά, είτε μια λεμονιά, κάτι που θύμιζε τους μπαξέδες και τα μποστάνια στα χωριά τους, αλλά και τις μυρωδιές και τις γεύσεις της Ελλάδας, τις οποίες δεν ήθελαν με τίποτε να αποχωριστούν στη νέα τους πατρίδα.
Έτσι, αποφάσισε να δημιουργήσει μια σειρά μικρών επεισοδίων, στα οποία παρουσιάζεται κάθε φορά κι από ένας ομογενής, ο οποίος μιλά για τον κήπο του, το πώς τον άρχισε και επιδεικνύει με καμάρι τα οπωροκηπευτικά και τα λουλούδια του.
Κοινός παρονομαστής, το έκδηλο ελληνικό μεράκι, που φαίνεται να αποτελεί το καλύτερο «λίπασμα» για τα φυτά, που πάντα ανθίζουν και μεγαλώνουν όταν παίρνουν αγάπη και φροντίδα.
Μάλιστα, μερικοί ομογενείς έχουν ξεπεράσει τα 90 χρόνια, αλλά συνεχίζουν ακάθεκτοι ως μανιώδεις κηπουροί να περιποιούνται τα μποστάνια τους και να απολαμβάνουν στο τραπέζι τους φασολάκια, μελιτζάνες, ντομάτες, αγγούρια, χόρτα, κολοκυθάκια και πολλά άλλα, τα οποία καλλιέργησαν μόνοι τους, στις αυλές τους.
Κι όταν ο Β. Βασίλας τούς ρωτάει πού βρίσκουν το κουράγιο να ασχοληθούν με τους κήπους σε αυτή την ηλικία, η απάντηση είναι σχεδόν κοινή για όλους: «Ο κήπος μού δίνει ζωή, όταν τον σκαλίζω είμαι γερός», «Είναι το πάθος μου», λένε εμφατικά.
Κι ένα απρόβλεπτο ζιζάνιο που αντιμετωπίζουν ορισμένοι είναι τα… καγκουρό. Αν και οι περισσότεροι κήποι έχουν προβλήματα με σκουλήκια ή έντομα, στην Αυστραλία συχνές είναι οι «επισκέψεις» από τα καγκουρό και τα πόσομ, τα οποία τρώνε τα φυτά και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο.