Με όχημα τη σμυρνέικη διάλεκτο, στο έργο του Λαογραφικά Β – Τα σινάφια τση Σμύρνης, ο γιατρός και συγγραφέας Δημήτριος Αρχιγένης (1900-1987) μάς παρουσιάζει ένα σινάφι της πρωτεύουσας της Ιωνίας, τους Έλληνες ράφτες.
≈
Βράκες (απ’ τη λατινικιά γλώσσα, μπράκα) ονοματίζανε στην αρχαία εποχή ένα είδος «περισκελίδας» που το φορούσανε οι Γαλάτες (πρόγονοι των Γάλλων) και που στσι γάμπες τηνε τυλίγανε με μια λουρίδα σταυρωτά για να ‘ναι αυτού εφαρμοστή.
Βράκες, από λογιώ-λογιώ σκέδια, κοντές μακριές, φαρδιές στενές, ηφορούσανε σε ούλα τα κράτη του κόσμου, προτού να τσι ξετοπίσει το τωρινό παντελόνι. Αυτό ηαρχίνεψε να ξαπλώ’νται απ’ τσι αρχές του περασμένου αιώνα κ’ ήρχε και η μόδα ‘φτη και στα μέρη μας.
Τσι βράκες στη Σμύρνη τσι λέανε «ρωμέικια φορεσιά». Κ’ εκεινοι που τσι ράβανε τσοι λέανε «Ρωμιοράφτηδοι», ενώ εκείνοι που ηράβανε φουστανέλες «Ελληνοράφτηδοι», που τέτοιοι όμως δεν είχε στη Σμύρνη.
«Φραγκοράφτηδοι» πάλι ηλέανε εκείνοι που ηράβανε τα φράγκικα, φορεσιά που μας ήρχε απ’ τη Φραγκιά, δηλαδή την Ευρώπη, στην αρχή του περασμένου αιώνα.
Όσο λοιπόν η μόδα αυτή μεγάλωνε παντού, τόσο κι οι Ρωμνιοράφτηδοι ηολιγοστεύανε.
Μα κι αν στη Σμύρνη είχε κιόλας ξαπλωθεί, ωστόσο στα τρογύρω χωριά οι πλεβολάρηδοι, λεσπέρηδοι (ρετσμπέρ τουρκ, γεωργός), οι τσομπάνηδοι, οι γαλάτζηδοι (γαλατάδες), ηφορούσανε ακόμας τσι βράκες.
Μα, και στη Σμύρνη εξωμέρηδοι εγκατεστημένοι, που ήτανε προπαντός νησιώτηδοι, Μυτιληνιοί, Αξιώτηδοι, Σαμιώτηδοι, κ.ά.
Κι ακόμας και Τούρκοι (Κρητικοί και Αρβανίτηδοι), Οβραίοι και Καρανταγλήδες (Μαυροβουνιώτηδοι) που αυτοί ηκάμανε τον καβάση (θυρωρός, κλητήρας).
Στη Σμύρνη οι Ρωμιοράφτηδοι είχανε τα ραφταδικα τως στο Τσαρσί (τοπική αγορά).
Η τέχνη
Η τέχνη του Ρωμιοράφτη είχε μεγαλείο, γιατίς ούλ’ η φορεσιά ηγενούντανε στο χέρι, με τη βελόνα και το μπρισίμι (μπρισίμ τουρκ, μεταξοκλωστή), απάνου στα τεχρίλια (ταχρίλ τουρκ, σειρήτι), και στα χάρτζια (γαϊτάνια) που ήτονε ούλα μεταξένια κ’ ηραβούντουστε κολλητά για γαρνίρισμα (στόλισμα) απάνου στην πιο φίνα τσόχα.
Και τα χέρια του τεχνίτη θα ήπρεπε να ‘νε παστρικά, για να φαίν’ται κ’ η δουγιά (δουλειά) παστρικιά.
Τα σαλβάρια
Σαλβάρια (σαλβάρ τουρκ, βράκες) ηλέανε τσι βράκες από τσόχα, ενώ αν ήτανε από άλλο πιο ψιλό πανί τσι λέανε σκέτα βράκες.
Είχε βρακάδες που ηφορουσανε ακριβά σαλβάρια και με τόση δουγιά απάνου που ένα τακίμι (τακίμ τουρκ, σύνολο) τση φορεσιάς τση βράκας, δηλαδή σαλβάρι, γελέκι (σωκάρδι), σιλίκι (σακάκι), τουζλούκια (περικνήμια) από ίδια τσόχα, ζωνάρι και φέσι, με φούντα τσιλίκι (τουρκ κλαδί σε μικρό μέγεθος).
Πριν το 1914 ηκόστιζε δέκα λίρες μαλαματένιες τούρκικες.
Γελέκι (γιλέκο) είχε δύο λογιώ: με μανίκια και δίχως μανίκια, από τσοχικό γιά από βεργιό (βελούδο) που ετούτο ημπορούσε να ‘τανε στολισμένο με τιρτίτια (κεντήματα φουσκωτά).
Για πανωφόρι ήτανε η πατατούκα, που ήτανε κοντή, με σειρήτια και με φόντρα από προβιά αρνήσια, άσπρη γιά μαύρη, που αυτή ηκόστιζε τότες είκοσι δύο μετζήτια (τέσσερις λίρες και δύο μετζήτια).
Για παπούτσια γόβες με πλατειά μύτη.
Πολλοί ηφορουσανε και τζεσμέδια (τσιμζέ τουρκ, υπόδημα), ποδήματα αψηλά μονοκόμματα ωσάμ’ το γόνατο. Και γύρ’ απ’ το φέσι ητυλίγανε το καμπανί, μεταξωτό μαντήλι.
Εξόν απτά χειμωνιάτικα ηφορούσανε και καλοκαιρινά σαλβάρια από πιο αλαφρύ ρούχο.
Νίκος Καραμπουρνιώτης