Δίπλα στον ιστορικό ηγέτη του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου ενταφιάστηκε ο Κώστας Σημίτης, στον οποίο αποδόθηκαν τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών και στη συνέχεια η πομπή με τη σορό του κατευθύνθηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει από νωρίς έξω από το ναό για να αποτίσει φόρο τιμής στον πολιτικό που πρωταγωνίστησε στη δημόσια σφαίρα από το 1996, οπότε και ανέλαβε την πρωθυπουργία.
Στη δική τους σχέση με τον Κώστα Σημίτη και την εικόνα που αποκόμισαν μέσα από τις δικές τους εμπειρίες –πολιτικές και προσωπικές– μαζί του, καθώς επίσης και στην πολιτική πορεία του πρώην πρωθυπουργού και τα βασικά χαρακτηριστικά της, αναφέρθηκαν στους επικήδειους λόγους που εκφώνησαν οι Τάσος Γιαννίτσης, Γιάννης Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.
«Η παρουσία όλης της ηγεσίας της χώρας, από τον πολιτικό, τον ακαδημαϊκό και πολλούς άλλους χώρους της κοινωνίας μας, όπως και τόσων πολλών απλών πολιτών, δείχνει το μέγεθος της αναγνώρισης και της τιμής που όλοι μας θέλουμε να αποδώσουμε σε ένα κορυφαίο πρόσωπο της πολιτικής ζωής για την προσφορά που άφησε στο διάβα του από την ιστορία της χώρας», είπε ο πρώην υπουργός και καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης.
Τόνισε ότι η ουσία της παρουσίας του Κωνσταντίνου Σημίτη μπορεί να εκφραστεί με δυο λόγια ως εξής: «Μας έκανε υπερήφανους», «μας έδωσε υπόσταση».
«Αφιέρωσε τη ζωή του στο να συμβάλλει ώστε η Ελλάδα ν’ ανέβει ψηλότερα –πολύ ψηλότερα–, και την πήγε. Άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού και την τροχιά της εξέλιξης της κοινωνίας μας. Κατανόησε, από πολύ νωρίς, ότι η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη θα καθοριζόταν από την ικανότητά του να συλλάβει “το σφυγμό της ιστορίας, το σφυγμό της εποχής”, να τον μεταδώσει στο κόμμα του και στη συνέχεια στην κοινωνία, ώστε να τον ακολουθήσουν. Τα πέτυχε», ανέφερε.
Προσέθεσε ότι «δεν έκανε τίποτα που να φέρει την Ελλάδα προς τα πίσω», αλλά ότι «έχοντας απόλυτη αίσθηση του εθνικού συλλογικού συμφέροντος προχώρησε μπροστά, συχνά με ισχυρό προσωπικό και πολιτικό κόστος, γνωρίζοντας τι έπρεπε να κάνει για τη χώρα».
Υποστήριξε ότι «η Ελλάδα στάθηκε τυχερή που ο Κωνσταντίνος Σημίτης βρέθηκε στην κορυφή της διακυβέρνησης σε μια κρίσιμη φάση». Σχολίασε ότι «συνάντησε πολλές δυσκολίες, αντιδράσεις και μικροψυχίες», για να τονίσει ότι «έμεινε σταθερός στους στόχους του, έβαλε τη χώρα του πάνω από τον εαυτό του, και γι’ αυτό αναδείχθηκε σε κορυφαία πολιτική προσωπικότητα».
«Από το 1996, που ανέλαβε ως πρωθυπουργός, δημιούργησε μια ιδιαίτερη αύρα για τον εκσυγχρονισμό και την αναγκαία στροφή στην πορεία της κοινωνίας. Οι αλλαγές εκείνης της περιόδου δεν προσδιορίζονται με αποσπασματικές αναφορές στη μία ή την άλλη πολιτική ή σε ειδικά μέτρα. Αφορούσαν μια συνολική αντίληψη, που την εξέπεμπε ο ίδιος με τις ομιλίες, τις πράξεις, τη συμπεριφορά του, η οποία διαχεόταν σε περισσότερα πεδία: στο κυβερνών κόμμα, στους συνεργάτες του, σε αξίες ή αντιλήψεις», είπε.
Προσέθεσε πως «όλα αυτά σήμαιναν και την οικοδόμηση, βήμα-βήμα, της αξιοπιστίας και του βάρους της Ελλάδας και σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, όπως τη θέση της στο ευρωπαϊκό σύστημα, την ένταξη της Κύπρου, τη διασφάλιση κοινοτικών πόρων, τον ρόλο στα Βαλκάνια, τα θέματα με την Τουρκία».
«Τον αποχαιρετούν με σεβασμό οι Έλληνες και οι Ελληνίδες που τον λογαριάζουν στους πρωτομάστορες της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατικής Ελλάδας», είπε στον δικό του επικήδειο για ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης.
Σχολίασε ότι «ακούγεται συχνά ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα αξιολογήσει το έργο του», για να τονίσει ότι «ασφαλώς οι ιστορικοί θα συνεχίσουν να μελετούν το έργο του, όμως η Ιστορία έχει ήδη μιλήσει. Γιατί τα μεγάλα είναι πραγματικά μεγάλα, είναι ιστορικοί σταθμοί στην πορεία του έθνους: ΟΝΕ, Ευρώ, Κύπρος, μεγάλα έργα, ανεξάρτητες αρχές και πολλά άλλα. Αναμφίβολα το 2004 ο Σημίτης παρέδωσε μια Ελλάδα καλύτερη από αυτή που είχε αναλάβει», τόνισε.
Μιλώντας γενικότερα για τον εκλιπόντα είπε μεταξύ άλλων πως «όταν τα μεγάλα οράματα της Αριστεράς του 20ού αιώνα διαψεύστηκαν και η Ιστορία έφερε τις προσδοκίες στα μέτρα του εφικτού ο Σημίτης δεν υποτάχθηκε στο εφήμερο της τρέχουσας πολιτικής, διατήρησε την κριτική στάση και την μαχητική μεταρρυθμιστική προοπτική, υπηρέτησε το ΠΑΣΟΚ μέχρι το τέλος της ζωής του».
«”Ήμουν συνιδρυτής” θα υπενθυμίσει σε κάποιες στιγμές έντασης στον ιδρυτή Ανδρέα Παπανδρέου – όμως η πρωθυπουργία Σημίτη (1996-2004) δεν ήταν μια στενά οκταετία ΠΑΣΟΚ. Ήταν κάτι παραπάνω. Μια ιδιαίτερη περίοδος, η περίοδος Σημίτη», είπε.
Σημείωσε πως η κοινωνία τον επέβαλε στο ΠΑΣΟΚ. «Το σύνθημα “Εκσυγχρονισμός και εξευρωπαϊσμός” δεν ήταν μια τεχνοκρατική υπόσχεση, ήταν το ιστορικό αίτημα μιας χώρας που κινδύνευε να μείνει πίσω, να χάσει την επαφή με τη βασική δυναμική τής εποχής της. Αυτή την εντολή έδωσε ο λαός δύο φορές, τον επέλεξαν γιατί ήταν προετοιμασμένος να ανταποκριθεί στον νέο εθνικό στόχο. Η Ελλάδα χρειαζόταν ένα άλμα, μια βαθιά τομή με βαρύνουσα γεωπολιτική σημασία από εκείνες που κλειδώνουν την πορεία μίας χώρας τις επόμενες δεκαετίες», εξήγησε.
Είπε πως σε τέτοιες στιγμές ο ρόλος της ηγεσίας είναι καθοριστικός και ότι «σε τέτοιες στιγμές ξεχώρισαν οι μεγάλες ηγέτες της εθνικής μας διαδρομής από τον Μαυροκορδάτο και τον Τρικούπη έως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έτσι προχώρησε η νεότερη Ελλάδα». Προσέθεσε ότι ο Κώστας Σημίτης κατάφερε να έρθει η Ελλάδα κοντά στον πυρήνα της Ευρώπης και πως «ανταποκρίθηκε με συνέπεια στο μείζον, κατακτώντας μία θέση ανάμεσα στους σημαντικούς ηγέτες της Ελλάδας, λοιδορούμενος και κάποιες φορές από συντηρητικές και λαϊκίστικες φωνές ακόμα και με ανήθικο τρόπο».
Ανέφερε ότι «ο Κώστας Σημίτης έκανε τη δουλειά και ύστερα αποσύρθηκε παρεμβαίνοντας και συμβουλεύοντας για κρίσιμα ζητήματα σε κρίσιμες στιγμές, κρατώντας δηλαδή το ρόλο που αρμόζει σε πρώην πρωθυπουργό».
Τόνισε ότι «συνένωσε τον πατριωτισμό και τον ευρωπαϊσμό κατά τρόπο ακατάλυτο», και πως «ήταν πολιτικός και διανοούμενος, με αυθεντική αγάπη για τη γνώση, την κουλτούρα και τις τέχνες» και ότι ακολούθησε έναν απόλυτο ηθικό κώδικα προσωπικής συμπεριφοράς και αυτό μάλιστα σε «περιόδους πολιτισμικής χαλαρότητα στα πέριξ», ότι εξέπεμπε αξιοπρέπεια και ευγένεια με διαθεσιμότητα στον άλλον και σεβασμό στο συνομιλητή έτοιμος να ακούσει περισσότερο παρά να μιλήσει ο ίδιος.
«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι ο αποχαιρετισμός», ανέφερε αρχικά ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς που αναφέρθηκε εκτενώς σε εικόνες της προσωπικής σχέσης τους με τον Κώστα Σημίτη από τα παιδικά χρόνια τους και έπειτα. Είπε ότι πρωτογνώρισε τον Κώστα Σημίτη όταν ο Νίκος Πουλαντζάς –που ήταν συμμαθητής του πρώην πρωθυπουργού στο Πειραματικό–, ήρθε και τον κάλεσε να γνωρίσει τον Κώστα Σημίτη μετά το ποδόσφαιρο. «Πράγματι παίξαμε ποδόσφαιρο στην οδό Αναγνωστοπούλου δίπλα στην πλατεία Δεξαμενής και από εκεί άρχισα και εγώ να συναγελάζομαι και με τον Σημίτη».
Είπε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μετά από τόσες δεκαετίες θα βρισκόταν εκείνος εδώ για να αποχαιρετήσει τον Κώστα Σημίτη «και μαζί με αυτόν μια ολόκληρη εποχή», «έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, έναν “μετα-κόσμο” που προσλαμβάνεται πλέον με τη μορφή αχνών και δυσερμήνευτων σημάτων που δεν ξέρουμε ακριβώς τι πάνε να πουν».
Σε έντονα προσωπικό τόνο ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είπε ότι ο αποχαιρετισμός γίνεται ακόμα πιο δύσκολος γιατί στα δικά του μάτια ο εκλιπών «δεν ταυτίζεται με κανένα τρόπο με την εικόνα που προβάλλεται μέσα από την πλημμυρίδα των δημοσιευμάτων –εγκωμιαστικών ή μη δεν έχει σημασία–, που ακολούθησαν την είδηση του θανάτου του, γιατί στο βάθος εγώ πιστεύω ότι ο Σημίτης ήταν ένας άλλος άνθρωπος, παρέμενε πάντα ένας ιδιωτικός άνθρωπος, ένας τρυφερός άνθρωπος, ένας συναισθηματικός, σεμνός άνθρωπος που ασχολούταν με τον περίγυρό και δεν το έδειχνε ποτέ. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τους άλλους χωρίς να αφήσει ποτέ να εννοηθεί δημόσια ότι αυτό έκανε».
Είπε μεταξύ άλλων ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν «έμμονα προσανατολισμένος στην ανάγκη βελτίωσης της χώρας μας, εξέφραζε την βαθιά πεποίθηση ότι η δημοκρατική Ελλάδα πρέπει να λειτουργεί μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όχι για λόγους που αναφέρονται στο παρελθόν στην αρχαία Ελλάδα, αλλά για λόγους που αναφέρονται στο παρόν και κυρίως στο μέλλον».
«Η αδιαπραγμάτευτη σημασία της ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη, η επέκταση και ο εμπλουτισμός του κοινωνικού κράτους και η ιδιαίτερη σημασία που απέδιδε στην κοινωνία των πολιτών και στον πολιτισμό εξέφραζαν πεποιθήσεις που παρέμειναν αμετακίνητές και γι’ αυτό δεν άφηνε τίποτα στην τύχη», ανέφερε.
«Ίσως», εξήγησε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «γιατί οι τύχη στερείται αξιακών προδιαγραφών, δεν υπόκειται σε κανόνες, είναι άναρχη και συχνά είναι και άδικη. Έτσι κατά κάποιο τρόπο Σημίτης προσπαθούσε όχι να πάρει την τύχη με το μέρος του, αλλά να καλλιεργήσει ο ίδιος ορθολογικά τα προϊόντα της τύχης».
«Ήρθε όμως μια στιγμή, αλίμονο, που ο προγραμματισμός της τύχης έμεινε στον αέρα», συνέχισε μιλώντας για το θάνατο του πρώην πρωθυπουργού: «Δεν μπορούσε ίσως ποτέ να φανταστεί ο Κώστας Σημίτης ότι στους Αγίους Θεοδώρους, στο σπίτι σας, με θέα την ομορφιά της ελληνικής θάλασσας, θα άφηνε την τελευταία του πνοή και ότι το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε είναι η θάλασσα που λάτρεψε. Ίσως λοιπόν για μια φορά η τύχη να υπήρξε δίκαιη ίσως και μεγαλόψυχη, ο “ψυχρός αποστασιοποιημένος” υποτίθεται Σημίτης επέστρεφε στην αδρή αγκαλιά τής παιδικής του αισθαντικότητας».