Ο άγιος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσσης, ήταν το τέταρτο κατά σειρά παιδί της 12μελούς οικογένειας του αγίου Βασιλείου του Παλαιού και της αγίας Εμμέλειας. Ο άγιος Βασίλειος επίσκοπος Καισάρειας και η αγία Μακρίνα ήταν κατά δύο και κατά τέσσερα χρόνια αντίστοιχα μεγαλύτερα αδέλφια του.
Η αγία αυτή ποντιακή οικογένεια ήταν φυτώριο θα μπορούσαμε να πούμε, ανθρώπων που έγραψαν το όνομά τους με χρυσά γράμματα ανάμεσα στους βίους των αγίων, αφού πέντε από τα δέκα παιδιά ανακηρύχτηκαν άγιοι, όπως και οι γονείς αλλά και οι προπάτορές τους.
Γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία μας εκτός των ημερών που έχει ορίσει για την εορτή τους, θέσπισε τη δεύτερη Κυριακή του Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής ολόκληρης της οικογένειας.
Ο άγιος Γρηγόριος έλαβε την θύραθεν παιδεία από τον πατέρα του που ήταν διδάσκαλος της ρητορικής. Διδάχτηκε ρητορική, φιλοσοφία, λογοτεχνία και πάντρεψε την αρχαιοελληνική παιδεία με τον Χριστιανισμό.
Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε την Θεοσέβεια [1], αλλά φανερά επηρεασμένος από τα αδέλφια του ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και συμβίωσε με τον αδελφό του Βασίλειο και τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο στο ησυχαστήριό τους στην Άννησα στις όχθες του ποταμού Ίριδος που πηγάζει από τη Σεβάστεια και εκβάλλει στη Σαμψούντα. Ο Βασίλειος μάλιστα του ανέθεσε τη συγγραφή της πραγματείας περί παρθενίας και χριστιανικής ζωής. Ο Γρηγόριος έχοντας την εμπειρία του έγγαμου βίου θα μπορούσε να εκτιμήσει καλύτερα τα οφέλη της παρθενίας και του μοναχικού βίου.
Όταν ο αδελφός του άγιος Βασίλειος γίνεται αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, τον τοποθετεί επίσκοπο στην μικρή πόλη Νύσσα της Καππαδοκίας. Γρήγορα οι οπαδοί της αίρεσης του Αρειανισμού στρέφονται εναντίον του κατηγορώντας τον ως μη κανονικώς εκλεγέντα, επιδιώκοντας την καθαίρεση και τον διωγμό του. Ο άγιος, φανερά πληγωμένος από τις κατηγορίες, έζησε το βάρος των διώξεων μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλη του υποκινητή τους, και επανήρθε θριαμβευτικά στον επισκοπικό του θρόνο.
Όμως λίγο καιρό μετά πεθαίνει και ο «πνευματικός του πατέρας» –το στήριγμά του στον αγώνα κατά των εχθρών της Εκκλησίας–, ο κατά σάρκα αδελφός του άγιος Βασίλειος. Τότε επωμίζεται δυσανάλογα το βάρος του αγώνα κατά των αιρέσεων και της στήριξης του χριστεπώνυμου λαού. Αφού παρηγορεί την αδελφή του αγία Μακρίνα για τον πρόωρο θάνατο του αδελφού τους και στηρίγματός τους σε έναν υπέροχο θεολογικό διάλογο[2] που μας έχει διασωθεί αναλαμβάνει δράση. Εξίμισι μήνες μετά την εκδημία του αδελφού τους αγίου Βασιλείου, χάνει και την αδελφή του αγία Μακρίνα την οποία κηδεύει με όλες τις τιμές στην Ιβόρα της Τοκάτης του Δυτικού Πόντου στον τάφο των γονέων τους, στον ναό των αγίων Τεσσεράκοντα Μαρτύρων.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στέκεται επάξια στο «πόδι» του μεγάλου ιεράρχη αγίου Βασιλείου, λαμβάνει μέρος στην Σύνοδο της Αντιόχειας και συμβάλλει στην λύση των προβλημάτων που την απασχολούσαν, οργανώνει την Εκκλησία του Πόντου και της Αρμενίας και τοποθετεί τον κατά σάρκα αδελφό του Πέτρο επίσκοπο Σεβαστείας. Συντάσσει σειρά πραγματειών που αναιρούν πανηγυρικά τις θέσεις των Αρειανιστών Ευνομίου και Απολιναρίου, υπερασπίζοντας τη θέση πως ο Χριστός προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, ψυχή τε και σώματι, ήταν δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Τέλος συμμετείχε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης και αντέκρουσε αποτελεσματικά τα επιχειρήματα των Αρειανών συμβάλλοντας στον θρίαμβο της επικράτησης του δόγματος της Αγίας Τριάδος, για το οποίο ο άγιος Βασίλειος είχε τόσο αγωνιστεί.
Γι’ αυτόν του τον αγώνα η Εκκλησία χαρακτήρισε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «Στύλο της Ορθοδοξίας» και τον αναγνώρισε ως άξιο διάδοχο του αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου αλλά και του αγίου Αθανασίου.
Ο τελευταίος μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας – ο Καθεδρικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
Η πολύπαθη Τραπεζούντα γνώρισε τρεις μητροπολιτικούς ναούς. Ο πρώτος ήταν η Παναγία Χρυσοκέφαλος η οποία όμως είχε την ατυχία μετά την άλωση της πόλης το 1461 να μετατραπεί σε κύριο μουσουλμανικό τέμενος. Έτσι μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας έγινε ο ναός του αγίου Φιλίππου που βρίσκεται εκτός των τειχών, νοτιοδυτικά της Δαφνούντας. Το 1665 όμως και ο ναός αυτός είχε την τύχη των περισσοτέρων ναών της βυζαντινής πρωτεύουσας δηλαδή μετατράπηκε σε τζαμί. Τρίτος και τελευταίος μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας ήταν ο ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Δικαίως οι Τραπεζούντιοι θέλησαν να τιμήσουν τον μεγάλο Πόντιο ιεράρχη, αφιερώνοντας τον μητροπολιτικό τους ναό στο όνομα του αγίου που οργάνωσε την Εκκλησία του Πόντου.
Ο πρώτος ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης ιδρύθηκε περί το 1300 από την Ευδοκία την Παλαιολογίνα, σύζυγο του Ιωάννου του Γ΄ του Μεγαλοκομνηνού, αυτοκράτορα της Τραπεζούντας.
Η τοποθεσία του ήταν στα βορειοανατολικά της πόλης, πλησίον του Λεοντόκαστρου, στην παραλιακή οδό, κοντά στην τοποθεσία που αργότερα χτίστηκε το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Στις αρχές του 17ου αι υπήρξε ναός μοναστηριακός αφού στον προαύλιο χώρο εγκαταβίωνε γυναικεία μοναχική αδελφότητα που είχε σχέση με τη Μονή Βατοπεδίου, καθώς το μοναστήρι είχε παραχωρηθεί από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Ιγνάτιο ως μετόχι στην μονή του Αγίου Όρους.
Από το 1665 μέχρι και το 1923, όπου το ελληνικό στοιχείο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά από 28 αιώνες τη γη του, Καθεδρικός ναός της Τραπεζούντας ήταν ο ναός του Αγίου Γρηγορίου. Το έτος 1863, εποχή που ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ Α’ με το περίφημο διάταγμά του «Χάτι Χουμαγιούν» δίνει ελπίδες στο ελληνορθόδοξο στοιχείο, κατεδαφίζεται ο παλιός ναός και στη θέση του κατασκευάζεται καινούργιος από τον μητροπολίτη Τραπεζούντος Υπέρτιμο και Έξαρχο πάσης Λαζικής Κωνστάντιο Α΄. Αποκτάει την αίγλη που του αξίζει υψώνοντας το πανέμορφο κωδωνοστάσιό του, έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Κακουλίδη, πάνω από τα κύματα του Ευξείνου Πόντου να διαλαλεί τη χαρά της Ρωμιοσύνης σε κάθε μεγάλη και μικρότερη γιορτή της χριστιανοσύνης.
Ο Κωνστάντιος Α΄ πεθαίνει το 1879 σε ηλικία 108 χρονών και ευτυχώς γι’ αυτόν δεν βλέπει το άδοξο τέλος του έργου ζωής του. Οι Τούρκοι θέλοντας να «καθαρίσουν» την πρώτη άποψη της Τραπεζούντας για τον επισκέπτη που την βλέπει από τη θάλασσα, να αποσιωπήσουν δηλαδή το ελληνικό παρελθόν της, με τη γελοία δικαιολογία πως δεν είναι ιστορικός ναός αφού φτιάχτηκε μόλις το 1860, ανατινάζουν τον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό και εξαφανίζουν κάθε ίχνος ύπαρξής του.
Η ανατίναξη έγινε το 1930 έτος που υπογράφηκε το «σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας», αφού προηγουμένως είχαν βεβηλώσει τον ναό με χρήσεις υποτιμητικές. Έτσι φαίνεται πως αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι την «ελληνοτουρκική φιλία»!
Πριν από την ανατίναξη τον λεηλατούν, του αφαιρούν πόρτες και παράθυρα και βγάζουν σε αγγελία πώλησης ό,τι μπορούσε να πουληθεί. Στον «φραγκομαχαλά» οι γείτονες καθολικοί μοναχοί παρακολουθούν αμέτοχοι, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Συγκλονίζονται μόνο στη θέα του κατεβάσματος του σταυρού από τον τρούλο και το πέταγμά του στην στοίβα με τα παλιοσίδερα για να πουληθεί. Τότε συνειδητοποιούν τι απέγιναν οι ορθόδοξοι «αδελφοί τους» και οι εκκλησιές τους, αλλά ήταν αργά και η ετεροχρονισμένη αντίδρασή τους κάπως υποκριτική!
Μετά την κατεδάφιση του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης λέγεται πως ξέσπασε ισχυρή καταιγίδα και παρέσυρε όλα τα εναπομείναντα μπάζα στον βυθό του Ευξείνου Πόντου.
Ίσως έτσι διάλεξε ο Άγιος να φυλάξει τα σπαράγματα του ναού του, της μητρόπολης Τραπεζούντας, για πάντα στον τόπο τους προφυλαγμένα από τη θάλασσα που κάποτε οι Έλληνες πριν από χιλιάδες χρόνια από άξενη την έκαναν εύξεινη, μεγάλη, ευδαίμονα και ελληνική.
Αλεξία Ιωαννίδου