Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Κοιτάξτε και θαυμάστε το κήρυγμα του Βαπτιστή και το αίνιγμα που κρύβει!
Γιατί, Αμνό αποκαλεί τον ίδιο τον Ποιμένα· και δεν Τον λέει απλώς Αμνό, μα λέει πως συγχωράει τις αμαρτίες όλων μας.
Έδειξε στους παράνομους πόσο ανώφελο ήταν που έναν τράγο εξόριζαν ‒τον έδιωχναν στην έρημο‒ του εξιλασμού την μέρα.
«Ιδού», τους είπε, «ο Αμνός· τώρα πια δεν χρειάζεται να διώχνετε τον τράγο.
»Απλώστε όλοι τα χέρια σας και βάλτε τις παλάμες σας απάνω στον Αμνό
»κι ό,τι αμαρτία έχετε, να την εξαγορεύσετε εκεί όπως θα είστε.
»Γιατί, γι’ αυτό ήρθε ο Αμνός: ήρθε για να σηκώσει και πάνω Του να φορτωθεί τις αμαρτίες όλων· και του δικού μας του λαού κι ολάκερου του κόσμου.
»Νά, το λοιπόν, ποιος θα ’ναι πια ο αποδιοπομπαίος· μας έστειλε απ’ τον ουρανό σε εμάς εδώ ο Πατέρας
»Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα».
ιδ’. Μέγα μυστήριο είναι αυτό για όλους τους Χριστιανούς· όμως, για όλα όσα σχετίζονται με Εσένανε Χριστέ μου, υπάρχουν πάντα μάρτυρες που δώσαν μαρτυρίες.
Σε όλα βεβαιώνεσαι, και επιβεβαιώνεσαι παντού κι από τους πάντες. Τα πάντα στερεώνονται, τα πάντα υποστηρίζονται απ’ τις θεόπνευστες Γραφές ‒ όλες όσες υπάρχουν.
Οι πάντες δώσανε για Σε καθάρια μαρτυρία: κι ο Νόμος κι οι Προφήτες, και βέβαια περισσότερο οι Άγιοι Πατέρες.
Κάθε ‒μα κάθε!‒ γενεάς, Εσύ είσαι το άλας
που νοστιμίζεις των πιστών εκείνη την αχάλαστη τροφή της αφθαρσίας,
που όποιος την φάει αθάνατος θα μείνει ‒ δεν πεθαίνει.
Νοστίμισες το έδεσμα ‒το εκλεκτό εκείνο‒ που ο Ισαάκ λαχτάρησε κάποτε για να φάει
και έδωσε σαν το ’φαγε στο τέκνο του ευλογίες, που συμβολίζουνε κι αυτές τις ευλογίες που παίρνουμε όλοι απ’ τον Χριστό,
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ιε’. Ας στρέψουμε τα μάτια μας όλοι μας προς τον Κύριο που Είναι εκεί στους ουρανούς
και ας βροντοφωνάζουμε όπως ο Ιερεμίας. Αυτός είν’ ο Θεός μας: Αυτός που φανερώθηκε εδώ κάτω στη γη
και μάς συναναστράφηκε ‒εμάς, λέω, τους ανθρώπους‒, καθώς έτσι το θέλησε. Δεν είν’ πως αλλοιώθηκε η θεϊκή Του φύση ‒ ήτανε τέλειος άνθρωπος, μα ήταν κι ο Θεός.
Αυτός ο Ίδιος ήτανε που κάποτε εμφανίστηκε με τη μορφή ανθρώπου, και έτσι φανερώθηκε σε κάμποσους Προφήτες.
Ως άνδρα που στεκότανε πάνω σε
άρμα πύρινο ο Ιεζεκιήλ Τον είδε.
Κι ο Δανιήλ Τον είδε, ωσάν ν’ ανήκε και Αυτός ‒ο Παλαιός των Ημερών‒ στο γένος των ανθρώπων.
Καν παλαιός καν νέος, Ένας είναι ο Κύριος, γι’ Αυτόν λέει ο Προφήτης, γι’
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ιϛ’. Τη νύχτα την αγέλαστη, τη βλοσυρή τη νύχτα, τώρα την εξαφάνισε και όλη η Πλάση είν’ φωτεινή, σαν μέρα μεσημέρι.
Μέσα στο Φως το ανέσπερο λούζεται η Οικουμένη· είναι ο Σωτήρας μας το Φως, είναι ο Ιησούς.
Του Ζαβουλών η χώρα εύφορη είναι τώρα, και άφθονα έχει αγαθά σαν τον Παράδεισο παλιά.
Γιατί περνάει απ’ αυτήν και την ποτίζει τώρα ο Ποταμός της άνεσης, ο Χείμαρρος του πλούτου,
και ρέει άφθονο σ’ αυτήν το της παντοτινής ζωής το ευλογημένο νάμα.
Αυτό που δεν το βρήκανε κείνοι που ζήσανε παλιά – κι ας άνοιγαν πηγάδια.
Σκάψαν και βγάλανε νερό· στον Όρκο μα και στη Συχέμ κάναν ωραία πηγάδια· μα εκείνη τη μοναδική πηγή ‒εκείνην της Ζωής‒ ποτέ τους δεν την βρήκανε, ύδωρ ζωής δεν ήπιαν.
Νά, όμως, που εμείς εδώ τώρα στη Γαλιλαία, μπροστά μας βλέπουμε να ρέει το ρείθρο τη Ζωής,
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ιζ’. Κι εγώ, λοιπόν, είν’ να σε δω, Ιησού μου, να φωτίζεις το νου μου και τα λογικά
και να μιλάς στο μέσα μου, να λες στο λογισμό μου: «Όσοι νιώθατε πάντοτε, μόνιμα διψασμένοι, ελάτε τώρα εδώ σε με και πιείτε, ξεδιψάστε!».
Άρδευσε, Κύριε, την καρδιά που σύντριψε ο πλάνος κι είν’ σαν την άνυδρη τη γη, στέρφα, ταπεινωμένη.
Την έλιωσε ο άτιμος στην πείνα και στη δίψα.
Λιμοκτονεί για φαγητό; Διψάει για νεράκι;
Μήτε φαΐ είναι που ποθεί, μήτε νερό γυρεύει. Ν’ ακούσει μόνο λαχταράει του Πνεύματος τα λόγια.
Αλλά τον δάσκαλο γι’ αυτό, ποτέ της δεν τον βρήκε· δεν βρήκε ούτε μαθητή που να έμαθε απ’ τον δάσκαλο, για να της πει δυο λόγια.
Κι έτσι στενάζει σιωπηλή και προσδοκάει τον Δικαστή, Εκείνον τον Πανδίκαιο που θα την δικαιώσει,
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.
ιη’. Τη Βάπτισή Σου ύμνησα και την Φανέρωσή Σου· δώσ’ μου ένα σημάδι Σου, στα φανερά ένα θαύμα κάνε μου
και καθάρισε τα πάθη τα κρυφά μου· γιατί ετούτες οι κρυφές πληγές με τρώνε λίγο-λίγο.
Στείλε αοράτως, μυστικά, στην αφανή πληγή μου, ένα αθώρητο έμπλαστρο και κάλυψ’ την, να γιάνει.
Στα πόδια Σου, Σωτήρα μου, σαν την αιμορροούσα πέφτω και σε παρακαλώ
κι αγγίζω του χιτώνα Σου την άκρη και Σου λέω:
«Και μόνο τον χιτώνα Σου ν’ αγγίξω, θα σωθώ!».
Κάνε, λοιπόν, να μην δειχτεί μάταια η πίστη που έχω, Εσύ που Είσαι των ψυχών ο Μέγας Ιατρός.
Τον πόνο που έχω στην ψυχή, μπροστά Σου αποκαλύπτω· βρήκα τη σωτηρία μου:
Αυτόν που φανερώθηκε και φώτισε τα πάντα.