Γεννήθηκε στο Κεντάου του Καζακστάν και ήρθε στην Ελλάδα μόλις τεσσάρων ετών. Πρότυπο στη ζωή της υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι Πόντιες γιαγιάδες της, «οι Ορτουλήσσες», όπως μας λέει. Ως παιδί έζησε το ρατσισμό της δήθεν εύπορης ελληνικής κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του 1990 – ήταν ένα από τα «Ρωσάκια». Είχε την τύχη όμως να πηγαίνει σε ένα σχολείο όπου διευθύντρια ήταν η Πόντια Σοφία Τριανταφυλλίδου, η οποία της πρόσφερε μια μεγάλη αγκαλιά, και γι’ αυτό την θυμάται ακόμα με αγάπη.
Ο λόγος για τη Νάντια Αβιτίδου. Που αγαπάει τον Ντοστογέφσκι και τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζίδη και τη Βουγιουκλάκη – αλλά πάνω απ’ όλα αγαπάει τα παιδιά, και ξέρει ότι για να είναι καλά τα παιδιά, πρέπει να είναι καλά οι μάνες.
Την συναντήσαμε στο πιο πρόσφατο από τα επιτεύγματά της, στο «Γυναικείον καφενείον» που διατηρεί στην Καλλιθέα (άνοιξε τον Μάρτιο του 2023, στην οδό Ξενοφώντος). Έχουν προηγηθεί ο Πολιτιστικός και Φιλανθρωπικός Σύλλογος Γυναικών «Ελπίδα Μάνας» και ο Γυναικείος Συνεταιρισμός (ΚΟΙΝΣΕΠ) «Ιππολύτη», που λόγω τεχνικών ζητημάτων είναι προσώρας ανενεργός (αλλά θα ανακάμψει). Τι κάνει η Νάντια με όλα αυτά; Αυτό που ξέρει να κάνει η ποντιακή ψυχή: Στηρίζει.
Η συνάντησή μας κράτησε αρκετά, και η συζήτηση πηγαινοερχόταν από το χθες στο σήμερα. Η αρχή φυσικά έγινε από το ποντιακό DNA, το οποίο η Νάντια φέρει ακέραιο. Οι ρίζες της απλώνονται στα Κοτύωρα, στην Τραπεζούντα, στη Σαμψούντα. Και λόγω Γενοκτονίας, διώξεων, εξοριών και όλων όσα υπέστησαν στο πέρασμα των χρόνων οι Έλληνες του Πόντου, κάποτε έφτασαν στο Καζακστάν, όπου και βλάστησαν για μια ακόμη φορά.
Γιατί οι Πόντιοι κατάφερναν να βλαστήσουν όπου κι αν βρίσκονταν, όπου κι αν τους έστελναν.
Μεγάλη η οικογένειά της, και σίγουρα αυτό που λέμε «δεμένη». Κανείς μόνος του! Αυτό είναι άλλωστε και το μότο στη ζωή της Νάντιας, γιατί με αυτή την αρχή μεγάλωσε: «κανείς μόνος του», το οποίο σήμερα έχει μετατρέψει σε «καμία μόνη της».
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν εξαρχής στην Καλλιθέα και ακολούθησε όλο το σόι για να μπορούν να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Οι γονείς δούλευαν «σαν τα σκυλιά», λέει, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στο Καζακστάν είχαν δουλειές με κύρος, εδώ όμως η μητέρα της δούλευε από τα ξημερώματα στις λαϊκές αγορές (ήταν η χρυσή εποχή τους, τη δεκαετία του ’90), και ο πατέρας στην Ψυττάλεια, απ’ όπου έχει ως «ενθύμιο» χίλιες δυο αρρώστιες.
«Δεν μας έλειψε τίποτα», λέει η Νάντια· με σκληρή δουλειά κατάφεραν να αγοράσουν ένα διαμέρισμα, δεν ήξεραν όμως τι σημαίνει διασκέδαση.
Αν κάτι αναδύεται από κάθε λέξη της αφήγησής της, είναι περηφάνια για όλα όσα πέρασαν οι πρόγονοί της. Ο παππούς της μαμάς της, μας λέει, από την Τραπεζούντα, ήταν πάρα πολύ ευκατάστατος, αλλά η οικογένεια ξεριζώθηκε όταν τους εξόρισαν στο Σοχούμι και αναγκάστηκαν να τα αφήσουν όλα πίσω. Από την άλλη πλευρά, ο παππούς ο Λάτη (Αλέξης), που έπαιζε ζουρνά και τραγουδούσε, ήταν από τη Σαμψούντα και βρέθηκε στην Αμπχαζία, όπου γεννήθηκε και ο πατέρας της. Οι δύο άκρες του νήματος συναντήθηκαν κάποια στιγμή στο Καζακστάν.
Αυτό που τονίζει η Νάντια είναι η δύναμη των γιαγιάδων της, που κάθε φορά από το μηδέν δημιουργούσαν το καινούργιο σπιτικό. «Από αυτές τις γυναίκες ήθελα να παραδειγματιστώ», μας λέει. Μαζί τους μεγάλωσε, κι έτσι έμαθε την ποντιακή διάλεκτο αλλά και τις αρχές τους. Από αυτές έμαθε την αγάπη για το θείο, και θαυμάζει ακόμα και σήμερα τη σοφία τους και την ιδιαίτερη προσέγγιση που είχαν σε όλα τα πράγματα, «είτε αυτό είναι ζωή είτε είναι θάνατος είτε είναι γάμος».
Φανερά συγκινημένη, θυμάται ότι πριν φύγουν από το Κεντάου η γιαγιά την πήρε μαζί της «’ς σα ταφία» για να αποχαιρετήσουν τον παππού της: «Λάτη, φεύγω. Δεν θέλω να σε αφήσω, αλλά πάω να βοηθήσω τα παιδιά – με έχουν ανάγκη».
Ίσως αυτό το «με έχουν ανάγκη» έχει ριζώσει μέσα της περισσότερο από όσο και η ίδια συνειδητοποιεί. Γιατί αυτό που κάνει η Νάντια Αβιτίδου, είναι να ανταποκρίνεται στην ανάγκη ευάλωτων γυναικών: Στηρίζει γυναίκες κακοποιημένες πολύ πριν η ενδοοικογενειακή βία γίνει καθημερινή είδηση· όταν ακόμα τα θύματα φοβούνταν να μιλήσουν ανοιχτά, πριν από το panic button και τα κρατικά προγράμματα.
Στηρίζει γυναίκες που για τον α ή τον β λόγο μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους – άλλωστε έχει υπάρξει και η ίδια μονογονέας, και ξέρει τις δυσκολίες.
Στηρίζει γενικά γυναίκες που νιώθουν αδύναμες ή παρείσακτες, και τις στηρίζει έμπρακτα, αλλά και ηθικά με συναντήσεις που διοργανώνει (ως σύλλογος) με νομικούς και ψυχολόγους. Και ο λόγος για τον οποίο το κάνει αυτό είναι, όπως είπαμε ήδη, η πεποίθησή της ότι μόνο μια μάνα που μπορεί να σταθεί στα πόδια της, μπορεί να σταθεί και στα παιδιά της.
Από πρόσφατη εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη για τις γυναικοκτονίες
Οι τρόποι με τους οποίους βοηθά έμπρακτα εκτείνονται «πέρα από το ένα κιλό ρύζι», όπως μας λέει. Κι αυτό καλό είναι, αλλά όχι αρκετό. Στόχος της είναι να δώσει σε λαβωμένες γυναίκες την πίστη στον εαυτό τους και στις δυνατότητές τους, ίσως και κάποιες δεξιότητες, γι’ αυτό και στην «Ιππολύτη» γίνονται μαθήματα ραπτικής, αλλά και αναπαλαίωσης επίπλων.
Το Καφενείο δημιουργήθηκε ως στέκι στο οποίο οι γυναίκες (όλες οι γυναίκες, όχι μόνο οι ωφελούμενες) μπορούν να καθίσουν και να απολαύσουν ένα τσάι ή ένα βιβλίο, μόνες τους ή με παρέα. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά η Νάντια, «και άνδρες μπορούν να έρχονται, αλλά μόνο αν συνοδεύονται».
Το Καφενείο είναι πολύχρωμο, ζεστό και ρομαντικό, φτιαγμένο από τα υλικά ενός άλλου καιρού.
Όπως και η ίδια άλλωστε. Από τις πρώτες κουβέντες που είπε στο pontosnews.gr ήταν «η εποχή που ζούμε δεν με εκφράζει». Στο χώρο της (και μέσα από αυτόν) αναβιώνει την αρχοντική Αθήνα μιας άλλης εποχής, ακόμα και τις εικόνες της κλασικής λογοτεχνίας που αγαπά. Σαλόνια και τραπεζαρίες περασμένων δεκαετιών φτιάχνουν «γωνιές» ζεστές, οικείες, σχεδόν οικογενειακές. Και από καιρού εις καιρόν, το καφενείο γίνεται μπουάτ, καθώς διοργανώνονται μουσικές βραδιές που συγκεντρώνουν κόσμο από όλες την Αθήνα.
Τα παράταιρα (και όμως απίστευτα ταιριαστά) αντικείμενα προέρχονται από ανθρώπους που θέλουν να την βοηθήσουν στο έργο που έχει αναλάβει, κάποια όμως έχουν ιδιαίτερους συμβολισμούς, όπως για παράδειγμα η γούνα της Τζένης Βάνου, που ήταν από τις πρώτες επώνυμες Ελληνίδες που μίλησε ανοιχτά για την κακοποίηση που υφίστατο στο γάμο της.
Η Νάντια Αβιτίδου όμως δεν σταματά εδώ. Το καθαρόαιμο ποντιακό πείσμα την ωθεί στα 39, μητέρα τριών αγοριών, να δώσει εξετάσεις για τη Νομική. Για να μπορεί πλέον ως δικηγόρος να υπερασπίζεται και να στηρίζει ευάλωτες γυναίκες από ένα ακόμα πόστο, εξίσου σημαντικό.
___
ΥΓ. Παραλείψαμε να αναφερθούμε στην πολιτιστική διάσταση του Συλλόγου «Ελπίδα μάνας», η οποία κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Μέχρι στιγμής έχει διοργανώσει τέσσερις μεγάλες φιλανθρωπικές συναυλίες:
Συνέντευξη, κείμενο, φωτογραφίες: Χριστίνα Κωνσταντάκη.