Καλοκαίρι 1986 και στο θέατρο Παρκ έχει ανέβει η επιθεώρηση Ανδρέα Ζαπάτα, Βίβα Ζαπάτα. Από τους πρωταγωνιστές είναι ο Κώστας Βουτσάς και εκείνο το βράδυ είναι σε τρελά κέφια. Δεν κάνει μόνο το νούμερό του, αλλά αυτοσχεδιάζει και παίζει και με τον κόσμο. Κάποια στιγμή αυτά τα πανέμορφα, τσαχπίνικα μάτια του εντοπίζουν ένα νεαρό ζευγάρι κάπου στην 3η-4η σειρά. Ο νεαρός πιάνει το χέρι της κοπέλας του και ο Βουτσάς από πάνω του φωνάζει: «Ρε φίλε, εδώ ήρθες να …;». Ο κόσμος ξεκαρδίζεται στα γέλια, ακόμα και το νεαρό ζευγαράκι όταν ξεπέρασε το πρώτο σοκ.
Ένα μικρό, μικρότατο περιστατικό που αποδείκνυε ότι εκτός από μεγάλος ηθοποιός και επαγγελματίας, ήταν ενας άνθρωπος που αγαπούσε το κέφι, την χαρά. Που μπορούσε να γίνει ένα πρώτης τάξεως πειραχτήρι, χωρίς να προσβάλει τον άλλον. Και δεν έζησε και εύκολη ζωή.
Από σπόντα
Γεννήθηκε την τελευταία μέρα του 1931. Γιος ενός χαρακτηρισμένου Αριστερού πατέρα, με καταγωγή από τους Επιβάτες Θράκης. Βίωσε τη φτώχεια με το καλημέρα. Ούτε καν κανονικό σπίτι δεν είχε η οικογένειά του όταν γεννήθηκε. Ζούσαν σ’ ένα μικρό άδειο μαγαζί, στον Βύρωνα, κι είχαν καλύψει με χαρτιά τη βιτρίνα για να μην τους βλέπουν. Ο πατέρας δούλευε σκληρά ως οδοποιός, η μητέρα στο σπίτι, τα χρήματα δεν επαρκούσαν ούτε για τα απαραίτητα. Γι΄ αυτό και όταν λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, όλα τα παιδιά της οικογένειας βγήκαν στο δρόμο, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού για να βοηθήσουν την κατάσταση.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ο 10χρονος τότε Κώστας γυρνούσε με τις ώρες στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, κρατώντας στα χέρια του ένα κασελάκι με τσιγάρα τα οποία πουλούσε στους περαστικούς. Επειδή όμως τα χρήματα ήταν λίγα και οι ανάγκες πολλές, ο πανέξυπνος πιτσιρικάς σκέφτηκε έναν τρόπο να αυξήσει τα έσοδά του. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Έδινε 100 ελληνικά έναντι πολύ λιγότερων αγγλικών καθώς τα εγχώρια ήταν κακής ποιότητας και φθηνά ενώ πουλώντας τα ξένα έβγαζε πολύ περισσότερα… Η ευστροφία, η αξιοσύνη, το πείσμα, η αποφασιστικότητα τον χαρακτήριζαν από τότε. Δεν το έβαζε κάτω, όσες δυσκολίες κι αν έβρισκε μπροστά του. Φαινόταν πως αυτό το παιδί θα την βρει την άκρη στη ζωή του.
Παράλληλα ασχολιόταν με τον αθλητισμό, ενώ επαγγελματικά ήθελε μια σταθερή δουλειά. Ένα καλοκαίρι όμως που είχαν πάει με την ομάδα του για προπόνηση γνωρίστηκε με μια θεατρική ομάδα. Εκεί, ένας υποδυόταν τον μεθυσμένο, που όμως δεν άρεσε στον Βουτσά. Ο τελευταίος του έδειξε πως θα τον ερμήνευε εκείνος και κάπως έτσι μπήκε στην ομάδα.
Τα παιδιά του Δαλιανίδη
Εν αρχήν ήταν το όνομα. Το οικογενειακό επίθετο ήταν «Σαββόπουλος», αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα λέγονταν και «βουτσιά». Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, τού είχε προτείνει θιασάρχης να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του ’40. Παράλληλα με τις δουλειές που κάνει για επιβίωση σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων… Συμμαθητής του ήταν ο μετέπειτα δημοσιογράφος και παρουσιαστής Άλκης Στέας.7
Τους πρώτους του ρόλους τούς έπαιξε στη Θεσσαλονίκη, σε τοπικές σκηνές της πόλης. Στην Αθήνα ήρθε σε ηλικία 21 ετών. Συμμετείχε αρχικά σε κάποιες παραστάσεις του θεάτρου «Ακροπόλ». Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή του ο κινηματογράφος. Έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1953 στην ταινία Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται για να ακολουθήσουν, το 1961, οι συμμετοχές του στις ταινίες της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ Η Αλίκη στο Ναυτικό του Αλέκου Σακελλάριου και Ο Σκληρός Άνδρας του Γιάννη Δαλιανίδη. Ο τελευταία διακρίνει το ταλέντο του και του εμπιστεύεται έναν απαιτητικό δραματικό ρόλο στην ταινία του Κατήφορος.
Ήταν αυτή η ομάδα των παιδιών του Γιάννη Δαλιανίδη που άλλαξαν την ιστορία του εγχώριου σινεμά.
Και αρχίζουν οι ρόλοι σε κωμωδίες και μιούζικαλ. «Ήμουν ο καλούλης, που του έκλεβε αυτή που αγαπούσε ο πρωταγωνιστής. Στην πραγματική ζωή έχει συμβεί και το αντίθετο», είχε πει σε συνέντευξή του.
Και σιγά-σιγά γίνεται πρωταγωνιστής. Και ο κόσμος τον επιβραβεύει με τα εισιτήρια. Μαζί με Φίνο και Δαλιανίδη κάνουν σπουδαία πράγματα, με επιστέγασμα το Ανθρωπάκι, που ήταν ο αγαπημένος του ρόλος.
Από την Φίνος Φιλμ θα φύγει δυο φορές για να πάει στην «Καραγιάννης -Καρατζόπουλος». Όμως το φινάλε του παλιού ελληνικού σινεμά έγινε στον Φίνο με το Ένα τανκς στο κρεβάτι μου και τον Τρομοκράτη.
Οι γυναίκες της ζωής του
Ο Κώστας Βουτσάς είχε μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες (και στην ΑΕΚ, μην ξεχνιόμαστε) και αυτό ήταν κάτι το οποίο ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ. «Εγώ με τις γυναίκες ήμουν ο σκλάβος τους. Σκεφτόμουνα πάντα τι να κάνω για να την ευχαριστήσω χωρίς να το ξέρει. Και λέω πως με όλες μου τις γυναίκες είμαι πάρα πολύ αγαπημένος. Και όλες με αγαπάνε, όχι γιατί τους έκανα δώρα, αλλά γιατί τις πρόσεχα και τις θεωρούσα ιερό σημείο στην ζωή μου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Από τις πρώτες σχέσεις του που έγιναν γνωστές ήταν αυτή με την ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού η οποία, ωστόσο, έγινε παρελθόν από τη στιγμή που ο Κώστας Βουτσάς γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, το καλοκαίρι του 1959, στο Θέατρο Ακροπόλ. Η ίδια είχε εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία της πως αρχικά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του αλλά θέλησε να εκδικηθεί τη Στέλλα Στρατηγού επειδή υποψιαζόταν πως φλέρταρε με τον πρώην σύντροφό της.
Η σχέση τους λοιπόν ξεκίνησε ως παράνομη αλλά ο Βουτσάς εγκατέλειψε την Στρατηγού και ζήτησε από τη Βρανά να τον παντρευτεί. Εκείνη δεν είχε πεισθεί πως την ήθελε πραγματικά και πως δεν την εκμεταλλευόταν για επαγγελματικούς λόγους.
Ο έρωτάς τους υπήρξε εκρηκτικός, συνοδεύτηκε από μπόλικους καυγάδες και επισφραγίστηκε με αρραβώνα την άνοιξη του ’61. Ούτε η επισημοποίηση όμως έφερε την ηρεμία. Οι σκηνές ζηλοτυπίες συνεχίζονταν ακάθεκτες και από τις δύο πλευρές, χώριζαν συνέχεια και λίγο μετά τα ξανάβρισκαν. Ένα βράδυ μάλιστα, λίγο μετά από έναν ακόμη μεγάλη καυγά, εκείνος πήγε μεθυσμένος έξω από το σπίτι της και την παρακαλούσε να τον δεχθεί πίσω. Οι ίδιες σκηνές επαναλαμβάνονταν επί 4,5 ολόκληρα χρόνια κι ενώ είχαν πλέον αποφασίσει να παντρευτούν η Σπεράντζα τα διάλυσε όλα καθώς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει το θέατρο όπως απαιτούσε ο αγαπημένος της. Πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος θα πει σε συνέντευξή του: «Η Βρανά έραβε νυφικό και εγώ της έστειλα προσκλητήριο με την Μπρόγιερ».
Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή του η πανέμορφη χορεύτρια και ηθοποιός Έρρικα Μπρόγιερ που υπήρξε και η πρώτη σύζυγός τους. Ο έρωτάς τους ολοκληρώθηκε με τη γέννηση της κόρης τους Σάντρας. Οι δυο τους παρέμεναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος.
Ακολούθησαν δύο ακόμη γάμοι, με την Θεανώ Παπασπύρου με την οποία απέκτησε δύο ακόμη κόρες, τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα και με το πρώην μοντέλο-ηθοποιό Εύη Καραγιάννη της οποίας τον γιο, επίσης ηθοποιό, Άνθιμο Ανανιάδη μεγάλωσε σαν δικό του παιδί.
Το 2015 ο Κώστας Βουτσάς ερωτεύτηκε ξανά, μια γυναίκα πολύ νεότερή του, την ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 2016 ενώ λίγους μήνες αργότερα υποδέχτηκαν στη ζωή τους τον μικρό Φοίβο με τον οποίο ο ηθοποιός ήταν πραγματικά ξετρελαμένος. Για χατίρι του εξάλλου, ήθελε να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια, για να τον δει να μεγαλώνει…
Ναι τότε τον πίκραναν πολύ, αρκετά δημοσιεύματα που έλεγαν για τη μεγάλη διαφορά ηλικίας και ότι απέκτησε παιδί μεγάλος. Όταν όμως έχεις ζήσεις μια γεμάτη ζωή και είσαι ευτυχισμένος, πολύ γρήγορα ξεχνάς τον χρήστη που κρύβεται πίσω από ένα ιντερνετικό ψευδώνυμο και βγάζει τη μιζέρια του.
Ο άνθρωπος που αγάπησε και αγαπήθηκε
Το 1984 σε μια περίοδο πόλωσης εμπορικών και ποιοτικών, ο Βουτσάς πρωταγωνιστεί στην ταινία Ο έρωτας του Οδυσσέα, την ίδια περίοδο που στους κινηματογράφους προβαλλόταν οι ταινία Πόντιοι, αποδεικνύοντας ότι ο μεγάλος ηθοποιός και επαγγελματίας δεν έχει ανάγκη από ταμπέλες. Και σιγά- σιγά αρχίζει τις συνεργασίες με τους νέους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και όταν τελειώσει από τα επιχειρηματικά του, απέδειξε και σαν δευτεραγωνιστής μπορεί όχι μόνο να σταθεί αλλά ενίοτε να κλέψει και την παράσταση.
Ένας συνάδελφος του θυμάται πως όταν είχαν πάει περιοδεία πάνω στη Μακεδονία, καταχείμωνο και μετά από μια επέμβαση που είχε κάνει, ο Βουτσάς έπεφτε για ύπνο τελευταίος και ξύπναγε πρώτος για να κάνει την πρωινή του βόλτα μέσα στο χιόνι.
Καθόταν για καφέ στις αγαπημένες του πλατείες, έβγαινε με φίλους και συναδέλφους ενώ μέχρι που εισήχθη στο νοσοκομείο το 2020 έπαιζε και δη σε παιδικό θέατρο. Σαν έναν άνθρωπο που είχε βαλθεί να νικήσει τη ζωή ή έστω να τη ρουφήξει έως το τέλος. Και όπως είχε πει και ένας δημοσιογράφος «Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει φύγει. Νομίζεις ότι από κάπου θα εμφανιστεί και θα σου κάνει τσα».
Σπύρος Δευτεραίος