Φαρλάτισαν* τα γόνατα μ’
και τρόμαξεν καρδούλα μου.
Έλα κι εσύ, γλυκή μ’ νινέ*
δεν δίνω ’γώ την κάγια* μου.
Την κάγια μ’ καρφουμένονε
στ’ ασήμι βουτηγμένονε.
Έκαμα και πολέμησα,
τσαλέισα τσ’ απαλάτισα*.
Απ’ το χέρι με πιάσανε
στα ξένα με τινάξανε.
Παρακαλές την Παναγιά
να μην σας ρίξ’ στα ξένα, λε.
Αυτοί είναι οι στίχοι μιας καππαδοκικής γαμήλιας πατινάδας που κατέγραψε η Μέλπω Μερλιέ το 1930, στα Ταμπούρια.
Τραγουδάει η Χαρίκλεια Κανάκη, από τη Μαλακοπή της Καππαδοκίας. Είχε μείνει 8 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, και έφτασε ως ανταλλάξιμη στον Πειραιά το 1924.
Στην καρτέλα της καταγραφής που σώζεται στα αρχεία του Mουσικού Λαογραφικού Aρχείου (ΜΛΑ) διαβάζουμε επίσης ότι την ημέρα της ηχογράφησης ήταν 35 ετών, γνώριζε ελάχιστα γράμματα και ήταν χήρα, ότι ο πατέρας της ήταν μπακάλης στο επάγγελμα, όπως και ο άντρας της.
Το τραγούδι που ακολουθεί το τραγουδούσε η νύφη καθώς την οδηγούσαν νωρίς το πρωί της Κυριακής από το σπίτι της στην εκκλησία, για να την στεφανώσουν.
Καθώς το έλεγε, τόσο εκείνη όσο και οι συγγενείς της έκλαιγαν.