…Ένας παππούς με τον 7χρονο εγγονό του. Έναν εγγονό που διψούσε να ακούσει ιστορίες για τότε που ο παππούς του ήταν μικρός και ζούσε με την οικογένειά του στην Τραπεζούντα. Για τη δική του παραμονή Πρωτοχρονιάς και τα δώρα που έφερνε στα παιδιά ο Αϊ-Βασίλης πριν από τη Γενοκτονία.
Την ιστορία διηγείται για λογαριασμό του παππού ο Φίλων Κτενίδης μέσα από τις σελίδες της Ποντιακής Εστίας, τον Ιανουάριο του 1952, καταφέρνοντας να μας μεταφέρει νοερά στην αλησμόνητη πατρίδα.
Βρείτε θέση δίπλα στο τζάκι. Η ιστορία αρχίζει…
≈
Ύστερα απ’ το κόψιμο της πήττας και τις συνηθισμένες ευχές, το αντρόγυνο σηκώθηκε απ’ το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και έφυγε για κάποιο φιλικό σπίτι όπου θα περνούσε την νύχτα, δοκιμάζοντας, μαζύ με άλλους καλεσμένους, την τύχη του. Έμειναν στη σάλλα το επτάχρονο παιδάκι, κι’ ο πατέρας του συζύγου, ο παππούς.
Η ζωή που άρχιζε κ’ εκείνη που τέλειωνε.
Σ’ το τζάκι τα ξύλα είχαν απομείνει λαμπερή ανθρακιά.
— «Μη ρίχνης άλλο ξύλο, λέγει ο παππούς ‘σ την υπηρέτρια, που ετοιμαζόνταν να το κάμη, γιατί θα πέσωμε σε λίγο. Και γυρνώντας ‘σ τον εγγονό που ξεφυλλούσε κάποιο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο.
— Δεν είναι έτσι Κωστάκη, του είπε σαν ρώτημα, σαν διαταγή, σαν χάδι.
— Παππού… ξέχασες πως μου υποσχέθηκες να μου πης πώς γιορτάζανε την Πρωτοχρονιά ‘σ τα παληά τα χρόνια, ‘σ τον τόπο σας, εκεί μακρυά… θάθελα τόσο να τ’ ακούσω απόψε.
Ο παππούς δεν είπε τίποτε ‘σ τον μικρό. Πλησίασε κ’ έρριξε, μόνος του αυτή την φορά, δυο ξύλα ‘σ την φωτιά και κάθησε μ’ ένα μικρό αναστεναγμό ‘σ την πολυθρόνα που ήταν ‘ς την μια άκρη του τζακιού.
Το παιδί κατάλαβε πως θα του γινόνταν το θέλημα. Άφησε το βιβλίο με τις εικόνες και έτρεξε να καθήση κατάχαμα, πάνω ‘σ το χαλί, κοντά ‘σ τον γέρο, αγκαλιάζοντας μ’ αγάπη τα δυο του πόδια, ακουμπώντας το μικρό του το πηγούνι πάνω ‘σ τα γόνατά του και κυττώντας τον κατάματα.
Ο άλλος άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τις μπούκλες των μαύρων του μαλλιών. Το χέρι του έτρεμε κομμάτι, όπως τρέμανε λίγο και τα χείλη του.
♦♦♦♦♦
— Η πατρίδα μου, ήταν μια μεγάλη πολιτεία. Φυσικά, δεν ήταν τόσο μεγάλη, σαν αυτή εδώ που ζούμε τώρα, μα για την χώρα εκείνη, για την Ανατολή ήταν από τις μεγάλες.
Πολλές, πάρα πολλές πρωτοχρονιές έκαμα εκεί ‘ς τον τόπο μου, μα απόψε θα σου διηγηθώ εκείνη που γιόρτασα σαν ήμαν παιδάκι σαν κ’ εσένα, 9-10 χρόνων. Έκανε πολύ χιόνι εκείνη την χρονιά και την παραμονή της πρωτοχρονιάς οι άνθρωποι άνοιγαν με φτυάρια τους δρόμους για να πάνε ‘ς τη δουλειά τους. Εγώ και τ’ άλλα τα δυο μου αδέλφια αφού παίξαμε όλο τ’ απόγευμα ‘σ την αυλή του σπιτιού μας με το χιόνι, μαζευτήκαμε ‘σ τη μεγάλη τραπεζαρία μας, ολόγυρα ‘σ το μαγκάλι.
Η μητέρα κ’ η αδελφή μας, μεγαλύτερη από μας, μόλις με το σούρουπο τέλειωσαν τις δουλειές του σπιτιού, που τώκαναν να λάμπη όλο από την πάστρα και ήρθαν να ζεσταθούν κ’ εκείνες κοντά μας, ‘σ το μαγκάλι.
Σε λίγο σκοτίνιασε κι ανάψαμε την λάμπα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και χτύπησε η πόρτα. Ήταν τα πρώτα παιδάκια που ήρθαν να πουν τα «Κάλαντα».
Εκεί μόνο σαν σκοτίνιαζε καλά βγαίνανε τα παιδάκια να τα πούνε. Ερχόντουσαν ανά δύο. Το ένα κρατούσε το «χαρτί την καλήν εσπέραν», (έτσι λέγαμε ένα λιγοσέλιδο έντυπο-τετράδιο όπου ήσαν τυπωμένα όλα τα τροπάρια, Χριστουγεννιάτικα, Πρωτοχρονιάς, Φώτων κι’ άλλα τραγουδάκια) και το άλλο το αναμμένο του φαναράκι. Τ’ ακούγαμε, εγώ και τα αδέλφια μου και τα ζηλεύαμε, γιατί είχαν την άδεια των δικών τους να γυρίζουν και να ψάλλουν τον Άη-Βασίλη.
Ως την ώρα που ήρθε ο πατέρας μας απ’ την αγορά, πέρασαν κάμποσα παιδάκια. Μόλις ήρθε, η μητέρα και η αδελφή μου άρχισαν να ετοιμάζουν το τραπέζι για φαγητό και σε λίγο καθήσαμε όλοι.
Την ώρα που τρώγαμε, πάλι μας ήρθαν παιδιά. Σ’ αυτά, εκτός από τα λεφτά, η μητέρα έδωσε κι’ από ένα πορτοκάλλι, γιατί μας έβλεπαν ‘ς το τραπέζι και δεν έκανε να φύγουν χωρίς να τα φιλέψωμε, τουλάχιστον έτσι.
Ύστερα απ’ το φαγητό σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι. Ο πατέρας κάθησε ‘ς τη γωνιά, πάνω ‘σ το «σέτι».
«Σέτι» λέγαμε ένα είδος ντιβάνι που ήταν πέρα-πέρα ‘σ τον τοίχο, με πολλά μαξηλάρια. Εκεί του σέρβιραν τον καφέ του, ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε για τα καινούργια ρούχα και τα καινούργια παπούτσια που μας ετοίμασαν και που θα βάζαμε το πρωί πηγαίνοντας ΄σ την Εκκλησία. Εκεί ‘σ τα μέρη μας τα καλλίτερα μας δώρα ήσαν τα νέα ρούχα και τα παπούτσια που μας κάναν οι γονείς μας την Πρωτοχρονιά.
Σε λίγο ήρθε κι’ ο θείος Παύλος, αδελφός του μπαμπά μου, με τη γυναίκα του. Εκείνος δεν είχε παιδιά και έκανε πάντα μαζύ μας την Πρωτοχρονιά. Η μητέρα κ’ η αδελφή μου, ‘σ το μεταξύ, είχαν στρώση ξανά το τραπέζι. Αυτή τη φορά όμως τα πιάτα ήσαν γεμάτα με φρούτα. Πορτοκάλια, μανταρίνια, μήλα, αχλάδια, ξηρά δαμάσκηνα, ξηρά μούρα, ροδάφινα, καϊσιά, σταφίδες, φοινίκια, χουρμάδες, κιουμέδες –αυτά που λέμε εδώ σουντζούκια–, λεπλεπιά [στραγάλια], φουντούκια, φυστίκια, αμύγδαλα, κάστανα, καρύδια, ξηραμένες φέτες από κυδωνόπαστο, ίσως κι’ άλλα που δεν θυμάμαι…
Ο θείος μου που είχε φέρει μαζύ του μερικά κλαδιά εληάς, διάλεξε το πιο φουντωμένο και ‘σ τα φύλλα του κρεμούσε φουντούκια, που πρώτα τα ράγιζε. Όπου ήταν το ράγισμα έμπαινε η άκρη του φύλλου της ελιάς κ’ έτσι όλο το κλαδί στολίστηκε με πολλά φουντούκια.
Ύστερα έβγαλε απ’ την τσέπη του χρυσά και ασημένια χαρτιά και τύλιξε το κάθε φουντούκι χωριστά.
Σαν ετοίμασε έτσι το κλαδί της εληάς, το στερέωσε μέσα σ’ ένα βαθύ βάζο και τόβαλε ‘σ τη μέση ‘σ τα άλλα τα πιάτα με τα φρούτα. Μας φαινούνταν πως χιόνισε χρυσάφι και ασήμι που σκέπασε το κλαδί κι’ όλο το τραπέζι.
Σαν ήσαν όλα έτοιμα, εμείς τα παιδιά σηκωθήκαμε και είπαμε τον «Άη Βασίλη» ‘σ τους μεγάλους, και έπειτα καθήσαμε ‘στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, αφού κάθησαν πρώτα ο πατέρας κ’ οι άλλοι.
Η πήταν ήταν βαλμένη μπροστά ‘σ τον πατέρα μου. Μόλις κάθησε έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, κι’ όλοι οι άλλοι, κι’ αφού χάραξε με το μαχαίρι το σημείο του σταυρού πάνω ‘σ την πήτα λέγοντας «εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» άρχισε να κόβη και να χωρίζη τα κομμάτια. Πρώτα έβγαλε το κομμάτι της Εικόνος του σπιτιού, έπειτα της Δουλειάς. Ύστερα με την σειρά το δικό του, της μαμάς, των παιδιών κατά σειράν, έπειτα του θείου, της θείας και τελευταίο του άλλου θείου μας, που ήταν εργένης και βρισκόταν ‘σ τα ξένα, ‘σ την Ρωσσία.
Όλοι ζητούσαμε να βρούμε στο κομμάτι της πήττας μας τον «παρά» που ήταν ένα μικρό χρυσό νόμισμα.
Βρέθηκε ‘σ το κομμάτι της «Δουλειάς» και οι μεγάλοι μείναν ευχαριστημένοι γι’ αυτό.
Ύστερα ο πατέρας πήρε ‘σ τη φούχτα του φουντούκια και καρύδια, ανακάτεψε μέσα και μερικά ασημένια νομίσματα και τα πέταξε προς την οροφή λέγοντας: «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου».
Αυτό τώκαμε και το είπε τρεις φορές. ‘Σ την τρίτη φορά ριχτήκαμε εμείς τα παιδιά να γυρεύωμε ‘σ το πάτωμα και σ’ όλες τις γωνιές τα νομίσματα που σκόρπισε ο μπαμπάς, ενώ εκείνος κρατώντας το «θυμιατό» όπου μέσα έκαιγε θυμίαμα και λιβάνι, μαζύ με την μητέρα, γύριζε όλο το σπιτί και θύμιαζε όλα τα διαμερίσματα, λέγοντας και διάφορα τροπάρια.
Εμείς περιμέναμε μ’ ανυπομονησία να τελειώση γλήγωρα το λιβάνισμα και να γυρίση ο πατέρας, γιατί θα «εκαλαντίαζε μας» όπως λέγαμε, δηλαδή θα μας έδινε τα δώρα μας.
Τέλος ήλθε και ξανακαθίσαμε ‘σ το τραπέζι. Λέγοντας «και του χρόνου» έβαλε κάτι ‘σ το πιάτο της μητέρας, που δεν το είδαμε. Μόνο ακούσαμε την μάνα μας να λέγη «ευχαριστώ, εις έτη πολλά». Φώναξε έπειτα την αδελφή μου κοντά του, της κρέμασε ένα χρυσό σταυρό στο λαιμό, και φιλώντας την της είπε «Και του χρόνου, πάντα προκομένη και καλότυχη». Η αδελφή μου τον φίλησε: φίλησε και το χέρι του, και ξανακάθησε ‘σ τη θέση της.
Έπειτα φώναξε κ’ εμάς, τρέξαμε και οι τρεις κοντά του με ένα πορτοκάλι ‘σ το χέρι ο καθένας. Μας ευχήθηκε, μας φίλησε και ‘σ το πορτοκάλι του καθενός έμπηξε κι’ από ένα ασημένιο νόμισμα. Το ίδιο έκαμε κι’ ο θείος μας.
Ύστερα απ’ τον θείο, η θεία έδωσε ‘σ τον καθένα μας από ένα «πιάγκο». «Πιάγκο» λέγαμε το λαχείο. Οι πιάγκοι που μας έδωσε η θεία, ήσαν χωνάκια από χρωματιστά γυαλιστερά χαρτιά, που είχαν μέσα κουφέτα και κάποιο δωράκι. Σφυρίχτρα, δαχτυλιδάκι, ξύστρα, λεπτές λαστιχένιες φούσκες… που σαν τις φυσούσαμε γίνουνταν… τ’ άλλα μπαλόνια, άλλα κροκόδειλοι κι’ άλλα μακρουλά-μακρουλά μπαλονάκια.
Α! είχαν και από ένα κουφέτο που είχε μέσα ένα χαρτάκι με κάποιο στίχο. Μ’ αυτούς τους πιάγκους ήμαστε πολύ ευχαριστημένοι.
Σηκωθήκαμε έπειτα από το τραπέζι και ξαναπλησιάσαμε ‘σ το μαγκάλι.
Η αδελφή μας πήρε απ’ το κλαδί της εληάς ένα φύλλο, τώβρεξε με το σάλιο της και τώρριξε μέσα ‘σ τη χόβολη του μαγκαλιού. Όλοι παρακολουθούσαμε το φυλλαράκι που άρχισε να στριφογυρίζει πάνω ‘σ την καυτερή χόβολη, όταν ξαφνικά τ’ ακούσαμε να σκάνη μ΄ ένα μικρό κρότο, κ’ έπειτα το είδαμε να καίεται και να χάνεται μέσα σε μια μικρή φλόγα.
Αυτό είχε τη σημασία πως εκείνο που στοχάστηκε σαν έρριψε το φυλλαράκι ‘σ τη φωτιά, θα γινούνταν μέσα ‘σ τον καινούργιο χρόνο.
♦♦♦♦♦
Ο γέρος σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο… και σαν να εμπιστευόνταν ΄σ τον εαυτό τού κάποιο μυστικό, ψιθύρισε «…τι παράξενο!… Εκείνη την χρονιά αρραβωνιάστηκε η αδελφούλα μου η μονάκριβη…» και σιώπησε.
Ο μικρός που φαινόνταν να κουράστηκε απ’ την προσπάθεια που έκανε να μη του φύγη καμμιά λέξη απ’ την αφήγηση, μόλις έπαψε η απαλή φωνή του παππού του να τον νανουρίζη σαν ένα χαμηλοειπωμένο τραγούδι, ξαφνιάστηκε και αφίνοντας τα γόνατα του γέρου σηκώθηκε όρθιος και αγκαλιάζοντας τον λαιμό του παππού του τον ρώτησε:
— Παππούλη, πότε περνούσε από εσάς ο Άη Βασίλης;
— Παιδάκι μου, από μας δεν περνούσε.
— Γιατί παππούλη;
— Μα, ο Άη Βασίλης παιδάκι μου, ήταν απ’ τα δικά μας τα μέρη. Όλο τον χρόνο ήταν μαζί μας και την βραδυά της Πρωτοχρονιάς μάς άφινε για να φέρη τα δώρα του ‘σ τα παιδιά του άλλου κόσμου…
— Και τώρα, παππούλη, που σας διώξανε απ’ τον τόπο σας εκείνο, που θα πάει ο Άη Βασίλης, αφού μοιράση τα δώρα του ‘σ τα παιδιά του άλλου κόσμου;
Ο Γέρος δεν απήντησε ‘σ το μικρό του εγγονάκι. Σηκώθηκε σοβαρός απ’ την πολυθρόνα του, πήρε τον Κωστάκη απ’ το χέρι.
— Πάμε παιδί μου, να κοιμηθούμε.
Την στιγμή που ο παππούς φιλούσε τον εγγονό του ξαπλωμένο ‘σ το κρεββατάκι του, ο μικρός με μισοκλεισμένα τώρα τα μάτια ξαναρώτησε:
— Παππούλη, δεν μου είπες, πού θα γυρίση… ο Άη Βασίλης;… πότε;…
— Ο Άη Βασίλης παιδί μου άμα μοιράση τα δώρα του θα πάη κοντά ‘σ τον Χριστούλη και θα τον παρακαλέση… θα τον παρακαλέση… και κάποτε…
♦♦♦♦♦
Ένας συγκρατημένος λυγμός δεν άφησε τον παππού να τελειώση τον λόγο του. Ο Κωστάκης κοιμούντανε σαν αγγελούδι… κι’ ο παππούς γονατισμένος δίπλα ‘σ το κρεββατάκι του έκαμε την προσευχή του…
Φ.Κ.