Δεν τον ψήνουν ποτέ στο σπίτι. Ψήνεται πάντα σε σινί και στο φούρνο της γειτονιάς. Ο μπακλαβάς του «φτωχού», μια γλυκιά παράδοση που έφεραν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στην Κρήτη, εξακολουθεί να σκορπάει την ευωδιά του αυτές τις γιορτινές μέρες στην περιοχή του Ηρακλείου.
Με καταγωγή από τα παράλια της Μικράς Ασίας και παππούδες όπως και γιαγιάδες πρόσφυγες, η Μαρία Σεκέρη που σήμερα διατηρεί ένα παραδοσιακό μεζεδοπωλείο στη Νέα Αλικαρνασό του Ηρακλείου, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Ουρανία Μωραΐτη για όσα θυμάται από τις αφηγήσεις των δικών της, για τα «μαγειρέματα των νοικοκυράδων» τις γιορτές.
«Θυμάμαι τη γιαγιά τη Ρηνιώ να λέει, ότι στον τόπο που μεγάλωσε την Πρωτοχρονιά το γλυκό που έφτιαχναν ήταν ο μπακλαβάς. Με δικό τους χειροποίητο φύλλο και με ξηρούς καρπούς που αν δεν είχαν από τα δικά τους δέντρα, θα έπρεπε να αγοράσουν. Όταν κάποιος είχε αμυγδαλιές ή είχε τη δυνατότητα να αγοράσει τα αμύγδαλα, έφτιαχνε με αμύγδαλο το μπακλαβά. Όποιος είχε καρυδιές, έβαζε καρύδια. Οι πιο φτωχοί πάντως, θυμάμαι τη γιαγιά να λέει, ότι έβαζαν αράπικο φιστίκι ή σουσάμι, γιατί μέχρι εκεί έφτανε το βαλάντιο τους».
Μέχρι και σήμερα η ίδια κρατάει την παράδοση.
Τόσο στο σπιτικό της που φτιάχνει τα γλυκά των ημερών για τις κόρες και τα εγγόνια της, όσο και στο μεζεδοπωλείο, δεσπόζει ο μπακλαβάς με το φιστίκι το αράπικο.
«Το διατηρώ μέχρι και σήμερα, με την ίδια ευλάβεια και η μεγάλη μου χαρά είναι όταν θα κεράσω τον μπακλαβά, να μου πουν πόσο νόστιμος και πόσο διαφορετικός είναι. Μπορεί να είναι «ταπεινά» υλικά το φιστίκι το αράπικο και το λαδάκι που βάζω, αλλά είναι για μένα ένας τρόπος να διατηρήσω αυτές τις μνήμες ζωντανές. Χώρια που μοσχοβολάει όλη η γειτονιά από το καβούρντισμα του φιστικιού», εξήγησε.
Από τα στοιχεία πάντως που αποτυπώνουν αυτή τη σύνδεση με τις παραδόσεις της Μικράς Ασίας και των προγόνων τους, είναι ότι σε πολλά σπίτια αυτές τις ημέρες, ο μπακλαβάς ψήνεται όχι στην οικιακή κουζίνα, αλλά στο φούρνο της γειτονιάς, αφού το σκεύος που χρησιμοποιείται είναι το σινί. Ένα μεγάλο στρογγυλό μπακιρένιο σκεύος , το οποίο συχνά είναι «προίκα» από τους παλιούς.
«Πάλι από τις αφηγήσεις των παππουδογιαγιάδων μας γνωρίζω, ότι τέτοια σκεύη είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια. Ήταν συνήθως τόσο μεγάλο το σινί, που αρκούσε για να φτιαχτεί ένας μπακλαβάς που μοιραζόταν από τη μάνα, στα σπίτια των παντρεμένων παιδιών της και στα εγγόνια της», είπε καταλήγοντας πως εκτός από την υπέροχη γεύση, ο μπακλαβάς έπρεπε να έχει και ωραία εικόνα. Για το λόγο αυτόν και το κόψιμο του μπακλαβά, είτε σε ταψί είτε σε σινί, είναι μια ιεροτελεστία.
«Ο μπακλαβάς όταν θα κοπεί και από πάνω θα μπει το σιρόπι, θα πρέπει να έχει σχήμα λουλουδιού. Έτσι το παραλάβαμε το έθιμο και έτσι το συνεχίζουμε, μέχρι και σήμερα» τόνισε κλείνοντας η Μαρία Σέκερη.