«Κατά την προς την πόλιν (Τραπεζούντα) εστραμμένην πλευράν του Φαιού λόφου, του Μιθρίου ονομασθέντος, δια το άλλοτε επ’ αυτού περιφήμου αγάλματος του Μίθρα, ίδρυται το μεν εντός σπηλαίου, το δ’ εκτός αυτού εν πολλοίς και ποικίλοις οικοδομήμασιν, η αρχαία γυναικεία μονή της Παναγίας της Θεοσκεπάστου.
Και το μεν όνομα τούτο εδόθη τη Παναγία της Μονής, διότι ουχί ανθρωπίνη χειρ, αλλ’ ο Θεός εσκέπασεν αυτήν δια του σπηλαίου υφ’ ο ευρίσκεται ο ναός».
≈
Η Θεοσκέπαστος λοιπόν, η παλαίφατη μονή της Τραπεζούντας που βρίσκεται στην κορυφή της πόλης, στο Μίθριο όρος τουρκιστί Ποζ Τεπέ, ονομάστηκε με αυτό το μοναδικό όνομα όπως μας πληροφορεί ο Κων. Παπαμιχαλόπουλος στο βιβλίο του Περιήγησις εις τον Πόντον, γιατί το καθολικό της μονής δεν κατασκευάστηκε από ανθρώπινο χέρι, αλλά ο ίδιος ο Θεός το «σκέπασε» μέσα στο βράχο, εντός σπηλαίου. Και συνεχίζει ο περιηγητής και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Κ. Κωνσταντόπουλου πληροφορώντας μας πως λόγω αυτής της ιδιαίτερης θέσης του ο ναός της Θεοσκεπάστου, προστατεύτηκε και δεν έγινε ποτέ τζαμί.
Σε παλιότερους χρόνους, την εποχή που ο Απόστολος Ανδρέας δεν είχε ακόμα πατήσει το πόδι του στον Πόντο μιλώντας στους κατοίκους του για τον Έναν και Τριαδικό Θεό, και πολύ πριν Άγιοι καταγόμενοι από τον Πόντο όπως ο Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντας, χύσουν το αίμα τους για την αληθινή πίστη, στο σπήλαιο αυτό που «σκεπάζει» τον ναό της Παναγίας Θεοσκεπάστου, τελούνταν η αρχαία λατρεία του Μίθρα.
Η μονή χτίστηκε τον 14ο αι και κτιτόρισσά της ήταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη, κόρη Τραπεζούντιου αριστοκράτη που για χάρη της ο Βασίλειος Κομνηνός χώρισε την Ειρήνη την Παλαιολογίνα. Από τον γάμο αυτόν γεννήθηκε ο Αλέξιος ο Γ΄ ο Μεγαλοκομνηνός, ο αυτοκράτορας που δόξασε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το μοναστήρι τελούσε υπό την εύνοια των Μεγαλοκομνηνών, ίσως λόγω της χωροταξικής του εγγύτητας με το παλάτι.
Η Ειρήνη φρόντισε όπως ήταν σύνηθες στην εποχή, να κοσμήσει τον νάρθηκα του ναού με μια νωπογραφία που απεικόνιζε την ίδια, τον γιο της Αλέξιο και τη νύφη της Θεοδώρα Καντακουζηνή. Δίπλα στη μορφή της που απεικονίζεται εστεμμένη με περίτεχνο διάδημα, κρατώντας στα χέρια της μικρογραφία του ναού της Θεοσκέπαστης, η γραφίδα του ζωγράφου έγραψε: «Χριστού χάριτι μήτηρ του ευσεβεστάτου βασιλέως κυρού Αλεξίου του Μεγάλου Κομνηνού».
Στο πλευρό της ο Αλέξιος ο Γ΄ ο οποίος βαφτίστηκε Ιωάννης αλλά προς τιμήν του παππού του Αλεξίου Β΄ τού προσδόθηκε το όνομα Αλέξιος. Ο βασιλιάς εμφανίζεται με πολυτελή βασιλική φορεσιά, φέρει στέμμα στην κεφαλή του με πολύτιμα πετράδια και στα χέρια του κρατάει τα σύμβολα της κοσμικής εξουσίας, το σκήπτρο και την σφαίρα. Η επιγραφή που συνόδευε τη μορφή του βασιλιά έγραφε: «Αλέξιος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής ο Μέγας Κομνηνός». Πλάι του η σύζυγός του Θεοδώρα κρατώντας σκήπτρο και σφαίρα με την συνοδευτική επιγραφή «Θεοδώρα Χριστού χάριτι Σεβαστή Δέσποινα και Αυτοκρατόρισσα Πάσης Ανατολής».
Στα μέσα του 19ου αι ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος ο Α΄ ανακαινίζει την μονή και οι παραστάσεις των Κομνηνών σβήνονται από τους τοίχους του ναού επιβεβαιώνοντας το ρητό πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα.
Ο Αλέξιος ο Γ’ ο Μεγαλοκομνηνός, μαικήνας των τεχνών και των γραμμάτων κυβέρνησε το κράτος από το 1349 έως τον θάνατό του, το 1390. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του το Βασίλειο του Πόντου γνώρισε μεγάλη ακμή. Υπέγραφε τα χρυσόβουλά του ως «Αλέξιος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας ο Μέγας Κομνηνός» με κιννάβαρι (κόκκινη μελάνι) όπως οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, για να τονίσει τη συνέχιση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την καρδιά του Πόντου. Ενταφιάστηκε στην Θεοσκέπαστο όπως και οι απόγονοί του, ο γιός του πρίγκιπας Ανδρόνικος που τον απέκτησε εκτός γάμου, ο οποίος βρήκε βίαιο θάνατο καθώς «έπεσε» από τα τείχη του ανακτορικού περιβόλου που βρίσκονταν ακριβώς δίπλα από τη μονή της Θεοσκέπαστου, ο γιος του (από την νόμιμη σύζυγό του Θεοδώρα) Μανουήλ ο Γ΄ και ο εγγονός του Αλέξιος ο Δ’ ο οποίος δολοφονήθηκε ύπουλα κατά τις νυχτερινές ώρες. Η σορός του Αλεξίου του Δ΄ μεταφέρθηκε αργότερα στον ναό της Χρυσοκεφάλου όπου ενταφιάστηκε σε μεγαλόπρεπο μαυσωλείο, όμως μετά την αποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα το 1919 κατεδαφίστηκε και αγνοείται η τύχη των λειψάνων.
Το 1609 ο J. Bordier στο ταξίδι του στην Τραπεζούντα, όπως καταγράφεται στο Αρχείον του Πόντου τ. ΣΤ’, συνάντησε στη μονή της Θεοσκεπάστου μια ολιγομελή ανδρώα αδελφότητα πέντε μοναχών που διέμενε έξω από το μοναστήρι. Οι μοναχοί αυτοί τελούσαν τρόπω τινά φύλακες του μοναστηριού.
Στον αυλόγυρο της μονής δέσποζε μια περικαλλής κρήνη της οποίας το νερό κατέβαινε από ρυάκι που ανάβλυζε πίσω από το εικονοστάσι της εκκλησίας που ήταν χτισμένη μέσα στον βράχο. Εντός του περιβόλου της μονής, έκτασης περίπου δύο στρεμμάτων, υπήρχαν εφτά-οχτώ κτίσματα στα οποία διέμεναν δέκα με δώδεκα μοναχές οι οποίες είχαν ως Κυριακό[1] «την εκκλησία που ήταν καλυμμένη με αγιογραφίες και πρέπει να ήταν πολύ παλιά», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο περιηγητής.
Και ο Bordier συνεχίζει να μας δίνει τις πολύτιμες πληροφορίες του για την Θεοσκέπαστο περιγράφοντας τα ράσα των μοναχών, το κάλυμμα της κεφαλής τους και την κύρια ασχολία τους, το διακόνημά τους όπως λέγεται στη μοναχική γλώσσα, που ήταν η καλλιέργεια ζαρζαβατικών στον κήπο τους.
Τέλος περιγράφοντας τον περίβολο της Θεοσκεπάστου ως χώρο με πολλά δέντρα, κυπαρίσσια ακόμα και ελαιόδεντρα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως «είναι άκρως κατάλληλος για περισυλλογή και ασκητικό βίο»!
Σύμφωνα με τον Ακύλλα Μήλλα το έτος 1879, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Marengo επισκέφτηκε την μονή και έγραψε γι’ αυτήν τα καθόλου κολακευτικά σχόλια: «Η μονή σήμερα κατοικείται από κάποιες γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, που περισσότερο μοιάζουν με ζητιάνες παρά με καλόγριες. Επισκέφθηκα εν συνεχεία τα κελιά τους. Ένα κρεβάτι χαμηλά στο πάτωμα, μια κανάτα με νερό, ένα καλάθι κρεμασμένο στον τοίχο που περιέχει λίγο ψωμί, μερικές ελιές και τυρί, μια καντήλα αναμμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, είναι αυτά που αποτελούν την όλη τους επίπλωση. Δεν μαγειρεύουν παρά μόνο κατά τις μεγάλες εορτές και κάθε καλογριά σιτίζεται χωριστά και επιβιώνει από τις ελεημοσύνες που συγκεντρώνει. Οι αδελφές μοναχές φροντίζουν την εκκλησία τους και κεντούν εργόχειρα με το βελόνι για τους επισκέπτες και τους κατοίκους της περιοχής».
Και συνεχίζει ο Ακύλλας Μήλλας παραθέτοντας και την μαρτυρία του George Lamley ο οποίος εντυπωσιάζεται όταν επισκέπτεται την μονή το 1916 και μένει έκπληκτος όταν η ηγουμένη του εξομολογείται πως αν ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον ρόλο της λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της θα παραιτούνταν πρόθυμα για να αναλάβει άλλη μοναχή.
Από τα μικρά αυτά αποσπάσματα διαφαίνεται το μεγαλείο του πνεύματος του ορθόδοξου μοναχισμού που δεν τον συγκινεί ο πολυτελής βίος ούτε τα αξιώματα αλλά η άσκηση και η εμπειρία της κατά Χριστόν ζωής σε αντίθεση με τον μοναχισμό της Δυτικής Εκκλησίας που ήταν μαθημένοι οι ξένοι περιηγητές.
Το 1903 ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος επισκέπτεται τη μονή όπου τότε μόναζαν 12 καλογριές και τα βάζει με την «ανεξήγητη καινοσπουδία και καινοτομία» των Τραπεζουντίων που είχαν ασβεστώσει τις αγιογραφίες της μονής!
Η μονή Θεοσκεπάστου έχει αναστηλωθεί από το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας και είναι ανοιχτή για τους επισκέπτες. Βρίσκεται στην συνοικία Ορτάχισαρ της Τραπεζούντας και λέγεται Kizlar Manastiri δηλαδή μοναστήρι των κοριτσιών.
Αλεξία Ιωαννίδου