Νοσταλγώ και τα Χριστούγεννα των νεανικών μου χρόνων. Αυτά τα πέρασα μακριά από το χωριό μου και γενικά από τον Πόντο. Όσοι έζησαν την εφιαλτική εκείνη περίοδο του απαίσιου «Χουριγιέτ» (1908-1912), ευκόλως εννοούν, πως με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου βρέθηκα επί Ρωσσικού εδάφους, στο Βατούμ.
Είχα ακολουθήσει με τη σειρά μου, μόλις είχα τελειώσει εκείνη τη χρονιά τις Γυμναστικές μου σπουδές στην Τραπεζούντα, το μεγάλο εκείνο ρεύμα της Βιβλικής Εξόδου του Ελληνικού στοιχείου από την Τουρκία, του αφελληνισμού του Πόντου. Το τοιούτον εξυπηρετούσε βεβαίως την καταχθόνια και σατανική πολιτική των Νεοτούρκων. Έπρεπε όμως να σώσωμεν τις ψυχές μας. Έπειτα από λίγο εγκατεστάθηκα στην Τασκέντη.
Τα Χριστούγεννα όμως, που πέρασα τα πρώτα χρόνια σ’ αυτήν την πόλη κυρίως, δεν έχουν καμμιά ομοιότητα με τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων.
Ξένον περιβάλλον και τελείως διαφορετικόν. Και όσο για συγκροτημένη Ελληνική Κοινότητα ούτε σκιά. Μια, μιάμιση εκατοντάδα μετά βίας συνεπλήρωναν όλοι-όλοι οι εκεί Έλληνες. Πόντιοι (από το Τορούλ) οι περισσότεροι και Δωδεκανήσιοι (από την Κάλυμνο) οι υπόλοιποι. Αρτοποιοί και αρτεργάτες οι πρώτοι ως επί το πλείστον, τσαγκάρηδες και παντοφλάδες οι δεύτεροι. Θύματα του Νεοτουρκικού σωβινισμού οι μεν και του Ιταλικού ιμπεριαλισμού οι δε.
Πόσο διαφορετικά ήσαν τα πράγματα στον Καύκασο και την Κριμαία, όπου οι Ελληνικές Κοινότητες και παροικίες ριζωμένες από τα παλαιά χρόνια συναγωνίζονταν η μία την άλλη για τις ωραίες εκκλησίες και τα λαμπρά σχολεία των και με την αριστοκρατία του πλούτου και του πνεύματος τιμούσαν το ελληνικό όνομα!
Και όμως νοσταλγώ και αναπολώ με ιερή συγκίνηση και τα πρώτα μου Χριστούγεννα στα ξένα και συνέχεια μερικά άλλα στην πόλη εκείνη και αλλού, όπως και τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Γιατί απλώς ο εορτασμός μετατοπίσθηκε επί άλλου πεδίου. Και την πρώτη ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή έδωσε ο πρώτος υπέρ της αγωνιζομένης Ελλάδος έρανος.
Επέρασαν από τότε 44 ολόκληρα χρόνια. Και όμως ποτέ δεν έπαψα να ομολογώ, ότι ο παράγων της μεγάλης επιτυχίας του έράνου ήταν για μένα αληθινή αποκάλυψη. Χωρίς κοινότητα, χωρίς συμβούλια, ωρισμένα άτομα –μεταξύ αυτών και δύο τρεις εθελοντές του 97– έλαβαν την πρωτοβουλία και έφεραν σε πέρας το έργον. Και δεν ήταν μόνο αποκάλυψη, αλλά συγχρόνως και πρακτική εξάσκηση για μέσα στον τομέα της εθνικής θηείας ως αποδήμου Έλληνος.
Ο παράγων λοιπόν αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος εκτός από την Εθνική ψυχή, τη μία, αδιαίρετη και ενιαία, που σαν κρίκος αδιάσπαστος συνένωνε Μαυροθαλασσίτες με Ασπροθαλασσίτες εξίσου και εργοδότες με εργάτες.
Μήπως και τα κύματα της Μαύρης Θαλάσσης και της Άσπρης δεν έσμιγαν ακριβώς εκεί, όπου σμίγουν και τα Ιδανικά ολόκληρης της Φυλής. Ήτο αγνή και άδολη πίστη προς την Αιώνια Ελλάδα, που για μια φορά ακόμη πάνοπλη πήρε το δρόμο των πεπρωμένων της.
Έπειτα από δύο μήνες ήλθαν τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να γιορτασθούν «α λα πατρίδα», όσο θα ήταν δυνατό και μέσα στα πλαίσια των «νέων καιρών και νέων ηθών». Προπαντός να μην παραλειφθούν τα πατροπαράδοτα Κάλαντα. Και τι θαυμάσια ευκαιρία για δεύτερο έρανο υπέρ της Ελλάδος. Σ’ αυτόν τον έρανο πήρα και εγώ… το βάπτισμα του πυρός. Δεν ήμασταν πολλοί. Όλο-όλο τρεις. Οι άλλοι δύο ήσαν ο περίφημος λυράρης Σαββέλης από την Ίμερα και ένας αρτοϋπάλληλος από το Αμπρικάντων, ο Σάββας Καλμούκης. Γυρίσαμε όλη την εβδομάδα Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς. Όλοι έδωσαν τον οβολό των πρόθυμα, χαρούμενα και περήφανα για τις νίκες της Μητέρας-Ελλάδας. Αλλά και όλοι έρριχναν μια ματιά πρώτα στην «Κατάσταση», για να μη πέση κανείς χαμηλότερα από τους άλλους. Και αν μπορούσε να προσπεράση.
Στο μεταξύ οι απλοϊκοί, ως επί το πλείστον, εκείνοι βιοπαλαιστές, μικροεπαγγελματίες και εργάτες με τα λίγα γράμματά των και την κοινή μόρφωση έννοιωσαν την επιτακτική ανάγκη να οργανωθούν σε Κοινότητα για την ελληνική μόρφωση των παιδιών των και την προστασία των απόρων μελών των.
Ποιος θα μπορούσε να φαντασθή ότι τον πυρήνα της Κοινότητος αυτής θα αποτελούσαν μερικοί τυχοδιώκτες Πόντιοι, οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν τα εδάφη εκείνα μετά την εκστρατείαν του Μ. Αλεξάνδρου, ακολουθώντας την κατασκευή της Ευρωποασιατικής σιδηροδρομικής γραμμής ως κτίστες, εργολάβοι, εμπορευόμενοι.
Και πώς θα μπορούσε να πιστέψη, ότι η μικρή εκείνη ελληνική Κοινότης των Ποντιο-Δωδεκανησίων έπειτα από δεκαπενταετή μόλις βίον θα εχαρακτηρίζετο από ένα Έλληνα Πρεσβευτή στη Μόσχα (1927) ως «Λίαν προοδευτική». Δεν είχε άδικο ο Πρεσβευτής, όταν εγνώριζε, ότι η Κοινότης αυτή, μόνη από όλες τις άλλες Ελληνικές Κοινότητες, ανεδιωργανώνετο επισήμως εις «Ένωσιν Ελλήνων Πολιτών» το 1919, όταν λόγω της επαναστάσεως τα πάντα εκεί κατέρρεαν, και μάλιστα με την επίσημη αναγνώριση προξενικών καθηκόντων στη Διοίκηση αυτής.
Ούτε εγώ είμαι εκτός της πραγματικότητος, όταν νοσταλγώ και τα Χριστούγεννα εκείνα στα ξένα και αναπολώ, πώς κάθε χρόνο γιορτάζαμε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά με τα πατροπαράδοτα Κάλαντα υπέρ της Κοινότητος και με τη Λαχειοφόρο αγορά, που τα είδη της τα επρόσφεραν δωρεάν τα ίδια μέλη της Κοινότητος. Είναι να μη συγκινηθή κανείς, όταν θυμάται λ.χ. πως ο πρόεδρος της Κοινότητος (Χρ. Σαχπαζίδης) όταν του παρουσιάσθηκε μια χρονιά η Επιτροπή της Λαχειφόρου αγοράς έβγαλε και έδωσε το χρυσό ωρολόγι του με τη χρυσή αλυσίδα;
Ενώ σήμερα; O tempora, o mores!
Ιωάννης Αβραμάντης