Μέσα στις πολλές μυθολογικές παραδόσεις και προλήψεις της ελληνικής φυλής ξεχωριστή θέση κατέχουν οι δοξασίες για τους καλικάντζαρους. Παρά τις διαφορετικές «παραλλαγές», οι διάφορες δοξασίες για τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου έχουν μια κεντρική αφετηρία.
«Οι Έλληνες κράτησαν ζωντανές τις αρχαίες παραδόσεις με τον πιο εορταστικό και χαρούμενο τρόπο […]. Ήθελαν όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους να εξευμενίζουν με ευγένεια τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα.
Μια από τις πιο ευγενικές νεοελληνικές παραδόσεις είναι εκείνη των Καλκάδων Καλικαντζάρων ή Παγανών […]. Έρχονται το Δωδεκαήμερο, με τα Χριστούγεννα, και φεύγουν τα Φώτα. Όλες αυτές τις μέρες μικροί και μεγάλοι αισθάνονται τις πιο πολλές αταξίες των Καλικαντζάρων, αλλά δεν τους βλέπουν πάντοτε γιατί έρχονται στη γη σαν αόρατα Αερικά, χώνονται παντού και τους νοιώθει κανείς ακόμα και στον αέρα» σύμφωνα με τον Θάνο Βελλούδιο, στο έργο του Αερικά Ξωτικά και Καλικάντζαροι.
Στον Πόντο τα πονηρά και ενοχλητικά αυτά πνεύματα αναφέρονται ως δαβόλ’, μαϊσσάδες, μάισσες, περήδες, αλλά χρησιμοποιούνται και ευξευμενιστικά ονόματα όπως «οι έμορφοι» ή «οι καλοί». Ειδικά στην περιοχή του Σταυρίν λέγονται ’πίζη(α)λα, δηλαδή επίζηλα πνεύματα, ενώ στη Σάντα με τη λέξη κοντζολόζοι κατονόμαζαν τους δαίμονες, οι οποίοι ταυτίζονται με τους καλικάντζαρους.
Ο Θάνος Βελλούδιος παραθέτει από τον Πόντο και τις ονομασίες καρτσάνγκαλοι και καλοβρύσηδες χρυσαφένταδοι.
«Ασ’ ση Χριστού ως τα Φώτα έβγαιν’νε και λάσκουνταν τα ’πιζήαλα και χάν’ταν άμον ντο φωτίεται ο κόσμον», έγραφε στο 13ο τεύχος της Ποντιακής Εστίας (1951) ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος. Η ποντιακή λαϊκή δοξασία θεωρεί τους καλικάντζαρους στοιχειά παράδοξα που παρουσιάζονται με ποικίλες μορφές: είτε σαν άνθρωποι, είτε σαν ζώα, είτε σαν πουλιά. Σαν ζώα έχουν όλες τις παραξενιές και τα κουσούρια· ένα μάτι, κεφάλι αλλόκοτο, παράξενα φτερά, παραμορφωμένα σώματα.
Αν έχουν ανθρώπινη μορφή είναι αδύνατοι, σκελετωμένοι, σιχαμεροί, άσχημοι. Άλλοι είναι πολύ ψηλοί με κοντό λαιμό και ογκώδες κεφάλι, άλλοι νάνοι με πολύ μακρύ λαιμό και μακριά χέρια. Όλοι τους έχουν μάτια μεγάλα που πετούν σπίθες, δύο ή περισσότερα κέρατα, ουρά, νύχια μακριά και μυτερά, στόμα μεγάλο με σαρκώδη χείλη, ζωηρό κόκκινο χρώμα και δόντια μεγάλα και μυτερά.
Οι καλικάντζαροι βγάζουν άναρθρες κραυγές, τσεβδίζουν, ουρλιάζουν, χορεύουν, πηδούν.
«Όλο τον χρόνο είναι κρυμμένοι σε μια σπηλιά, δηλ. στο εσωτερικό της γης… Πάνω στη γη, στο φως, ζει ο κόσμος. Μέσα στη γη στο σκοτάδι, ζούνε οι Καλκάδες Καλικάντζαροι […] και καταγίνονται με το χάλασμα του τεράστιου κορμού του Δέντρου, που με τα κλαριά του και τη φυλλωσιά του κρατάει τη φλούδα της Γης. Πάνω σ’ αυτήν είναι χτισμένος ο Κόσμος» εξηγεί ο Θάνος Βελλούδιος.
Λέγεται ότι εμφανίζονται τις σκοτεινές νύχτες, πάντοτε σαν παράξενα φαντάσματα και τρομάζουν ιδιαιτέρως τις γυναίκες και τα παιδιά. Ντυμένοι με άπλυτα, βρόμικα και κουρελιασμένα ρούχα, μπαίνουν στα καθαρά και γιορτινά σπίτια από τις καμινάδες, τα παράθυρα και τις κλειδαρότρυπες. Κλέβουν, σπάζουν, μαγαρίζουν και αναποδογυρίζουν ό,τι βρεθεί στο διάβα τους, χύνουν βαρέλια με λάδι ή κρασί. Έξω από τα σπίτια σταματούν το νερό στις βρύσες, ή διοχετεύουν αλλού το νερό των υδρόμυλων.
«Χτυπούν την καμπάνα της εκκλησίας, γυρίζουν τα φύλλα στο βιβλίο του παπά, σφυρίζουν σα διάβολοι, χώνονται στα φουστάνια των νοικοκυράδων, για να τις κάνουν να γλιστρήσουν και να πέσουν… Δώδεκα ολόκληρα μερόνυχτα οι Καλικάντζαροι σκορπίζονται σε όλες τις ανθρωποκρατούμενες περιοχές» κατά τον Θάνο Βελλούδιο.
Η ποντιακή δοξασία λέει ότι επιτίθενται όλοι μαζί, πέφτουν όλοι όταν πέφτει ένας, και αναρριχώνται σε δέντρα, τοίχους και βράχους. «Το μόνο καλό είναι ότι είναι πολύ φοβιτσιάρηδες», σημειώνει ο Δ. Παπαδόπουλος.
Όπλο των ανθρώπων ενάντια στους καλικάντζαρους είναι το φως ή μια προσευχή.
Γι’ αυτό στα σπίτια των Ποντίων στην είσοδο τοποθετείται ένας σταυρός ή ένα εικόνισμα, ενώ τα φώτα και το τζάκι δεν σβήνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν ερμητικά, και τη νύχτα κανείς δεν βγαίνει από το σπίτι εάν δεν κρατά φανάρι. Τα τρόφιμα, υπό το φόβο των καλικάντζαρων, σκεπάζονται και αποθηκεύονται επιμελώς.
Προληπτικά μέτρα παίρνονταν και για τους διαβάτες, κι έτσι πάνω στα σταυροδρόμια έκαναν το σήμα του σταυρού.