Η Ίμερα ή αλλιώς Γίμερα όπως ήταν ευρέως γνωστή στον Πόντο, είναι κτισμένη ψηλά, σε υψόμετρο που πλησιάζει τα 2.000 μέτρα και βρίσκεται ανάμεσα στην Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη. Για την ακρίβεια απέχει 80 χλμ από την πρωτεύουσα και 30 χλμ από την Αργυρούπολη, που έμεινε γνωστή και ως Κιμισχανά (παραφθορά της τουρκικής ονομασίας Γκιουμουσχανέ που είναι και ακριβής μετάφραση της ελληνικής ονομασίας). Βέβαια τα τελευταία χρόνια με τις καινούργιες οδικές αρτηρίες που διανοίγονται στον Πόντο, οι αποστάσεις έχουν αλλάξει, αλλά εμείς ας έχουμε ως κριτήριο τους παλιούς χρόνους, την εποχή που ο Πόντος κατοικούνταν από τους προγόνους μας και οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες.
Έτσι οι Ιμεραίοι όταν ήθελαν να μεταβούν στην κοντινή τους Αργυρούπολη περνούσαν από την Άρδασα και το γραφικό της γεφύρι.
Στην περίπτωση που ήθελαν να επισκεφτούν την Τραπεζούντα για δουλειές, θα έπρεπε να περάσουν από τα ψηλά περάσματα των παρχαρίων της Λαραχανής, και αυτό καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολο το ταξίδι τους, ιδιαιτέρως τους χειμερινούς μήνες.
Πριν κατοικηθεί το όμορφο κεφαλοχώρι της Χαλδίας, η Ίμερα, η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη από δέντρα που φύονται σε μεγάλα υψόμετρα, ήταν δηλαδή ορμάνιν. Τα ορμάνεα, λέξη που πέρασε στην ποντιακή διάλεκτο από την τουρκική γλώσσα, ήταν παρθένα –όπως θα λέγαμε σήμερα– δάση. Τα παρχάρια που βρίσκονταν κοντά στην Ίμερα ήταν το Λευκέν, το Σταύρωμαν, το Ζουμοτρόν, τα Κολονιάτικα, τα Βάζια και τα Μουζενίτικα.
Καμάρι της Ίμερας ήταν η επτατάξιος αλληλοδιδακτική σχολή της.
Είχε κτιστεί κατά τα έτη 1870-1875 μετά το Χάτι Χουμαγιούν, το διάταγμα του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, το οποίο έδινε κάποιες ελευθερίες στη βάση της ισότητας μεταξύ των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους. Το σχολείο διέθετε τέσσερεις μεγάλες αίθουσες, ανάμεσά τους και μια αίθουσα τελετών και συνεδριάσεων, καθώς και μια επαρκή βιβλιοθήκη. Το σχολείο-καμάρι της Ίμερας συντηρούσαν κατά κύριο λόγο οι εισφορές των ξενιτεμένων παιδιών της, οι οποίοι κάθε χρόνο, όπου κι αν ζούσαν, φρόντιζαν την ημέρα των Τριών Ιεραρχών να στέλνουν τον οβολό τους ώστε να παραμένει απρόσκοπτη η μόρφωση των παιδιών της γενέτειράς τους. Άλλοι πόροι ήταν το μονοπώλιο των οινοπνευματωδών ποτών, η εισφορά της Εκκλησίας και τα λίγα –αλλά όχι ασήμαντα– κληροδοτήματα.
Κεντρική ενορία της Ίμερας ήταν αυτή των Ζιτράντων με δύο κύριους συνοικισμούς, των Γουζάντων και των Αληπασάντων. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, και ήταν γνωστός ως «Παναΐα». Η Παναΐα ήταν ένας μεταβυζαντινός ναός του 1673 που χτίστηκε στη θέση παλιότερου ναού ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον πολιούχο της Τραπεζούντας Άγιο Ευγένιο.
Το έτος 1900 οι Ιμεραίοι, ως ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί όπως κι όλοι οι υπόλοιποι Πόντιοι άλλωστε, διέθεσαν 700 χρυσές οθωμανικές λίρες από το υστέρημά τους για να ανακαινίσουν τον κεντρικό ναό τους. Έτσι έφτιαξαν σε τραπεζουνταίικο εργαστήρι ένα αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο από καρυδιά, φιλοτεχνημένο με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια. Για να στολίσουν αυτό το πανέμορφο τέμπλο παρήγγειλαν εικόνες από τους ξακουστούς ζωγράφους της Σκήτης των Ιωσαφαίων του Αγίου Όρους, ενώ στο κέντρο του καθεδρικού ναού κάτω από τον Παντοκράτορα ήταν αναρτημένος ένας κρυστάλλινος πολυέλαιος, ειδική παραγγελία από τη Βιέννη!
Στην Κάτω Ίμερα βρισκόταν η ενορία των Καθημερετίων, με τις συνοικίες των Τομπουλάντων, των Γαζάντων και των Μαλτάντων, και ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Στην Άνω Ίμερα υπήρχαν δύο ενορίες, αυτή των Τσακαλινάντων και των Χαλτογιαννάντων με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο.
Επίσης υπήρχαν και οι ενορίες των Ζουβακάντων και των Γιαννάντων που είχαν εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Γεώργιο αντίστοιχα ενώ η πιο απομακρυσμένη από το κέντρο της Ίμερας ενορία των Θωμάντων είχε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο στην οποία λειτουργούσε ένας από τους ιερείς των Καθημερετίων.
Επάνω ψηλά στην ακρόπολη της Ίμερας δέσποζε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η γνωστή γυναικεία μονή, που έσκεπε με την χάρη του το κεφαλοχώρι.
Στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του καθεδρικού της μονής από την οποία έχουν μείνει πλέον χαλάσματα, είναι τοποθετημένη η εξής επιγραφή:
«Οικοδομήθη ο πάνσεπτος ούτος ναός του Αγίου Ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου της μονής Γήμερας επί βασιλείας Απτούλ Μετζίτ και επί του Χαλδίας Θεόφιλου δια συνδρομής της κ. καθιγουμένης Ρωξάνης Ράτπ. Και συν βοηθήα των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών αμήν.
Ο πρωτομαΐστωρας Γρηγόρης Χρισουλίδης, Μαΐου 1, έτος 1859»
(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου)
Το μοναστήρι υπήρξε θέρετρο Τραπεζουντίων που κατά τους θερινούς μήνες συνδύαζαν τον προσκυνηματικό με τον ιαματικό «τουρισμό» αλλά και κρησφύγετο ανταρτών κατά τα δύσκολα χρόνια της Γενοκτονίας.
Πολύ κοντά στην ιστορική γυναικεία μονή του Πόντου υπήρχε το παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, ίσως λόγω των πολλών πηγών που αναδύονταν και τροφοδοτούσαν όλη την περιοχή, και του Προφήτου Ηλιού (παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Προφήτη Ηλία βρίσκουμε μόνο σε μεγάλα υψόμετρα). Πιο μακριά στο δρόμο για το χωριό Λειβάδι υπήρχε το παρεκκλήσι της Αναλήψεως, ενώ ο Άγιος Μάμας, ο Άγιος Θεόδωρος, η Αγία Μαρίνα και η Αγία Βαρβάρα συμπλήρωναν τον καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό των παρεκκλησίων της Ίμερας, που ήταν χτισμένα ανάμεσα σε βράχια και ερείπια βυζαντινών φρουρίων.
Τα σπίτια της Ίμερας ήταν ως επί το πλείστον διώροφα, πέτρινα –φτιαγμένα με την χαρακτηριστική ασπρόπετρα της ορεινής τοποθεσίας– με μεγάλα παράθυρα και στο ισόγειο και στον όροφο. Την αρχιτεκτονική τους θα την ζήλευαν πολλά γραφικά χωριά του ελλαδικού χώρου.
Οι στέγες τους ήταν επίπεδες (δώματα) και φτιαγμένες με χαρτώματα (τα χαρακτηριστικά ανθεκτικά λεπτά και τοποθετημένα σε δέσμες σανίδια της ποντιακής αρχιτεκτονικής) για να αντέχουν το βάρος του χιονιού που για πολλούς μήνες σκέπαζε το όμορφο κεφαλοχώρι δημιουργώντας μια ειδυλλιακή εικόνα.
Ίμερα μ’ εροθύμεσα να ελέπω τ’ οσπιτόπα σ’
Να ελέπω τον Καστρόλιθο σ’ κι όλια τα παρχαρόπα σ’
Ας έμ’ και σον Καστρόλιθον κι από καρσί ετέρ’να
Έλεπα και την Ίμεραν τα μουράτι͜α μ’ επαίρ’να
Ίμερα μ’ τ’ οσπιτόπα σου σον φέγγον παρλαεύ’νε
Και τη Σαββέλη το τοξάρ’ τα δώματα αραεύ’νε
*
Ίμερά μου πεθύμησα να δω τα σπιτάκια σου
Να δω τον Καστρόλιθο (λόφος απέναντι από την Ίμερα)
κι όλα τα παρχάρια σου (βοσκοτόπια σε υψίπεδα)
Ας ήμουν στον Καστρόλιθο και από απέναντι κοιτούσα
Να έβλεπα την Ίμερα και να πραγματοποιούνταν οι κρυφοί μου πόθοι (τα μεράκια μου)
Ίμερα τα σπιτάκια σου λάμπουν στο φως του φεγγαριού
και του Σαββέλη (Σάββας Γιαουστίδης: ξακουστός λυράρης από την Ίμερα) το δοξάρι τα δώματα γυρεύουνε.
Αλεξία Ιωαννίδου