Φτωχότερη είναι η ποντιακή ελληνική κοινότητα στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ μετά την απώλεια του δρ Βασίλειου Ι. Θεοδωρίδη. Περήφανος Πόντιος, με καταγωγή από τη Μερζιφούντα, έφυγε από ένα μικρό χωριό της Βόρειας Ελλάδας και εξελίχθηκε σε έναν πρωτοπόρο επιστήμονα με παγκόσμια αναγνώριση, σε μια λαμπρή απόδειξη ανθεκτικότητας και ακλόνητης δέσμευσης για την εκπαίδευση και την προκοπή.
Η μητέρα του ήταν ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες Πόντιους που εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια και τα χωριά τους στον Πόντο, περπατώντας για εβδομάδες και μήνες στις πορείες θανάτου. Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του, η μητέρα του είχε περπατήσει από τη Μερζιφούντα ως το Ντιγιαρμπακίρ κι από εκεί στο Χαλέπι, από όπου πήρε πλοίο που την αποβίβασε στον Πειραιά.
Αυτή η ιστορία επιβίωσης επηρέασε βαθιά τη ζωή του και τροφοδότησε το πάθος του για τη διατήρηση της ποντιακής ιστορίας και κληρονομιάς, το οποίο εκδήλωνε με κάθε ευκαιρία.
Περπατούσε καθημερινά 11 χλμ. για να πάει σχολείο
Μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντία, ένα μικρό καπνοκαλλιεργητικό χωριό στη Βόρεια Ελλάδα και ασχολείτο με τα καπνά και την κτηνοτροφία. Η σκληρή δουλειά και οι στενοί δεσμοί χαρακτήριζαν την κοινότητα, καθώς η καπνοκαλλιέργεια απαιτούσε λεπτή και εντατική φροντίδα.
Γεννημένος το 1931, στη διάρκεια των παιδικών του χρόνων βοηθούσε την οικογένειά του στα χωράφια, ακόμη και πριν από την αυγή, ενώ παράλληλα βοσκούσε κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και αγελάδες στα γύρω λιβάδια.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την περιοχή, σκορπώντας φόβο, θάνατο και καταστροφή. Ακολούθησε ο εμφύλιος και το 1947 οι αντάρτες έκαψαν το χωριό ολοσχερώς, σκοτώνοντας 48 κατοίκους, ανάμεσά τους και αρκετούς από τους συγγενείς του. Αυτές οι τραγωδίες ήταν που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, σφυρηλατώντας την επιθυμία του να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον.
Για το λόγο αυτό, στράφηκε στην εκπαίδευση, ως τον μοναδικό φάρο ελπίδας. Περπατούσε καθημερινά 11 χλμ. για να πάει στο γυμνάσιο στην Αριδαία, κουβαλώντας δύο αγαπημένα βιβλία για την αριθμητική και τη γραμματική, δώρο από τον πατέρα του, όπου κι αν πήγαινε.
Και η λαχτάρα του για μάθηση ήταν τόση, που μια μέρα, σε ηλικία 14 ετών, άφησε 200 πρόβατα της οικογένειάς του να βόσκουν μόνα τους για να πάει να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις εν αγνοία των γονιών του. Παρά το γεγονός ότι είχε εκπνεύσει η προθεσμία των εξετάσεων, εντυπωσίασε τόσο πολύ τους καθηγητές με την αποφασιστικότητα και την εξυπνάδα του, που τον δοκίμασαν επί τόπου και τον πέρασαν.
Ο απρόθυμος κτηνίατρος και η μετανάστευση
Αρχικά φιλοδοξούσε να σπουδάσει μαθηματικά, ωστόσο πείστηκε να κάνει αίτηση στη νεοσύστατη κτηνιατρική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατατάχθηκε δεύτερος στην τάξη του και κέρδισε γρήγορα τον σεβασμό των καθηγητών του.
Στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Σούλα, η οποία τον ώθησε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, μαζί με την οικογένειά της το 1956.
Η προσαρμογή σε μια νέα κουλτούρα και γλώσσα δεν ήταν μικρό κατόρθωμα, αλλά η αποφασιστικότητά του δεν τον άφησε να το βάλει κάτω, ακόμη κι όταν, εννέα μήνες μετά την άφιξή του, η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε το διαβατήριό του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να απελαθεί.
Εκείνη την εποχή, ο δρ. Βασίλειος Θεοδωρίδης διεξήγαγε διαγνωστική έρευνα στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Αναγνωρίζοντας τις μοναδικές συνεισφορές του, το ίδρυμα τον υποστήριξε και μια επιστολή από το Χάρβαρντ έφτασε στο γραφείο του Αμερικανού προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Αυτή η παρέμβαση εξασφάλισε την πράσινη κάρτα του, επιτρέποντάς του να παραμείνει στις ΗΠΑ και να συνεχίσει το ακαδημαϊκό του ταξίδι.
Στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη βιοχημεία σε χρόνο ρεκόρ, αποδεικνύοντας τη διάνοια και την προσαρμοστικότητά του.
Η πρωτοποριακή ανακάλυψη
Το 1972, ενώ εργαζόταν στην Pfizer, ο δρ. Βασίλειος Θεοδωρίδης ανέπτυξε το Albendazole, ένα επαναστατικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των παρασιτικών ασθενειών. Αυτή η πρωτοποριακή ανακάλυψη έγινε ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης ιατρικής και εφαρμόζεται κατά των παρασίτων, του aids και του καρκίνου και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα σε όλο τον κόσμο, σώζοντας εκατομμύρια ζωές.
Το ταξίδι στη δημιουργία του φαρμάκου όμως δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Από τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς του στα ζώα μέχρι την προσαρμογή του για ανθρώπινη χρήση, η διαδικασία απαιτούσε επιμονή και ευρηματικότητα. Ο ίδιος μνημόνευε συχνά τους μέντορες και τους συναδέλφους του για τη συνεργασία τους, λέγοντας ότι «η επιστήμη δεν είναι ποτέ έργο ενός ατόμου, είναι μια συλλογική προσπάθεια».
Η ποντιακή κληρονομιά
Ενώ η καριέρα του άνθιζε, ο δρ. Βασίλειος Θεοδωρίδης δεν ξέχασε ποτέ τις ποντιακές ρίζες του. Στη δεκαετία του 1990, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Μνημείου της Γενοκτονίας των Ποντίων στο Upper Darby της Πενσιλβάνια.
Το μνημείο βρίσκεται στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και αποτελεί φόρο τιμής στα θύματα και σύμβολο ανθεκτικότητας στις δυσκολίες. «Πρέπει να τιμήσουμε το παρελθόν μας για να μην ξεχάσουν ποτέ οι μελλοντικές γενιές», συνήθιζε να λέει.
Επιπλέον, είχε διατελέσει πρόεδρος στην Ποντιακή Ένωση «Ακρίται» Φιλαδέλφειας, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία του με δικά του λόγια, σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2017 στο Cosmos Philly.
Αφοσιωμένος οικογενειάρχης και λαμπρός επιστήμονας
Πέρα από τα επαγγελματικά του επιτεύγματα, η μεγαλύτερη χαρά του δρ. Βασίλειου Θεοδωρίδη ήταν η οικογένειά του. Με την επί 66 χρόνια σύζυγό του Σούλα απέκτησαν τρεις κόρες, εγγόνια και δισέγγονα. Αγαπημένο μέλος της ελληνικής και ποντιακής κοινότητας, άφησε πίσω του μια παρακαταθήκη επιστημονικής καινοτομίας αλλά και πολιτιστικής μνήμης.